Τζον Στάινμπεκ: Η απώλεια της ανωνυμίας είναι πραγματικώς κάτι το φοβερό
Ένας άνθρωπος του λαού
Σ’ ένα χωριουδάκι του Σόμερσετ υπήρξε τελευταία μια συνωμοσία σιωπής. Όταν έφθαναν εκεί ξένοι και ρωτούσαν πού έμενε ο Τζων Στάινμπεκ, κανείς δεν ήξερε να τους πη — ή όλοι έκαναν πως δεν ήξεραν. Και όταν ερώτησα σχετικώς την τηλεφωνήτρια του χωριού, εκείνη μου απήντησε: «Τον Τζων Στάινμπεκ; Πρώτη φορά ακούω το όνομά του». Όταν επιτέλους συνήντησα τον κ. Στάινμπεκ, μου είπε με μεγάλη ευχαρίστησιν ότι αυτή η ίδια η τηλεφωνήτρια διέθετε τον ελεύθερο χρόνο της για να δακτυλογραφή τα κείμενά του. «Βλέπετε», συνέχισεν, «η συγκέντρωσις είναι κάτι πολύ δύσκολο για μένα, και ολόκληρο το χωριό, που επέτρεψε σ’ εμένα και στην γυναίκα μου να συνδεθούμε με την ζωή του, προσπάθησε να με προστατεύση. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον κανείς δεν ήξερε πού μένω».
Αυτή η συνεργασία ανάμεσα στον Τζων Στάινμπεκ και σ’ ολόκληρο το χωριό δεν θα εκπλήξη καθόλου όσους γνωρίζουν τα έργα του. Αν ο ορισμός δεν είχε πολιτική έννοια σήμερα, θα μπορούσε να χαρακτηρίση κανείς τον Στάινμπεκ σαν έναν άνθρωπο του λαού. Ένας κακός διηγηματογράφος εμπνέεται από ιδέες — ένας καλός εμπνέεται από τους ανθρώπους. Και δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία για την πηγήν της εμπνεύσεως του Στάινμπεκ από την εποχήν, προ είκοσι ετών, που ο Τζ. Ουέλς τον εχαρακτήρισεν ως «τρομακτικήν μεγαλοφυΐαν». Πενήντα επτά ετών σήμερα, ο διηγηματογράφος εξακολουθεί να γράφη με εκείνην την έξοχη απλότητα που τον χαρακτηρίζει και εξακολουθεί, σ’ αυτό το μικρό χωριουδάκι του Σόμερσετ, να βρίσκεται δίπλα στην πρώτη ύλη της εμπνεύσεώς του και της εργασίας του. Παντού, όπου και αν ευρίσκεται, ο Τζων Στάινμπεκ είναι ο ίδιος, και όπως έλεγε τελευταίως ένας φίλος του, «Είναι πια πολύ αργά για να παραχαϊδέψουμε και να χαλάσουμε τον Τζων».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.10.1959, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πολλοί λογοτέχναι έχουν τόσον έντονον συνείδησιν της ιδιότητός των και φαίνονται τόσον αποκεκομμένοι από την ζωήν όπως την ζουν οι απλοί άνθρωποι, ώστε να είναι πολύ σπάνιον να συναντήση κανείς έναν μυθιστοριογράφον σαν τον Τζων Στάινμπεκ. Έρχεται προς εσάς σαν ένας μεγαλόσωμος πυγμάχος —κάποτε ειργάσθη ως απλός εργάτης— και με ανακούφισιν ανακαλύπτετε ότι είναι σχεδόν συνεσταλμένος όσον και εσείς. Την ταραχήν σας πιθανόν να την καθησυχάση το κοινόν ενδιαφέρον σας για τα σιγαρέττα και το ουίσκυ ή το συναίσθημά σας ότι ο Στάινμπεκ είναι ένας άνθρωπος στον οποίον ημπορείτε να έχετε εμπιστοσύνην. Όταν αρχίζει να ομιλή, αι λέξεις έρχονται ως εσάς σιγά και βαθειά, θαρρείς και τας αναζητά επίμονα στα βάθη της καρδιάς του. Κάποτε περιέγραψε ένα βιβλίο του σαν ένα κουτί που εχάραξε «με πόνον και ενθουσιασμόν, με καλές και κακές ιδέες, με την χαράν του σχεδίου και με κάποιαν απόγνωσιν και με απερίγραπτον δημιουργικήν χαράν».
Γράφει όπως ακριβώς ομιλεί. Οδυνηρά, αλλά και με αγάπην. Αρχίζει την εργασίαν του εις τας 8.30 το πρωί και την συνεχίζει έως ότου γράψει περίπου 2.000 λέξεις — εκτός αν πραγματικώς ενθουσιασθή, οπότε πιθανόν να γράψη πολύ περισσότερον. Τα μόνα του σύνεργα είναι ένα φθηνό μολύβι και λίγο χαρτί, και μετά διαβάζει τα όσα έγραψε στο μαγνητόφωνο και τα ξανακούει για να ανακαλύψη τα λάθη του και κυρίως για να αντιληφθή αν ο διάλογός του φαίνεται, ακούεται φυσικός. Και συνήθως ακούεται. Διότι ο Στάινμπεκ γνωρίζει πώς ομιλούν οι άνθρωποι διά τον απλόν λόγον ότι ομιλεί συχνά με τους απλούς ανθρώπους.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 5.2.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Στάινμπεκ ανδρώθηκε ριζωμένος στο αμερικανικό έδαφος και η αρχή της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας υπήρξεν εξαιρετικά σκληρά. Κάποτε ήταν τόσο φτωχός, ώστε δεν ήταν εις θέσιν να συντηρή ούτε έναν σκύλον. Όταν η αγανάκτησίς του για τον τρόπον με τον οποίο σπαταλιέται η ανθρώπινη ζωή ξεχύθηκε στο έργο του «Τα Σταφύλια της Οργής», το όνομά του κατέκλυσε το λογοτεχνικό στερέωμα της Αμερικής. Η ιδική του αντίδρασις υπήρξε τυπική. Το «έσκασε» σε μια μακρινή θαλασσινή περιήγησιν με τον μεγάλο φίλο του, τον μακαρίτη Εντ Ρίκετ, που υπήρξε το πρότυπόν του για τον περίφημον γιατρόν του «Δρόμου με τις Φάμπρικες».
Κάποτε έγραψε ότι «στην Αμερική και στην Αγγλία ένας καλός συγγραφεύς είναι το τσοπανόσκυλο της κοινωνίας. Έργον του είναι να σατιρίζη την ανοησία της, να κατακρίνη τας αδικίας της, να στιγματίζη τα λάθη της. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον στην Αμερική ούτε η κοινωνία ούτε αι κυβερνήσεις τρέφουν συμπάθειαν προς τους συγγραφείς». Μερικοί από τους κριτικούς του «Στάινμπεκ του τσοπανόσκυλου» υποστηρίζουν ότι το αποκορύφωμα της αποδόσεώς του υπήρξαν «Τα Σταφύλια της Οργής», αλλά η αλήθεια είναι ότι το έργον ενός καλού συγγραφέως πρέπει να βαθμολογήται εν τω συνόλω του. Ο ίδιος λέγει: «Εκείνο που με ώθησε στην εργασίαν μου ήταν η λαχτάρα μου να κάμω τους ανθρώπους να καταλάβουν ο ένας τον άλλον». Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον κάποτε απέσυρε από την κυκλοφορίαν ένα σατιρικό του έργον. Αντελήφθη ότι ήταν «γεμάτο τερτίπια που θα έκαμαν τους ανθρώπους να φαίνωνται γελοίοι».
Διά την έλλειψιν ανεκτικότητος εκ μέρους του όταν ήτο νέος λέγει: «Δεν εγνωρίζαμε πλουσίους ανθρώπους και γι’ αυτό δεν τους αγαπούσαμε, και είμεθα ευτυχείς και υπερήφανοι που δεν εζούσαμε κατά τον ιδικόν των τρόπον». Το να γνωρίσω σημαίνει να καταλάβω, και γι’ αυτό προσπαθεί να εξηγήση στην κοινωνία τους αποβλήτους και τους καταπιεσμένους — τους Τζόαντς και τους Ντάννυς και τους Λέννις. Αλλά ακόμη και ένας τόσον καλός «μανδρόσκυλος» πρέπει κάποτε να αποκοιμηθή και να δώση στους χαρακτήρες του το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Μερικοί από τους αλήτες των βιβλίων του είναι ψεύτικοι, σαν να μη ημπορή να παραδεχθή ότι οι άνθρωποι ημπορούν να είναι τόσον κακοί. Οι αλήτες του είναι πολύ συχνά πλούσιοι σε συναισθήματα, και ενώ ο ίδιος είναι συναισθηματικός, δεν είναι ποτέ υπερφίαλος. Κάποτε περιέγραψε κατά τον εξής χιουμοριστικόν τρόπον τον εαυτόν του και τον μακαρίτην φωτογράφον Ρόμπερτ Κάπα, που ήτο στενός φίλος του: «Είμεθα φυσιολογικοί άνθρωποι. Μας αρέσει ένας ωραίος αστράγαλος, μας αρέσει να βλέπουμε ένα πόδι ακόμη και πιο πάνω από τον αστράγαλο, μέσα σε μια καλοφορεμένη κάλτσα νάυλον. Αγαπούμε όλα τα τεχνάσματα και τα ψεύδη που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να εξαπατήσουν και να ειρωνευθούν τους αθώους και ανοήτους άνδρας».
Συμμεριζόμενος την ζωήν «αρκετά συνηθισμένων τύπων», κατώρθωσε να δώση μερικά εξαίσια πορτραίτα αυτών των ανθρώπων. Γνωρίζετε τον Στάινμπεκ πολύ καλά από τον τρόπον με τον οποίον περιγράφει την μητέρα, μόνη με τις αναμνήσεις της, στα «Σταφύλια της Οργής», ή τον Σλιμ στο «Άνθρωποι και Ποντίκια». («Ο αργός τρόπος με τον οποίον ομιλεί κρύβει μέσα του τόνους όχι σκέψεως, αλλά μιας κατανοήσεως πέρα από την σκέψη»). Ή μπορείτε να τον γνωρίσετε, να τον καταλάβετε, όταν τον ακούτε να σας λέγη: «Φοβούμαι την δημοτικότητα μέχρι θανάτου. Πιστεύω ότι είναι το κάτι το δολοφονικόν, διότι σας κάνει να αποκτήσετε συνείδησιν του εαυτού σας, πράγμα που σας εμποδίζει να εργασθήτε αν δεν απομακρυνθήτε από τους άλλους ανθρώπους, αλλά και διότι κάνει τους άλλους ανθρώπους να μη σας εμφανίζωνται όπως πραγματικά είναι. Μεταμορφώνονται σε ηθοποιούς και τύπους, και αντιδρούν σαν τύποι μάλλον παρά φυσιολογικά. Η απώλεια της ανωνυμίας είναι πραγματικώς κάτι το φοβερό. Ευτυχώς, η εργασία μου δεν εκτιμάται εδώ αρκετά και έτσι διατηρώ κάπως το αίσθημα της ανωνυμίας. Και το ίδιο πράγμα μού λέγει και ο Χεμινγκγουαίη. Στην Αμερική υπάρχει έλλειψις σεβασμού προς τον καλλιτέχνην και αυτό είναι καλό, διότι κρατεί τον καλλιτέχνην στην θέσιν του. Νομίζω είναι σωστό αν ισχυρισθώ ότι στην Αμερική ένας συγγραφεύς βρίσκεται λίγο πιο κάτω από τους γελωτοποιούς και λίγο πιο πάνω από τις φώκιες του τσίρκου. Στην Γαλλία ακόμη και ένα τραπεζάκι του εστιατορίου γίνεται βωμός στο πνεύμα. Δεν νομίζω ότι εξεπέρασα όλον τον τρόμον, αλλά πιστεύω ότι ολίγη ωριμότης σάς βοηθεί να τα βγάλετε πέρα κάπως καλύτερα με την επιτυχίαν που πιθανόν να σημειώσετε».
*Κείμενο του William J. Weatherby (βρετανο-αμερικανού συγγραφέα και δημοσιογράφου, 1930-1992), που έφερε τον τίτλο Με τον «άγνωστον» Στάινμπεκ σ’ ένα χωριουδάκι της Αγγλίας και είχε (ανα)δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 1959.
Ο τιμηθείς με Νομπέλ Λογοτεχνίας (25 Οκτωβρίου 1962) αμερικανός συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ (John Ernst Steinbeck) γεννήθηκε στο Σαλίνας Βάλεϋ της Καλιφόρνιας στις 27 Φεβρουαρίου 1902 και πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968.
Εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS).
Συνέγραψε συνολικά 27 βιβλία (16 μυθιστορήματα, έξι πραγματικές ιστορίες και πέντε συλλογές διηγημάτων).
Μεταξύ άλλων, έγραψε τη νουβέλα «Άνθρωποι και Ποντίκια» (1937) και το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα «Τα Σταφύλια της Οργής» (1939).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις