Γιατί ο Βίνσεντ βαν Γκογκ ζωγράφισε έναν σκελετό που καπνίζει ένα τσιγάρο; Όποιος είναι εξοικειωμένος με το έργο του καλλιτέχνη θα γνωρίζει πως ο παραπάνω πίνακάς του 1886 δεν φαίνεται να ταιριάζει με το ευρύτερο έργο του καλλιτέχνη, το οποίο βρίθει από τοπία και συναισθηματικά πορτρέτα που στροβιλίζονται σε ένα κύμα αρμονίας χρωμάτων .

Κρανίο με αναμμένο τσιγάρο, Βίνσεντ βαν Γκογκ, 32 x 24,5 εκ., c. 1885–86

Το «Κρανίο με αναμμένο τσιγάρο»

Ορισμένοι ιστορικοί τέχνης έχουν πει ότι το «Κρανίο με αναμμένο τσιγάρο» απλά το αποτέλεσμα των έργων του Βαν Γκογκ όσο ήταν ακόμη φοιτητής. Μάλιστα, φαίνεται να υποστηρίζουν πως ο ζωγράφος είχε δημιουργήσει το εν λόγο έργο καθώς «βαριόταν μέχρι θανάτου» κατά τη διάρκεια των μαθημάτων.

Η Άννα Μαρία Φον Μποσντρορφ, διευθύντρια του Μουσείου Τέχνης Ateneum, που ανήκει στη Φινλανδική Εθνική Πινακοθήκη, έχει όμως μια άλλη θεωρία.Η Φον Μποσντρορφ πιστεύει ότι ο βαν Γκογκ ήταν συντονισμένος σε μια τάση του τέλους του 19ου αιώνα η οποία αναβίωσε τον θρησκευτικό συμβολισμό από τον Μεσαίωνα. Το κρανίο αναφερόταν στον «Χορό του Θανάτου», είπε, ένα εικαστικό θέμα από τη μεσαιωνική εποχή που μας υπενθυμίζει ότι ο θάνατος είναι πάντα κοντά μας.

Ο Βαν Γκογκ, σύμφωνα με την φον Μπόνσντορφ, έδωσε μια μοντέρνα νότα σε παλιά παράδοση. «Επειδή έχει τσιγάρο και χαμογελάει, έχει αυτή την πολύ μοντέρνα στάση», είπε. «Είναι ο θάνατος σε ένα σύγχρονο περιβάλλον, ο θάνατος ως δανδής».

Ο ιμπρεσιονισμός έγινε μεταϊμπρεσιονισμός, ο οποίος οδήγησε στον κυβισμό και στη συνέχεια στη γέννηση της αφαίρεσης. Αυτή η αδυσώπητη εξέλιξη της πρωτοπορίας ώθησε τον πολιτισμό στη νεωτερικότητα, με όλο και περισσότερο χρώμα και φως. Ο πίνακας του Βαν Γκογκ όμως, λειτούργησε ως μια «μηχανή του χρόνου», σαν μια πύλη που όταν την κοιτά κανείς μεταφέρεται στον Μεσαίωνα.

Η δυσαρέσκεια στο «τέλος εποχής»

Για τη Βόρεια Ευρώπη και τους Σκανδιναβούς καλλιτέχνες, από το 1870 περίπου έως το 1920, υπήρχε ένα εναλλακτικό κέντρο καλλιτεχνικής επιρροής στο Βερολίνο. Καλλιτέχνες εμπνευσμένοι από την κουλτούρα της γερμανικής πρωτεύουσας, οι οποίοι ενδιαφέρονταν για μια πιο σκοτεινή, πιο πνευματική ερμηνεία της ζωής, και αναζήτησαν τον Μεσαίωνα για να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια του fin de siècle (τέλος εποχής) και την αναζήτηση βαθύτερου νοήματος.

Η τάση αυτή αναπτύχθηκε εν μέσω σαρωτικής εκβιομηχάνισης και κοινωνικής αναταραχής, όταν οι εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών αυξάνονταν και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε.

Οι καλλιτέχνες ανακάλυπταν πράγματα στη μεσαιωνική τέχνη και τον πολιτισμό που αφορούν τις μεγάλες τελετουργίες της ζωής, την ανθρώπινη λαχτάρα, τη λαχτάρα για πράγματα – όχι μόνο υλικά, αλλά και πνευματικά. Για τους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής η σύγχρονη ζωή έχει μια σκιώδη πλευρά, και είναι συνδεδεμένη με αυτά τα πιο παράλογα στοιχεία. Για αυτόν το λόγο τους απασχολούσαν σε μεγάλο βαθμό ο θάνατος, η μετά θάνατον ζωή και άλλα τέτοια μυστικιστικά.

Άλλοι καλλιτέχνες που εξερεύνησαν αυτά τα σκοτεινά θέματα ήταν ο Έντβαρτ Μουνκ, ο Μαξ Μπέκμαν και ο Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ.

*Πηγή: The New York Times