Δεν ήταν καθόλου εύκολο εκείνο το ΟΧΙ που είπε η Ελλάδα στην Ιταλία στις 28 Οκτωβρίου του 1940.

Δεν αναφέρομαι στο τυπικό μέρος, δηλαδή ότι η χώρα μας αρνήθηκε το τελεσίγραφο της Ιταλίας, όπως έκαναν και άλλες χώρες που δέχτηκαν επίθεση από τις δυνάμεις του άξονα.

Αναφέρομαι στο ότι όντως μια ολόκληρη κοινωνία είπε ΟΧΙ και επέλεξε να αντισταθεί.

Γιατί αυτά που βλέπουμε στα «Επίκαιρα» της εποχής δεν είναι απλώς κάποια προπαγάνδα των αρχών για να βοηθήσουν την γενική επιστράτευση.

Το αναφέρουν όλες οι μαρτυρίες, μας τα έλεγαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας.

Εκείνη τη στιγμή μια ολόκληρη κοινωνία, που ακόμη μετρούσε τις πληγές της Μικρασιατικής Καταστροφής και που βίωνε τον αυταρχισμό της δικτατορίας του Μεταξά – με τις εξορίες και το ρετσινόλαδο για να μην ξεχνιόμαστε – επέλεξε να αντισταθεί.

Να στρατευθεί, να πολεμήσει, να υποστηρίξει τον αγώνα στο μέτωπο με κάθε τρόπο.

Γιατί καταλάβαινε ότι εάν δεν έλεγε αυτό τα παλλαϊκό ΟΧΙ εκείνη τη στιγμή, ακόμη και εάν γλύτωνε τις καταστροφές του πολέμου, θα έπρεπε να υποστεί την ταπείνωση και τα δεινά της ξένης κατοχής.

Και λέγοντας αυτό το ΟΧΙ ταυτόχρονα ήλπιζε ότι εάν κατόρθωνε να αντισταθεί και να βγει νικήτρια σε αυτή τη μάχη, θα ξημέρωνε μια καλύτερη μέρα σε αυτό τον τόπο, με περισσότερη ελευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη.

Αυτό το πνεύμα του ΟΧΙ δεν θα ηττηθεί.

Αυτό το πνεύμα θα τροφοδοτήσει το μεγαλείο της Αντίστασης και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, στα βουνά αλλά και στις πόλεις, στην αλληλεγγύη και στο ξεδίπλωμα πρωτόγνωρων μορφών δημοκρατικής οργάνωσης στα βουνά.

Φεύγουν πια οι άνθρωποι που έζησαν αυτή την εμπειρία, αλλά όσοι προλάβαμε να μιλήσουμε μαζί τους, ένα πράγμα πάντα υπογράμμιζαν.

Ότι εκείνη την εποχή, όπου ο θανάσιμος κίνδυνος παραμόνευε στην επόμενη γωνία εάν έπεφτες πάνω σε Γερμανούς ή τα Τάγματα Ασφαλείας, ήταν που αισθάνθηκαν και πιο ελεύθεροι στη ζωή τους.

Τη συνέχεια την ξέρουμε.

Την εξουσία θα πάρουν μετά την απελευθέρωση σε μεγάλο βαθμό οι άνθρωποι που δεν είπαν κανένα ΟΧΙ, οι άνθρωποι που είπαν ΝΑΙ στον κατακτητή, συνεργάστηκαν μαζί τους, έβγαλαν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι την πείνα των ανθρώπων, φόρεσαν κουκούλα και κατέδωσαν.

Και για πολλούς από τους ανθρώπους που είπαν το ΟΧΙ η συνέχεια θα είναι εξορίες, φυλακίσεις και για μερικούς εκτελεστικά αποσπάσματα, όχι των κατακτητών αλλά των συμπατριωτών τους.

Ωστόσο, στα μάτια της κοινωνίας και ιδίως των πιο λαϊκών στρωμάτων, αυτό το ΟΧΙ θα είναι πάντα η υπερηφάνεια και η αξιοπρέπειά τους.

Όλα αυτά ακούγονται κάπως παράταιρα ίσως σε μια εποχή όπου από όλες τις πλευρές δεχόμαστε συνεχώς μια πίεση να πούμε ναι.

Να αποδεχτούμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός.

Να συμφιλιωθούμε με τη βαρβαρότητα του πολέμου και των θανάτων αμάχων.

Να παραδεχτούμε ότι η αγορά και οι επιταγές της είναι πάνω από τις ανάγκες των ανθρώπων.

Να παρακολουθούμε τις ανισότητες να μεγαλώνουν χωρίς να αντιδρούμε.

Να συμμορφωνόμαστε με μια εξουσία που γίνεται όλο και πιο κυνική όλο και πιο αυταρχική.

Να λέμε πάντα ναι.

Όμως, στη ζωή είναι τα ΟΧΙ που μετρούν. Αυτά μας κρατούν όρθιους.

Και αυτά δίνουν ελπίδα.

Όσο κόστος και εάν έχουν.

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα

που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι

να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος το ’χει

έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.

Ο αρνηθείς δεν μετανιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.»

Κ.Π. Καβάφης. Che fece . . . . il gran rifiuto