Φαινομενικά η Νέα Δημοκρατία έχει καταφέρει να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία της στο πολιτικό σκηνικό.

Δεν έχει πια «διπλό σκορ» απέναντι στη δεύτερη δύναμη στις δημοσκοπήσεις, διατηρεί ωστόσο απόσταση ασφαλείας.

Παρά τις διάφορες εκδηλώσεις εσωκομματικής δυσαρέσκειας, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει είναι στέρεη και επιτρέπει στην κυβέρνηση να περνάει όποιο νομοσχέδιο θέλει.

Η συνταγματική αλλαγή σε σχέση με τη διαδικασία εκλογής Προέδρου σημαίνει ότι η εκλογή του στις αρχές της επόμενης χρονιάς δεν θα προκαλέσει σοβαρό κραδασμό.

Και όμως την ίδια στιγμή το πολιτικό σκηνικό βρίσκεται στην πιο αμήχανη στιγμή του.

Η δημοσκοπική δυναμική της Νέας Δημοκρατίας, παρά την αποτελεσματική επικοινωνιακή διαχείριση που κάνει, δείχνει ότι δεν έχει ορίζοντα αυτοδυναμίας, ακόμη και εάν προσπαθήσει να θέσει εκβιαστικά διλήμματα.

Την ίδια στιγμή δεν φαίνεται να διαμορφώνεται ένας αντιπολιτευτικός πόλος που θα μπορούσε να διεκδικήσει την πρωτιά και την αυτοδυναμία.

Αυτό φέρνει τη Νέα Δημοκρατία αντιμέτωπη με την αναζήτηση δυνάμει κυβερνητικού εταίρου.

Και εδώ είναι που αρχίζουν τα δύσκολα.

Από τη μια το ΠΑΣΟΚ πολύ δύσκολα θα επαναλάβει αυτό που αποτέλεσε την πιο τραυματική στιγμή της ιστορίας του – που το οδήγησε στα πρόθυρα της πλήρους διάλυσης – δηλαδή την κυβερνητική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία.

Από την άλλη, οι σχηματισμοί της Ακροδεξιάς μπορεί να έχουν εκλογική απήχηση, όμως δεν προσφέρουν ακόμη εχέγγυα «κυβερνησιμότητας», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ΝΔ δεν το διερευνά.

Αυτό σημαίνει ότι πίσω από μια επίφαση μιας «ισχυρής κυβέρνησης» στρώνεται το σαθρό έδαφος μιας συνθήκης ακυβερνησίας.

Και δεν πρόκειται μόνο για το αποτέλεσμα κάποιων δημοσκοπικών καταγραφών.

Αντανακλά και τις πραγματικές διαιρέσεις μέσα στην κοινωνία, αλλά και τη δυσκολία να αναδειχτούν ευρύτερες συσπειρώσεις γύρω από κοινά αφηγήματα.

Από τη μια η Νέα Δημοκρατία αναδιπλώνεται στον πυρήνα των στρωμάτων που όντως εκτιμούν ότι τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα για αυτά.

Από την άλλη τα στρώματα που αισθάνονται ότι αδικούνται στη σημερινή συγκυρία εκλογικά δείχνουν να μοιράζονται σε αντιθετικές κατευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της Ακροδεξιάς.

Αυτό δεν είναι ένα εκλογικό φαινόμενο. Πρωτίστως είναι κοινωνικό και αφορά το ότι στην ελληνική κοινωνία απουσιάζουν αυτή τη στιγμή τα συνεκτικά αφηγήματα που να δίνουν προοπτική και κυρίως να πείθουν για εφικτή εναλλακτική.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τώρα που εξασθενεί το αίτημα της «ομαλότητας» πάνω στο οποίο κατεξοχήν επένδυε η Νέα Δημοκρατία, να μην υπάρχει κάτι που να μπορεί να διαμορφώσει μια δυνητικά πλειοψηφική δυναμική, καθώς κανένας από τους αντιπολιτευτικούς χώρους δεν φαίνεται να έχει τόσο την κοινωνική γείωση όσο και την ικανότητα στρατηγικής επεξεργασίας για να τη διαμορφώσει.

Και δεν θα είναι σε θέση μέχρι να κλείσει ο τωρινός κύκλος ανακατατάξεων και σε μεγάλο βαθμό αποδιάρθρωσης, κυρίως του δημοκρατικού χώρου, αλλά και της πολιτικής γενικά.

Αυτό προφανώς δεν αναιρεί την ανάγκη μιας τέτοιας στρατηγικής επεξεργασίας. Μόνο που αυτό δεν είναι υπόθεση εύκολων διακηρύξεων ή διατύπωσης ευχολογίων.

Απαιτεί μια συνάντηση κοινωνικών, πολιτικών και διανοητικών δυνάμεων, για την οποία επί της ουσίας κανένας από τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς δεν εργάζεται.

Πράγμα που σημαίνει ότι για ένα διάστημα θα είμαστε σε αυτή τη συνθήκη της μεγάλης αμηχανίας και μιας βαθύτερης πολιτικής κρίσης.

Με την προσδοκία ότι αυτό θα είναι απλώς η δύσκολη μεταβατική περίοδος προς την διαμόρφωση νέων αφηγημάτων και εκπροσωπήσεων, ικανών να εμπνεύσουν την κοινωνία και να διαμορφώσουν ξανά πλειοψηφικές δυναμικές. Και την ελπίδα η δυστοκία για τη γέννηση του νέου να ξεπεραστεί γρήγορα, ώστε να μην διαρκέσει πολύ η «εποχή των τεράτων».