Από γλωσσολογικής απόψεως, η κοπτική αποτελεί την τελική εξελικτική μορφή της αρχαίας αιγυπτιακής γλώσσας. Αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της είναι ο μεγάλος αριθμός περιφραστικών χρόνων, η χρήση των λεγόμενων «δεύτερων χρόνων» (η λειτουργία τους είναι εμφατική και συνίσταται στο να εφιστούν την προσοχή σε ένα επιρρηματικό συμπλήρωμα) και η ύπαρξη δύο κατηγοριών γραμματικών χρόνων, διάκριση που πιθανώς βασίζεται στη ρηματική όψη (ποιόν ενεργείας) και αποδίδει είτε το ασυντέλεστο (μη συνοπτικό ή εξακολουθητικό) είτε το συντελεσμένο (συνοπτικό).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση της κοπτικής με την ελληνική γλώσσα, δεδομένης μάλιστα της σαφώς μετρημένης χρήσης ελληνικών λέξεων στην αιγυπτιακή δημοτική – θυμίζουμε ότι ήταν όροι τεχνικού ή διοικητικού χαρακτήρα, επομένως περιορισμένου σημασιακού εύρους. Στην κοπτική, λοιπόν, οι ελληνικές λέξεις αφθονούν, τα δε αίτια του φαινομένου αυτού δεν είναι μόνο θεολογικά, όπως συχνά υποστηρίζεται. Στην πραγματικότητα, η εξέλιξη αυτή είναι το αποτέλεσμα της μακραίωνης –χιλιόχρονης σχεδόν– κυριαρχίας της ελληνικής γλώσσας στην Αίγυπτο, που η παλαιότερη γραπτή παράδοση της χώρας είχε πασχίσει να αγνοήσει. Με άλλα λόγια, με την κοπτική κορυφώνεται και ολοκληρώνεται επιτέλους η διαδικασία της αφομοίωσης ελληνικών στοιχείων από την αιγυπτιακή γλώσσα.

Η κοπτική κατάφερε να επιβιώσει μετά την αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου, η οποία έλαβε χώρα περί το 640 μ.Χ. Ακολούθησε η σταδιακή υποχώρησή της, που οδήγησε εντέλει στην οριστική εξάλειψή της την εποχή των Σταυροφοριών ή και αρκετά αργότερα, σύμφωνα τουλάχιστον με την άποψη ορισμένων ερευνητών. Σήμερα, πέντε και πλέον χιλιετίες αφότου πρωτοεμφανίστηκαν τα ιερογλυφικά στη χώρα του Νείλου, η κοπτική επιζεί σε τοπωνύμια και οικογενειακά ονόματα, σε δάνειες λέξεις της αιγυπτιακής αραβικής και σε λειτουργικά κείμενα της Κοπτικής Εκκλησίας.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, όστρακο με κείμενο γραμμένο στην κοπτική γλώσσα.

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Οι επαφές της ελληνικής με την κοπτική γλώσσα (Μέρος Α’)