Στο 2,2% «ανεβάζει» την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το ΚΕΠΕ από 1,9% προηγουμένως, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στη νέα έκθεση που δημοσιοποιήθηκε σήμερα.

Παράλληλα, επισημαίνει και τις σημαντικές προκλήσεις τις οποίες έχει να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία, διατυπώνοντας και ένα ερώτημα σε σχέση με το τι θα γίνει από το 2027 και μετά.

Η πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2024 αποκαλύπτει μια σειρά από σύνθετες τάσεις, οι οποίες συνδυάζουν θετικές αλλά και ανησυχητικές εξελίξεις, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο οικονομικό σκηνικό σύμφωνα με τις Οικονομικές Εξελίξεις τεύχος 55 του ΚΕΠΕ.

Στις θετικές εξελίξεις ξεχωρίζουν οι σχετικά υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, η δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, η μείωση της ανεργίας, του πληθωρισμού και του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, η αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, η βελτίωση της απόδοσης του χρηματιστηρίου, η ενδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η βελτίωση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό.

ΚΕΠΕ: Πρόβλεψη για ΑΕΠ και πληθωρισμό

«Δεν είναι λίγα, ούτε ασήμαντα. Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και οργανισμοί συχνά-πυκνά εκθειάζουν την ελληνική οικονομία για την πρόοδο που έχει συντελέσει τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία της κρίσης» τονίζει το ΚΕΠΕ και προσθέτει πως ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,2% το 2024 και 2,2% το 2025.

Βασικές κινητήριες δυνάμεις της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα έτη θα συνεχίσουν να είναι η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις, και οι εξαγωγές, ενώ η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης αναμένεται να κινηθεί οριακά. Ο πληθωρισμός, βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή της Eurostat, αναμένεται να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα έτη. Το 2024 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,8%, από 4,2% το 2023, αντανακλώντας τη μεγάλη μείωση των τιμών των ενεργειακών αγαθών και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού των ειδών διατροφής.

Τι λέει το ΚΕΠΕ για τα εισοδήματα

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκδοσή της σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών στην Ε.Ε., το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές ήταν στην Ελλάδα το 2023 χαμηλότερο κατά 28,38% σε σύγκριση με αυτό του 2010.

Στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. χαμηλότερο εισόδημα το 2023 σε σύγκριση με το 2010 καταγράφηκε πλην της Ελλάδας σε τέσσερις ακόμη χώρες, με την απόκλιση όμως να είναι πολύ μικρή: στην Κύπρο χαμηλότερο κατά 1,85%, στη Γαλλία κατά 1,79%, στην Ιταλία κατά 0,97%, στην Ισπανία κατά 0,29%. Πρόκειται για χώρες που επλήγησαν σημαντικά από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και στις οποίες ελήφθησαν επίσης έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα, αν και όχι σε όλες υπό τη μορφή μνημονίων.

∆ύο ακόμη χώρες αυτής της κατηγορίας, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, με την πρώτη μάλιστα να μπαίνει σε καθεστώς μνημονίου, παρουσιάζουν μέσο διαθέσιμο εισόδημα σε πραγματικές τιμές υψηλότερο από αυτό του 2010: κατά 10,83% στην Πορτογαλία και κατά 30,61% στην Ιρλανδία. Για τη χώρα μας, η αύξηση των δημοσίων δαπανών το 2025 κυμαίνεται γύρω στα 3,7 δισ. ευρώ.

Η επικέντρωση στο ύψος των δημοσίων δαπανών ουσιαστικά σημαίνει ότι οι ασκούντες την οικονομική πολιτική δεν θα έχουν τη δυνατότητα για περαιτέρω παροχές και επιδόματα, εάν υπάρχουν υπερβάσεις στα πρωτογενή πλεονάσματα (δημοσιονομικός χώρος). Αν, ωστόσο, οι φόροι συνεχίσουν να αυξάνονται αρκετά πάνω από τους στόχους, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, τότε θα έχουν το περιθώριο να μειώσουν τους φόρους και ειδικά τις ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες, παρά τις μειώσεις κατά 4,6% των τελευταίων πέντε ετών, είναι από τις υψηλότερες στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ.

Τραπεζικό τοπίο

Στη νέα κανονικότητα διαμορφώνεται ένα νέο τραπεζικό τοπίο. Η καλή επίδοση της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία το 2023 είχαν θετικές επιδράσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ήδη φέτος πραγματοποιήθηκαν δύο αναβαθμίσεις ελληνικών συστημικών τραπεζών στην επενδυτική κατηγορία.

Αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες αναβαθμίσεις, καθώς οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έχουν μεταβάλει σε θετικές τις προοπτικές των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Στο ευνοϊκό αυτό περιβάλλον, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας το 2024 ενίσχυσε τους δείκτες κερδοφορίας, ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας, εν μέσω υψηλών βασικών επιτοκίων και ευνοϊκών εγχώριων οικονομικών συνθηκών.

Ένα τρίτο χαρακτηριστικό της νέας κανονικότητας είναι ο αυξημένος αριθμός των επενδυτικών εργαλείων για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας. Δεν είναι μόνο το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ. Είναι και οι διάφορες αναπτυξιακές τράπεζες αλλά και εμπορικές τράπεζες (π.χ. η νέα Attica Bank) που, μετά από πολλά χρόνια, μπαίνουν στο παιχνίδι των χρηματοδοτήσεων. Σε αυτό, βέβαια, βοηθάει και ο κύκλος χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Η νέα κανονικότητα

Καθώς προχωρούμε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, αρχίζει να διαφαίνεται μια νέα κανονικότητα στην ελληνική οικονομία. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό της είναι η επαναφορά του δημοσιονομικού πλαισίου, που θα εφαρμόζεται από τον Ιανουάριο του νέου έτους. Το νέο πλαίσιο, χωρίς να απεμπολεί τους παλαιούς στόχους για τα ελλείμματα και το χρέος, έχει τη μορφή μιας «ήπιας λιτότητας». Οι παλαιοί κανόνες των πρωτογενών πλεονασμάτων αντικαθίστανται, για πρώτη φορά, με κανόνες δημοσίων δαπανών. Κάθε χώρα δεσμεύεται να αυξήσει κατά ένα συγκεκριμένο και προαποφασισμένο ποσοστό τις κρατικές της δαπάνες και αν αυτό το όριο ξεπεραστεί, έστω και λίγο, τότε αυτόματα ενεργοποιούνται οι κυρώσεις.

Είναι σημαντικό για τους πολίτες να γνωρίζουν πότε και πώς θα υλοποιηθούν τα σχέδια που θα επηρεάσουν την καθημερινότητά τους, ώστε να μπορέσουν να παρακολουθήσουν και να αξιολογήσουν την πρόοδο των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. Να υπάρξει δηλαδή ένας ξεκάθαρος οδικός χάρτης, ένα σαφές χρονοδιάγραμμα. Να βλέπουν το κράτος ως έναν ισχυρό και αξιόπιστο φορέα που εργάζεται για το κοινό καλό. Αυτό αυξάνει τη συλλογική εμπιστοσύνη και ενθαρρύνει μια πιο θετική αλληλεπίδραση μεταξύ των πολιτών και των κρατικών οργάνων, συμβάλλοντας στην εδραίωση μιας πιο δίκαιης και αποδοτικής κοινωνικοοικονομικής δομής.

Είναι απαραίτητο, επίσης, να συνεχιστεί η δημοσιονομική ισορροπία των τελευταίων ετών. Προκειμένου να επιτευχθεί η απαιτούμενη αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, είναι απαραίτητη η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων, σε κυκλικά διορθωμένους όρους, ύψους 2% του ΑΕΠ ετησίως. Ωστόσο, βασική προϋπόθεση για αυτό είναι η αύξηση της αποτελεσματικότητας των δημόσιων δαπανών, μέσω καλύτερης στόχευσης των κοινωνικών δαπανών, ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις και οι δαπάνες εκπαίδευσης και υγείας, οι οποίες έχουν ιδιαίτερα θετικές επιδράσεις στη μεσομακροπρόθεσμη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ.

Το βασικό ερώτημα

Το ερώτημα που προκύπτει, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, είναι εάν τελικά οι τρέχουσες θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας θα υπερισχύσουν των αντίστοιχων αρνητικών. Εάν, δηλαδή, η τρέχουσα ανάκαμψη μετατραπεί σε μελλοντική βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτό θα εξαρτηθεί πρωο πληθωρισμός κατέγραψε αυξητικές τάσεις τον Αύγουστο του 2024, φτάνοντας στο 3,0%, σε σύγκριση με το 2,7% του Ιουλίου.

Ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος αντικατοπτρίζει τις μακροπρόθεσμες τάσεις, αυξήθηκε στο 3,5%. Οι αυξήσεις αυτές οφείλονται κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, με τις κατηγορίες των Ξενοδοχείων-­καφέ-εστιατορίων να καταγράφουν άνοδο 6,6%. Η Στέγαση και η Ένδυση/Υπόδηση παρουσίασαν επίσης αυξήσεις, γεγονός που συνέβαλε στον πληθωρισμό, προσθέτοντας σημαντικές μονάδες στον γενικό δείκτη τιμών. Είναι αξιοσημείωτο ότι, για τρίτο συνεχόμενο μήνα, οι υπηρεσίες αυξάνονται με υψηλότερο ρυθμό από τα αγαθά. Οι τιμές αγαθών, όπως τα διαρκή αγαθά και τα είδη νοικοκυριού, παρουσίασαν πτώση κατά 0,9%, γεγονός που μετρίασε εν μέρει τις αυξήσεις στις υπηρεσίες.

Παρ’ όλα αυτά, οι αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και της στέγασης παραμένουν ανησυχητικές, καθώς το φυσικό αέριο σημείωσε άνοδο 28%, ενώ το ηλεκτρικό ρεύμα αυξήθηκε κατά 9,7%. Αυτές οι πιέσεις στις τιμές, σε συνδυασμό με τις αυξήσεις των ενοικίων και τη συντήρηση κατοικιών, δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενδέχεται να επηρεάσει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τη συνολική οικονομική σταθερότητα. Τέλος, τα πρόσφατα στοιχεία για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι αισιόδοξα.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το πρώτο εξάμηνο του έτους διαμορφώθηκε στα 8,8 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 693,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2023, κάτι που εκ των πραγμάτων στέλνει αρνητικό σήμα για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Και μετά το 2027;

Μετά το 2027, τα πράγματα δυσκολεύουν: η κλιματική κρίση θα βαθαίνει, η ψηφιακή μετάβαση θα δυσκολεύει, η διευθέτηση του χρέους θα βαραίνει τον προϋπολογισμό, οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες θα περιορίζουν την ευχέρεια της οικονομικής πολιτικής και, το κυριότερο όλων, το δημογραφικό πρόβλημα θα διογκώνεται. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, πρέπει επομένως να «εκμεταλλευτεί» η κυβέρνηση τη σημερινή συγκυρία, όπου η οικονομία βρίσκεται σε έναν ενάρετο κύκλο και να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης.

Πηγή: ΟΤ