Η τραγωδία στα Τέμπη παραμένει ανοιχτή πληγή στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν εκείνη η στιγμή που οι άνθρωποι ένιωσαν μια βαθύτερη ανασφάλεια. Ότι πια δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένες ούτε καν οι στοιχειώδεις εγγυήσεις που οφείλει το κράτος να παρέχει στους πολίτες.

Δεν ήταν τυχαίο ότι τότε κυριάρχησε το σύνθημα «από τύχη ζούμε». Ούτε ήταν τυχαίες οι μεγάλες κινητοποιήσεις που έγιναν τότε, ή το γεγονός ότι η πρόσφατη συναυλία όχι μόνο συγκέντρωσε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους αλλά ήταν πολλοί περισσότεροι εκείνοι που την παρακολούθησαν στο διαδίκτυο σε όλη τη χώρα, στέλνοντας εκκωφαντικό μήνυμα ότι κανείς δεν ξέχασε.

Ένα τέτοιο τραύμα με δύο τρόπους μπορεί να αντιμετωπιστεί, που ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Με γενναία ανάληψη ευθυνών – συμπεριλαμβανομένων των ποινικών – και παραδοχή των λαθών, των παραλείψεων και των καθυστερήσεων που οδήγησαν στην τραγωδία. Και με επιτάχυνση των αναγκαίων έργων, ώστε, τουλάχιστον, να μην επαναληφθεί.

Ένα τέτοιο τραύμα, στην ουσία του, δεν αντιμετωπίζεται και δεν επουλώνεται ποτέ με λογικές επικοινωνιακού damage control. Ούτε προφανώς με μία προσπάθεια να οχυρωθεί η κυβέρνηση απέναντι σε κάθε ουσιαστική απόδοση πολιτικών ευθυνών. Ούτε με μια ενορχηστρωμένη προσπάθεια (ενίοτε και με χαρακτηριστικά «μονταζιέρας») όλα να καταλήξουν στο «ανθρώπινο λάθος».

Ήταν οικτρή πλάνη της κυβερνητικής πλευράς ότι η κοινωνία έδωσε την ετυμηγορία της για την τραγωδία στα Τέμπη με το αποτέλεσμα των εκλογών του 2023.

Γιατί η εκλογική νίκη δεν ήταν ένα «απαλλακτικό βούλευμα» και αυτό κατέστη σαφές και στην πρόσφατη συναυλία, που έδειξε το πώς όντως σκέφτονται οι άνθρωποι γι’ αυτό το θέμα.

Όμως, φαίνεται ότι στην ευρύτερη κυβερνητική παράταξη, αυτό δεν το έχουν αντιληφθεί.

Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι δηλώσεις της ευρωβουλευτού της ΝΔ κ. Ελίζας Βόζεγμπερκ που κατηγόρησε την πρόεδρο του Συλλόγου «Τέμπη 2023», Μαρία Καρυστιανού ότι είναι καθοδηγούμενη, ότι η προσπάθειά της έχει ως αποτέλεσμα να δυσφημείται και να συκοφαντείται η χώρα, ότι οι συγγενείς των θυμάτων καθυστερούν τη δίκη.

Δεν είναι μόνο ο προσβλητικός και απαξιωτικός τόνος για μια γυναίκα που όχι μόνο βιώνει καθημερινά τις επιπτώσεις της τραγωδίας, αλλά και κάνει πραγματικό αγώνα για να αποκαλυφθούν τα αίτιά της και να αποδοθούν ευθύνες όπου πρέπει, όσο ψηλά και εάν βρίσκονται. Να γίνουν δηλαδή όλα όσα οφείλονται, αν δεν υποκύψουμε στην προσπάθεια παραχάραξης του αυτονόητου.

Είναι και η επιμονή σε μια αντίληψη ότι η κυβέρνηση επί της ουσίας δεν έχει ευθύνη και ότι δεν υπήρξαν πραγματικές παραλείψεις υπουργών που συνέβαλαν στο να μην ολοκληρωθούν αναγκαία έργα που θα απέτρεπαν την τραγωδία.

Και όταν αυτή η εξοργιστική διεκδίκηση ενός δικαιώματος στην ατιμωρησία έρχεται να συνδυαστεί με το να κατηγορείς ουσιαστικά τα θύματα, τότε έχουμε να κάνουμε με κυνισμό, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι.

Και κάνουν μεγάλο λάθος στην κυβέρνηση εάν πιστεύουν ότι ένας τέτοιος κυνισμός περνάει απαρατήρητος από την κοινωνία, όσα «τρολ» και εάν προσπαθήσουν να συκοφαντήσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσωπικότητες σαν την Καρυστιανού.

Όχι μόνο γίνεται αντιληπτός, αλλά προκαλεί και είναι ακριβώς αυτές οι πλευρές πραγματικής αλαζονείας στη διακυβέρνηση που εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί αυτή τη στιγμή το κυρίαρχο φαινόμενο που καταγράφεται σε δημοσκοπήσεις είναι η έντονη δυσαρέσκεια για τα κυβερνητικά πεπραγμένα.

Γι’ αυτόν τον λόγο ας σταματήσουν να βλέπουν «υποκινητές» και «καθοδηγήσεις» πίσω από όσες και όσους αγωνίζονται ώστε να υπάρξει κάποια δικαιοσύνη για τα θύματα και να μην ξαναζήσουμε τέτοια τραγωδία.

Γιατί είτε το θέλουν είτε όχι με την ευθύνη για τα Τέμπη θα αναμετρηθούν.