Κώστας Καρυωτάκης: «Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω»
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει
- Τεχνητή νοημοσύνη και ωδή στο γυμνό: Αυτές ήταν οι πιο τολμηρές φωτογραφίες την χρονιά του 2024
- Πρόστιμα και επιπλέον φόροι για όσους δεν κλείσουν εκκρεμότητες μέχρι το τέλος του χρόνου
- Μαζική επίθεση με drones σε ρωσική πόλη 1.000 χλμ από τα σύνορα - Απομακρύνθηκαν κάτοικοι
- Χιόνια σε ορεινές περιοχές της Θεσσαλονίκης - Πού απαιτούνται αντιολισθητικές αλυσίδες
Κάθαρσις
Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ (σ.σ. μάλλινο σκωτσέζικο ύφασμα από το οποίο ράβονταν κοστούμια και παλτά) –παφ, παφ, παφ, παφ–, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ «κύριε Άλφα».
Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ’χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…»
Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριέ μου».
Η οικογένεια Καρυωτάκη, πιθανώς το καλοκαίρι του 1913
Αλλά πρώτα-πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και, μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ…»
Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.
Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει (σ.σ. ως τόπος εξορίας υπονοείται εδώ η Πρέβεζα, όπου ο Καρυωτάκης έμελλε να αποβιώσει). Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει. […]
*Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά, επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, Εστία, Αθήνα, 1995.
Ένα από τα λιγοστά πεζά που έγραψε ο Καρυωτάκης —ως γνωστόν, ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την ποίηση—, και μάλιστα από τα τελευταία πριν από την αυτοχειρία του.
Κύρια χαρακτηριστικά του, η εμφανής ειρωνική διάθεση, ο εξομολογητικός χαρακτήρας, το πάθος και η οργή.
Στο γενικότερο έργο του Καρυωτάκη αντανακλάται η κοινωνική του συνείδηση, η πρόθεσή του για αμφισβήτηση και κοινωνική κριτική μέσω της σαρκαστικής ειρωνείας αλλά και της αμείλικτης σάτιρας.
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και απεβίωσε στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις