Αν δεν ήταν τραγικό, θα ήταν κάπως αστείο. Την Τετάρτη να βγαίνει η ευρωβουλεύτρια της Νέας Δημοκρατίας Ελίζα Βόζεμπεργκ και να ψέγει την Πρόεδρο του Συλλόγου Συγγενών Θυμάτων των Τεμπών, Μαρία Καρυστιανού που δεν εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη· και το επόμενο πρωί να έρχεται στο φως άλλη μια προκλητική κακοτοπία της εισαγγελίας στη διερεύνηση κάποιας μείζονος υπόθεσης. Συγκεκριμένα των υποκλοπών, όπου σύμφωνα με το InsideStory, δεν εμφανίστηκε ποτέ για κατάθεση o άνθρωπος που χρεώθηκε το κόστος για την αποστολή των επιμολυσμένων με το λογισμικό Predator SMS σε μια σειρά στόχων, από τον Αντώνη Σαμαρά μέχρι τον Νίκο Ανδρουλάκη, ενώ τα στοιχεία του ήταν σε γνώση της εισαγγελίας από το 2023.

Όσο σημαντική κι αν είναι αυτή η αποκάλυψη, δεν θα μπορούσαμε να βρούμε έναν άνθρωπο στην Ελλάδα -συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των δικαστικών- που κατ’ ιδίαν δεν θα θεωρούσε τέτοιες παρατυπίες αναμενόμενες. Κι εκεί αρχίζει η πραγματική παραφροσύνη. Γιατί αντίθετα με αυτό που ξέρουμε όλοι ανεξαιρέτως, μικροί και μεγάλοι, πατρίκιοι και πληβείοι, Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, Μητσοτάκηδες και μη, αυτό που ακούμε να επαναλαμβάνεται συνεχώς στους τηλεοπτικούς, ραδιοφωνικούς και κοινοβουλευτικούς άμβωνες είναι ακριβώς το αντίθετο: «εννοείται φυσικά ότι έχω εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη»· πάντα με την ίδια πλαστή επιτελεστικότητα που δεν πείθει κανέναν.

Δεν είναι εύκολο να εντοπίσουμε πότε ακριβώς κατέστη υποχρεωτική αυτή η δήλωση πίστης στη Δικαιοσύνη. Σίγουρα απέκτησε μεγάλη δημοφιλία στις έσχατες μέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όταν σχεδόν όλα τα στελέχη του πρώην κυβερνώντος κόμματος προσπαθούσαν να ισοσταθμίσουν τον μαξιμαλισμό τους στη διαχείριση της υπόθεσης Novartis με συστημικά διαπιστευτήρια, απ’ αυτά που αρέσουν στους κεντρώους συνομιλητές των πολιτικών ηγεσιών – και μόνο. Η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη έγινε η προφανής απάντηση στους αντιπάλους που κατηγορούσαν την τότε κυβέρνηση για παραθεσμική και εξωθεσμική συμπεριφορά και είναι πολύ πιθανό να ξεκίνησε ως μια στιγμιαία ρητορική ευρεσιτεχνία κάποιου επικοινωνιολόγου, με πολύ βραχεία ημιζωή, που θα περιέπιπτε σε αχρηστία με την αλλαγή του κύκλου των ειδήσεων.

Μπορεί να μην είναι η ειλικρίνεια αυτό που υπάρχει «μεταξύ κατεργαραίων» κατά το προσφιλές ρητό, σίγουρα όμως κάτι υπάρχει. Έτσι, οι δηλώσεις πίστης στη Δικαιοσύνη επιβίωσαν και αποδεικνύονται καθημερινά χρήσιμες στο πολιτικό σύστημα οριζοντίως και εν συνόλω. Η Δικαιοσύνη δεν χρήζει καμίας αμφισβήτησης και άρα καμίας μεταρρύθμισης, ενώ οποιαδήποτε υποψία πολιτικής ή επιχειρηματικής επιρροής στη λειτουργία της, μπορεί να παρακάμπτεται με μια αγανακτισμένη κραυγή «Θου, Κύριε».

Είναι λες και δεν βρήκαμε ποτέ τίποτα μεμπτό στο δικαστικό σύστημα. Λες και δεν εντοπίστηκαν ποτέ παραδικαστικά κυκλώματα που -γιατί άραγε;- δεν έχρισαν ποτέ πραγματικής διερεύνησης και διαλεύκανσης. Λες και δεν βλέπουμε συνεχώς προκλητικές αποφάσεις που απαξιώνουν το «κοινό περί Δικαίου αίσθημα», σαν να πρόκειται για το πόρισμα κάποιου Λαϊκού Δικαστηρίου και όχι αυτό που επιτάσσει η απλή λογική. Δεν είδαμε ποτέ ένα γερασμένο δικαστικό σώμα που δεν αποχουντοποιήθηκε ποτέ, ούτε τα υγιή στοιχεία του να εκβιάζονται από πρωταγωνιστές των τηλεπαραθύρων σε διατεταγμένη υπηρεσία. Δεν είδαμε ποτέ δικαστές κι ανώτατους εισαγγελείς να επιδεικνύουν τα φιλοκυβερνητικά τους διαπιστευτήρια, ούτε εξοργιστικές προτάσεις από το βήμα σαν να μην έχει προηγηθεί καμία εξέταση μαρτύρων και στοιχείων. Δεν είδαμε προκλητικές στρατηγικές συγκάλυψης σε μείζονος σημασίας υποθέσεις από τις αρχές, ούτε προαγωγές ανταμοιβής ή τιμωρίες δικαστικών ανάλογα με το αν υπήρξαν «καλά παιδιά» ή όχι. Δεν είδαμε δικογραφίες να γράφονται με πολλά χέρια από υπουργείο σε υπουργείο, πρωθυπουργούς να διατάζουν αρειοπαγίτες ή τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που τους συνδέουν με τα μεγάλα κόμματα. Και φυσικά, με τόση ομίχλη, δεν είδαμε ούτε τις μαζικές καταδίκες στο ΕΔΔΑ ή τα πορίσματα του Συμβουλίου της Ευρώπης που μιλούν για σμπαραλιασμένους θεσμούς.

Κι αφού δεν τα είδαμε όλα αυτά, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Τον ύπνο του Δικαίου, όπως θέλει, κάπως πικρά, ένα άλλο ρητό. Αναντίλεκτα.