Ο The Guardian το αποθεώνει, το ίδιο και κάθε κριτικός σε μουσικές ιστοσελίδες που χαιρετούν τη μεγάλη επιστροφή των θρύλων The Cure στη δισκογραφία μετά από μια μεγάλη σιωπή.

Η απουσία πλέον ανήκει στο παρελθόν και τα τραγούδια των Τhe Cure με τον πάντα χαρισματικό frontman Ρόμπερτ Σμιθ στα «στοιχειωμένα» φωνητικά, επιστρέφουν.

Την Παρασκευή το νέο στουντιακό άλμπουμ των The Cure -το πρώτο τους μετά το 2008- «Songs of a Lost World» είναι διαθέσιμο σε όλους έχοντας ήδη κερδίσει διθυραμβικές κριτικές.

Το 14ο άλμπουμ της μπάντας που σημάδεψε ανεξίτηλα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 με τραγούδια – ύμνους (Boys Don’t Cry, Close To Me και Friday I’m In Love κάποια μόνο από αυτά) κυκλοφορεί σε βινύλιο, CD, κασέτα και streaming.

«Το συγκρότημα βρίσκεται στο καλλιτεχνικό του απόγειο: μελαγχολικό και συγκινητικό, με δυναμικό ήχο που ταιριάζει με τη συναισθηματική επίδραση των στίχων»

«Στα καλύτερα τους!»

Οι πρώτες κριτικές είναι ήδη εξαιρετικά θετικές. Ο Τhe Guardian χαρακτήρισε το άλμπουμ ως το καλύτερο του γκρουπ μετά το «Disintegration» που κυκλοφόρησε το 1989.

«Το συγκρότημα βρίσκεται στο καλλιτεχνικό του απόγειο: μελαγχολικό και συγκινητικό, με δυναμικό ήχο που ταιριάζει με τη συναισθηματική επίδραση των στίχων», γράφει η κριτική του Guardian.

Στο «Songs of a Lost World», ο αειθαλής 65χρονος Ρόμπερτ Σμιθ τραγουδάει για τη μελαγχολία, μιλάει για τον θάνατο και το πένθος.

«Ο θάνατος είναι δυστυχώς όλο και περισσότερο παρών κάθε μέρα. Όταν είσαι νέος, τον ρομαντικοποιείς. Μετά αρχίζει να συμβαίνει στη στενή σου οικογένεια και τους φίλους σου. Και πλέον είναι μια διαφορετική ιστορία», είπε στο BBC πριν από το κυκλοφορία του άλμπουμ.

Τα τραγούδια του άλμπουμ είναι «σε μια σειρά με τέτοιο τρόπο που σε οδηγεί κάπου», ανέφερε σε συνέντευξή του που αναρτήθηκε στη σελίδα του συγκροτήματος στο YouTube.

«Διαρκεί περίπου 50 λεπτά και καταλήγεις σε διαφορετικό μέρος από αυτό που ξεκίνησες. Ελπίζω ο κόσμος να μας ακολουθήσει», πρόσθεσε ο Σμιθ.

Μια επιστροφή που άργησε πολύ

Οι The Cure κυκλοφόρησαν την τελευταία δισκογραφική τους δουλειά (το «4.3 Dream») το 2008.

Η επιστροφή δεν είναι τυχαία. Το συγκρότημα, που δημιουργήθηκε το 1976 στο Κρόλεϊ στο Σάσεξ στη νότια Αγγλία, και το οποίο έχει πουλήσει περισσότερα από 30 εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο, συνεχίζει να γεμίζει αίθουσες και στάδια όπου και αν εμφανιστεί.

Τον Ιούλιο του 2018, οι Cure γιόρτασαν τα 40 χρόνια καριέρας τους σε μια συναυλία στο γρασίδι του Hyde Park, στο Λονδίνο, μπροστά σε 65.000 κόσμο.

Ακόμη και αν ο επιδραστικός frontman είπε πρόσφατα στους Times του Λονδίνου πως σκοπεύει να αποσυρθεί σε πέντε χρόνια από τώρα, αυτή η δουλειά δεν τον επιβεβαιώνει.

«Το 2029 θα είμαι 70 ετών. Και αυτό ήταν. Αν φτάσω μέχρι εκείνη την ηλικία. Έχω κάνει μια πολύ προνομιακή ζωή. Δεν μπορώ να πιστέψω πόσο τυχερός ήμουν. Εξακολουθώ να κάνω αυτό που ήθελα πάντα, αλλά το γεγονός ότι είμαι ακόμα όρθιος είναι ίσως το καλύτερο πράγμα που μου έτυχε. Γιατί υπήρξαν στιγμές που δεν πίστευα ότι θα έπιανα τα 30, 40, 50» είπε.

Με κριτικούς να σχολιάζουν ότι πρόκειται για ένα άλμπουμ που συνοψίζει την πορεία τους και την κάνει επανεκκίνηση στη μπάντα το «Songs Of A Lost World», μάλλον δεν λέει απόλυτη αλήθεια. ΑΝ πάλι είναι ειλικρινής, η καθολική αποδοχή της νέας δουλειάς τους μάλλον θα τον προβληματίσει για την επιλογή του.

Σε 49 λεπτά και οκτώ τραγούδια, η θλίψη γίνεται κάθαρση, οι The Cure βρίσκουν ξανά την κρουφή της γοητευτικά σκοτεινής τέχνης τους και τα τραγούδια που ήρθαν από ένα χαμένο κόσμο μας δείχνουν το δρόμο μπροστά.