Εκάτης πάθη

Je suis sûre qu’elle est vierge.
Elle a la beauté d’ une vierge…
Qui, elle est vierge. Elle ne s’est
jamais souillée.

Oscar Wilde – Salomé

Απόψε πρόβαλε γυμνή, σαν τέρας, η Σελήνη,
κι άβυσσος πόθου τη δονεί:
την είδαν όλοι, από νωρίς, τις πόρπες της να λύνει,
σα να διψούσεν ηδονή…

Τι να ’δε, ξάφνου, εδώ, στη γη, και τόσο το λιμπίστη,
που έχουν με πάθος κρεμαστεί,
σα να’ θελαν να λυτρωθούν, απ’ την παλιά την πίστη,
κι οι δυο της οι νεκροί μαστοί;

Παρθένα, στείρα και βουβή, κι όμοια με σαλαμάντρα,
στα βάθια βράδια τ’ αττικά,
πώς έτσι, απόψε, φρένιασε να σμίξει τρελά μ’ άντρα,
και φλογερά, κι εκστατικά;

Τι κι αν η νύχτα γέρνει αργά, μες στα πυκνά τα ερέβη,
κι αλλόκοτα μεθούν οι ανθοί;
Στη δύση, εκείνη, μοναχή, που κείτεται και ρεύει,
ζητεί του κάκου να ευφρανθεί…


Το ποίημα του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη «Εκάτης πάθη» πρωτοδημοσιεύτηκε στο Πανελλήνιον Ημερολόγιον του 1927. Το φεγγάρι όπως και η νύχτα ή το φως των κεριών υπήρξε ένα από τα βασικά μοτίβα της ποιητικής του Λαπαθιώτη, ο «λυρικός τόπος» για την ποίησή του. Στο συγκεκριμένο ποίημα η Σελήνη-Εκάτη (οι δύο θεές, συγγενείς προς την Αρτέμιδα, συνδέονταν μεταξύ τους από την αρχαιότητα) προσωποποιείται σε μια ακόρεστη και λάγνα γυναίκα, γεμάτη πάθη.


Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες ποιητικές φυσιογνωμίες του Μεσοπολέμου, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 31 Οκτωβρίου 1888.

Ο Λαπαθιώτης άρχισε να ασχολείται με την ποίηση από την παιδική του κιόλας ηλικία, με την ενθάρρυνση του πατέρα του.


Πρωτοεμφανίστηκε επισήμως στα γράμματα το 1905, στο περιοδικό «Νουμάς», ενώ το 1907 δημιούργησε μαζί με άλλους εννέα λογοτέχνες νεαρής ηλικίας το περιοδικό «Ηγησώ».

Ο Λαπαθιώτης σπούδασε νομικά, αλλά δεν άσκησε ποτέ τη δικηγορία και δεν μπόρεσε ποτέ να βρει το κλειδί του βιοπορισμού και της αποτελεσματικής διαχείρισης τού καθ’ ημέραν βίου.


Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, αριστερά, και ο ξάδελφός του Σπύρος Τρικούπης

Αινιγματικός και ιδιόρρυθμος, ευαίσθητος και κλεισμένος στον εαυτό του, ο ομοφυλόφιλος Λαπαθιώτης ήταν υπέρμαχος της θεωρίας «η τέχνη για την τέχνη».

Ενδίδοντας στις απολαύσεις του σώματος και του πνεύματος κατά το καβαφικό πρότυπο, και σε αντίθεση με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής του περί της ηθικής και παιδευτικής αξίας της τέχνης, ο Λαπαθιώτης υπήρξε εκπρόσωπος του κινήματος του αισθητισμού.


Το ποιητικό έργο του υπήρξε μικρό σε όγκο αλλά αξιοπρόσεκτο από ποιοτικής απόψεως, γι’ αυτό και θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της νεοσυμβολιστικής και νεορομαντικής σχολής.


Στο έργο του Λαπαθιώτη κυριαρχούν ο θάνατος, ο πόνος, η θλίψη, τα δάκρυα, η πληθώρα των υποκοριστικών.


Η ποιητική δημιουργία του διακρίνεται για τη μουσικότητα των στίχων, τη μετρική ποικιλία και την αγνή λυρική διάθεση.


Ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944 και κηδεύτηκε με έρανο ύστερα από τέσσερις ημέρες.