Θανάσης Βαλτινός: Το κλεφτοφάναρο της ιδεολογίας
Η ζεστή ανάσα του δρώντος και πάσχοντος ανθρώπου
Ας υποθέσουμε ότι, μετά διακόσια-τριακόσια χρόνια, θα έχουν καταστραφεί όλα τα στοιχεία της ανθρώπινης μνήμης, ότι θα έχουν εξαφανισθεί όλα τα ίχνη που μαρτυρούν για το πέρασμα του ανθρώπου πάνω από τούτη τη γη, ότι θα έχουν καταστραφεί τα μνημεία, τα αγάλματα, οι φωτογραφίες, τα φιλμ, οι αναμνηστικές επιγραφές, τα βιβλία, οι βιβλιοθήκες, τα αρχεία, ας υποθέσουμε ακόμη ότι θα έχουν ξεχασθεί όλες οι ιστορίες, τα παραμύθια, τα τραγούδια, κι ότι σ’ εκείνην εκεί τη μακρινή εποχή του μέλλοντος, που ούτε καν να τη φανταστούμε εμείς σήμερα μπορούμε, οι άνθρωποι θα διαθέτουν μονάχα το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού, την Ορθοκωστά, ως μόνη μαρτυρία και μοναδικό τεκμήριο για το πώς ήταν η ζωή κι ο πόλεμος τα χρόνια 1943-45 στα μέρη της ορεινής Αρκαδίας και Γορτυνίας, στα γύρω από το μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, «Ορθοκωστά επιλεγόμενον» —ένα ανέλπιστο εύρημα θα ’λεγε κανείς μετά τον χαλασμό των στοιχείων της ζωής που έφερε η αμνησία και η επιλησμονή—, ας υποθέσουμε ότι οι απόγονοί μας θα ήθελαν να φαντασθούν και ν’ αναπλάσουν την ιστορία των μακρινών τους προγόνων μόνο με όσα μολογιούνται στο μυθιστόρημα αυτό — να, όπως οι σημερινοί άνθρωποι προσπαθούν να ζωντανέψουν τη ζωή της εποχής του ανθρώπου του Νεάντερταλ διαθέτοντας μονάχα μια δυο μασέλες και λίγες χοντροπελεκημένες πέτρες, εργαλεία που άφησε εκείνος ο ανθρωποειδής πρόγονος — τότε, λοιπόν, μετά διακόσια-τριακόσια χρόνια, οι απόγονοί μας ένα μόνο συμπέρασμα θα μπορούσαν να βγάλουν.
Πιο σωστά, ένα μόνο συμπέρασμα θα ήταν λογικά θεμιτό να βγάλουν με βάση τα τεκμήρια απ’ την Ορθοκωστά του Βαλτινού: ότι οι άνθρωποι που ζούσαν στη Γορτυνία και την Αρκαδία το 1943-45 ήταν κάτι ζουλάπια, κάτι ανθρωπόμορφα κτήνη, στους οποίους ο πολιτισμός δεν είχε καταπραΰνει και ημερέψει τα ένστικτα της επιθετικότητας, γι’ αυτό σαν ξυπνούσαν κάθε πρωί έπαιρναν ένα μαχαίρι κι έκοβαν ο ένας το λαρύγγι του άλλου. Οι Ελασίτες τους Ταγματασφαλίτες, οι Ταγματασφαλίτες τους Ελασίτες, οι «εθνικιστές» τους κομμουνιστές, οι κομμουνιστές έκαναν σφαχτούς αθώους χωριάτες που με τη σειρά τους κι αυτοί, για ν’ αμυνθούν, πήγαιναν στην Τρίπολη, ντύνονταν Ταγματασφαλίτες κι επέστρεφαν στα καμένα απ’ τους Ελασίτες χωριά τους για να συνεχίσουν το χορό του θανάτου και του αίματος. Πότε πότε εμφανίζονταν και κάτι ουρανοκατέβατοι Γερμανοί, έσφαζαν, έκαιγαν κι αυτοί. Ο ρόγχος του θανάτου και το βογγητό του ξυλοδαρμού εσκέπαζαν τις θείες μελωδίες που οι τρίσμοιροι καλόγεροι της Ορθοκωστάς ανέπεμπαν στους ουρανούς.
[…]
Είτε πρόκειται για την Ορθοκωστά του Βαλτινού είτε για τον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόι είτε για τους Σουάν του Μπαλζάκ, δεν διαβάζουμε τα μυθιστορήματα αυτά για να μάθουμε την ιστορία του Εμφυλίου στην Πελοπόννησο ή του πατριωτικού πολέμου στη Ρωσία της ναπολεόντειας εποχής ή την εξέγερση της Βανδέας στη Γαλλική Επανάσταση. Παρεμπιπτόντως συμβαίνει κι αυτό, αλλά κυρίως την αλήθεια του συγγραφέα αναζητούμε, τον φωτισμό που δίνει στην εποχή, τις αντιφάσεις των ηρώων που υφίστανται την ιστορία καθώς τη δημιουργούν, τις αξίες που είναι εγγεγραμμένες στη δράση τους, τον ψυχισμό και την προσωπικότητα των ηρώων. Είτε πρόκειται για τον ψυχισμό των ηρώων είτε για τις ιδέες τους είτε για τις πράξεις τους, ο λογοτέχνης, δίκην ηδονοβλεψία, μας εισάγει στον βιωμένο και βιωματικό κόσμο των ηρώων, κι απ’ αυτή την άποψη μάς διδάσκει όχι όπως ο επιστήμονας που μας παρέχει γνώσεις από μιαν απόσταση, αλλά μας διδάσκει με τη ζεστή ανάσα του ίδιου του δρώντος και πάσχοντος ανθρώπου, που δεν μπορεί να πάρει καμιάν απόσταση από το βίωμά του. Ο λογοτέχνης αποκαλύπτει τον ανθρώπινο τύπο μέσα στην εποχή του, τον ζωντανεύει λέμε, τον βάζει να μιλά, να μας μιλά όπως ο διπλανός μας, τον φέρνει μπροστά μας με σάρκα και οστά. Κι έτσι παίζεται το παιχνίδι της αλήθειας και της επιλησμονής.
Της αλήθειας και της επιλησμονής. Αλήθεια: μια ενεργητική αλλά αρνητική στάση απέναντι στη λήθη. Επιλησμονή: μια ενεργητική κι αυτή αλλά θετική στάση απέναντι στη λήθη. Ρέπουμε οι άνθρωποι προς τη δεύτερη· αλίμονο, είναι αδύνατο να ζήσεις έχοντας συνεχώς μπροστά σου τα όσα έζησες ο ίδιος, τα όσα έζησαν οι άλλοι συνοδοιπόροι της ζωής και οι μυριάδες ζωές που προηγήθηκαν. Θα σταματούσε η ζωή μέσα σ’ αυτό το κυνήγι της ουτοπίας να τα ξέρουμε όλα, να τα θυμόμαστε όλα. Αλλά και είναι, πάλι, αδύνατο να ζήσουμε χωρίς να παλεύουμε ενάντια σ’ αυτό το πέπλο της λήθης που μας βαραίνει τα μάτια. Η λογοτεχνία, και ειδικά το μυθιστόρημα, είναι το καλύτερο, το αρτιότερο μέσον που βρήκαν ως τώρα οι άνθρωποι να μένουν ξύπνιοι, να μην τους βαραίνει τα βλέφαρα ο νυσταγμός της καθημερινότητας. […]
Ο σημερινός αφηγητής, δηλαδή ο συγγραφέας (σ.σ. ο Βαλτινός), ανατοποθετούμενος μέσω των ηρώων-αφηγητών σ’ εκείνη την εποχή, έχει ξεχάσει όλα τα άλλα κατηγορήματα του εαυτού του και των αντιπάλων του, έχει ξεχάσει ακόμη και τον ίδιο τον πόλεμο που έφτιαξε τα αντίπαλα στρατόπεδα και όπλισε το χέρι των ανθρώπων. Ο συγγραφέας βλέπει μόνο το οπλισμένο χέρι, το μαχαίρι. Τα άλλα, οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, ο ΕΛΑΣ, οι αντάρτες, οι μάχες, οι ιδέες, οι ιδεολογίες, οι νίκες, οι ήττες, η επιστράτευση του κόσμου στην Αντίσταση, ο Κανελλόπουλος, ο Άρης, ο Περκεζές, ο Παπαδόγκωνας, ο Κονταλώνης, ο Γιαννακόπουλος είναι σκιές που περνάνε απλώς στον ορίζοντα του ζόφου.
Δεν είναι «ξεχασιάρης» ο Βαλτινός. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο ξεχασιάρης, κανείς δεν βάζει τα πάντα στο ίδιο τσουβάλι, πετώντας και το ίδιο το τσουβάλι. Απλώς, ως ρεαλιστή, δεν τον ενδιαφέρουν τα άλλα, δηλαδή τα διακυβεύματα της εποχής. Θέλοντας να απομυθοποιήσει μιαν εν πολλοίς μυθοποιημένη ιστοριογραφία, όπου συμφύρονται αγιογραφίες, μαρτυρολόγια, ηρωογραφίες, δαιμονολογίες και αποσιωπήσεις, μια ιστοριογραφία εξωραϊσμού που κατανάλωσαν γενιές αριστερών, πήγε πολύ μακριά, πήρε τόσο μεγάλη απόσταση από τα πράγματα που κοιτάζοντας πίσω του βλέπει μόνο το ματωμένο μαχαίρι στα γύρω απ’ την Ορθοκωστά μέρη. Όπως κάθε ιχνηλάτης, είχε κι αυτός το φανάρι του για να φωτίσει τον σκοτεινιασμένο δρόμο: την ιδεολογία του. Το φανάρι του ωστόσο αποδεικνύεται κλεφτοφάναρο που δεν μπορεί να φωτίσει το τοπίο, φτιάχνει μόνο μια μικρή φωτεινή τρύπα, μια μαύρη τρύπα.
Είπα εδώ για το κλεφτοφάναρο της ιδεολογίας. Θέλω να πω βέβαια για την ιδεολογία της Ορθοκωστάς, αυτήν που, υπόρρητα ή ρητά, είναι εγγεγραμμένη μέσα στις 47 ιστορίες και τις 340 σελίδες. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την ιδεολογία του κόκκινου και του μαύρου φασισμού. Μια ιδεολογία που κυριαρχεί όχι μόνο στην Ορθοκωστά αλλά παντού όπου γίνεται λόγος για τον Παγκόσμιο Πόλεμο, παντού όπου ο λόγος περί Παγκόσμιου Πολέμου καλείται να καταργήσει τον ρόλο της Αριστεράς σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, παντού όπου καλείται να αποδώσει αυτή την ανήκουστη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων στους εξτρεμιστές των δύο άκρων, στους «αψίκορους και των δύο πλευρών», που λέει ο Βαλτινός. Ο καθένας σήμερα μπορεί να συνομολογήσει ότι τότε, στα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφυλίου, υπήρξαν οι εκατέρωθεν φανατικοί, οι εξτρεμιστές, οι μισαλλόδοξοι. Ο καθένας σήμερα βγάζει έξω από την ιστορία τους κόκκινους και μαύρους φονιάδες, ο καθένας καταδικάζει τις σφαγές των Ελασιτών στην Ορθοκωστά, στον Αχλαδόκαμπο, στον Μελιγαλά, όπως και τις σφαγές των Ταγματασφαλιτών σ’ όλο τον Μοριά, κι έτσι το υπόλοιπο της ιστορίας αποκαθαίρεται όπως όταν βγαίνει η τρίχα απ’ το βούτυρο, από φόβο άλλωστε συχνά μην τυχόν μας βγει στο σόι κάποιος πατέρας ή παππούς φονιάς και μισαλλόδοξος φανατικός, οπότε άντε να κοιμηθείς ήσυχος έχοντας φορτωθεί την ενοχή του. Μπορούν να κοιμηθούν ήσυχα οι σημερινοί Γερμανοί αν θυμηθούν ότι ήταν οι πατεράδες τους και οι μανάδες τους, κι όχι μόνον οι φανατικοί ναζί περί τον Χίτλερ, που έστειλαν έξι εκατομμύρια Εβραίους στο Άουσβιτς;
Η Ορθοκωστά είναι ένα μυθιστόρημα του οποίου η αλήθεια είναι το ελαφρό ροχαλητό στον υπνάκο της επιλησμονής. Δεν θα υποστηρίξω την άποψη ότι οι Ελασίτες δεν έκαναν θηριωδίες. Έκαναν. Ούτε ότι οι φόνοι των Ελασιτών ήταν λιγότεροι από εκείνους των Ταγματασφαλιτών. Δεν είναι καντάρια καλαμπόκι οι θηριωδίες για να τις μετρήσουμε και ποσοτικοποιώντας τες να φτιάξουμε τους καλούς με τις λιγότερες και τους κακούς με τις περισσότερες. Ούτε θα υποστηρίξω ότι οι θηριωδίες των μεν ήταν δικαιωμένες ιστορικά και των άλλων άδικες. Οι φόνοι είναι φόνοι. «Αναγκαίοι» ή μη, «υπερβολικοί» ή όχι, δεν παύουν ποτέ να είναι φόνοι, βία, και το αποτέλεσμα που φέρνουν δεν παύει ποτέ να είναι αποτέλεσμα του βιασμού και του φόνου, η λύση που δίνουν δεν παύει ποτέ να είναι η λύση που υπαγορεύει το ένστικτο κι όχι ο πολιτισμός.
Θέλω, όμως, να καταλάβω ρωτώντας: γιατί οι άνθρωποι σ’ αυτά τα ίδια χωριά πέντε χρόνια πριν δεν σκότωναν τους συγχωριανούς τους, γιατί σήμερα δεν κάνουν το ίδιο; Τι τους έπιασε κι αγρίεψαν ξαφνικά, γιατί ξύπνησε μέσα τους το άγριο θηρίο για πέντ’-έξι χρόνια; Αυτό το ερώτημα δεν το έθεσε στην Ορθοκωστά ο Βαλτινός. Δεν το έθεσε διότι δεν το είχε, είδε την ιστορία κι έφτιαξε τους ήρωές του χωρίς αυτή την απορία. Ήταν σίγουρος δηλαδή, μ’ εκείνη τη σιγουριά που του δίνει η θριαμβεύουσα σήμερα θεωρία του κόκκινου και του μαύρου φασισμού, κραταιωμένη από το ρεύμα του ιστορικού αναθεωρητισμού και δικαιωμένη, αφού όχι μόνο ο ναζισμός νικήθηκε αλλά και το άλλο άκρο της ανθρώπινης μισαλλοδοξίας, ο κομμουνισμός, νικήθηκε κι αυτός.
[…]
*Αποσπάσματα από έξοχο κριτικό κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Άγγελου Ελεφάντη (1936-2008), εμβληματικής φυσιογνωμίας της ελληνικής Ανανεωτικής Αριστεράς. Είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ο Πολίτης» (τεύχος 126, Ιούνιος-Ιούλιος 1994) και αφορούσε το μυθιστόρημα του Θανάση Βαλτινού «Ορθοκωστά» (εκδόσεις «Άγρα», 1994).
Ο Άγγελος Ελεφάντης
Ο διακεκριμένος συγγραφέας και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός, στον οποίον αφιερώσαμε νωρίτερα σήμερα ένα ακόμα άρθρο μας, έφυγε χθες από τη ζωή, πλήρης ημερών και βιωμάτων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις