Υπό κανονικές συνθήκες ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας άνθρωπος που το 2021 πρακτικά εξώθησε έναν όχλο να εισβάλει στο κτίριο του Καπιτωλίου στην Ουάσιγκτον, αμφισβητώντας το αποτέλεσμα των εκλογών, θα έπρεπε να μην έχει καμία θέση στην πολιτική ζωή της ισχυρότερης – προς το παρόν τουλάχιστον – χώρας του πλανήτη.

Ιδίως όταν τα χρόνια που ακολούθησαν ούτε από την απλουστευτική και σχεδόν συνωμοσιολογική του αντίληψη απομακρύνθηκε, ούτε σταμάτησε τις ρατσιστικές και ακροδεξιές αναφορές.

Μόνο που δεν είμαστε εδώ και καιρό σε μια κανονική συνθήκη. Ή, για να το πω διαφορετικά, αυτό που κάποτε θεωρούσαμε «έκτακτο γεγονός» είναι σήμερα η «νέα κανονικότητα». Και πλάι στα «ακραία καιρικά φαινόμενα» που γίνονται όλο και πιο συχνά, έχουμε και περισσότερα «ακραία πολιτικά φαινόμενα».

Και έτσι παρότι υποτίθεται ότι ακόμη και το κατεστημένο των Ρεπουμπλικάνων δεν τον ήθελε, ο Τραμπ κατάφερε να κατοχυρωθεί ως ο βασικός υποψήφιος και τώρα να διεκδικεί με αξιώσεις την προεδρία, βοηθούμενος βέβαια και από ένα αρχαϊκό εκλογικό σύστημα που έχει καταλήξει όλα να παίζονται σε έναν μικρό αριθμό Πολιτειών, που όποιος υποψήφιος τις κερδίσει έχει κερδίσει και την πλειοψηφία στο Εκλεκτορικό Κολέγιο.

Πώς, όμως, φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση; Εδώ θα πρέπει να αποφύγουμε το λάθος που συχνά κάνουμε στην Ευρώπη όταν βλέπουμε τις αμερικανικές εκλογές και θεωρούμε ότι όλα κρίνονται στην επικοινωνία. Σαφώς και παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά κυρίως κρίνονται στο πώς ο κάθε υποψήφιος επικοινωνεί συγκεκριμένες θέσεις που αφορούν με τρόπο άμεσο το εκλογικό ακροατήριο ή σημαντικά τμήματά του.

Δηλαδή οι πολίτες σταθμίζουν εάν θα πληρώσουν λιγότερους ή περισσότερους φόρους, εάν θα έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας ή όχι, εάν θα δημιουργηθούν νέες καλά πληρωμένες βιομηχανικές θέσεις εργασίας (ή εάν θα χαθούν θέσεις στον ενεργειακό κλάδο εξαιτίας της «Πράσινης Μετάβαση»), τι θα γίνει με τις εισαγωγές από την Κίνα και άλλες χώρες, εάν θα μπορούν να προχωρήσουν σε άμβλωση, ποια πολιτική θα ακολουθηθεί για τη μετανάστευση, εάν θα αντιμετωπιστεί ο ενδημικός ακόμη ρατσισμός, εάν θα ενισχυθεί ο ρόλος της θρησκείας στην κοινωνική ζωή ή όχι. Και σε αυτή τη βάση επιλέγουν τι θα ψηφίσουν.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι πολώσεις είναι σε μεγάλο βαθμό αρθρωμένες γύρω από αυτά τα ζητήματα, έτσι ώστε οι Δημοκρατικοί να κερδίζουν τη ψήφο των Μαύρων, των γυναικών, των πιο μορφωμένων στρωμάτων, των περισσότερων συνδικαλισμένων εργατών, και οι Ρεπουμπλικάνοι να θεωρούν ότι έχουν με το μέρος τους σημαντικό μέρος των λευκών εργαζομένων, ιδίως όσων δεν έχουν πάει Κολέγιο ή τις συντηρητικές και ιδιαίτερα θρησκευόμενες περιοχές.

Αυτό επίσης εξηγεί γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις το κρίσιμο δεν είναι να πάρει κάποιος υποψήφιος μια ολόκληρη κοινωνική κατηγορία, αλλά να ενισχύσει την παρουσία του μέσα σε αυτή. Για παράδειγμα, για τον Τραμπ το σημαντικό  δεν είναι να πάρει την πλειοψηφία των Μαύρων ή των Ισπανόφωνων, αλλά να πάρει περισσότερους Μαύρους ή Ισπανόφωνος από την προηγούμενη φορά, επενδύοντας π.χ. στις προτάσεις του για την οικονομία. Αντίστοιχα, ο Τραμπ ξέρει ότι στη νεανική ψήφο είναι δεύτερος, αλλά τον ενδιαφέρει να πάρει περισσότερους νέους από την προηγούμενη φορά.

Πάνω σε αυτή τη βάση είναι που παίζει ρόλο η επικοινωνία. Όταν για παράδειγμα ο Τραμπ πηγαίνει και σερβίρει πατάτες σε ένα κατάστημα McDonald’s στην Πενσυλβάνια, ξέρει ότι αγγίζει ένα κρίσιμο κομμάτι εργαζομένων χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση σε αυτή την Πολιτεία – που είναι η πιο κρίσιμη αυτή τη στιγμή για την εκλογή του. Όταν εμφανίζεται να οδηγεί ένα σκουπιδιάρικο παίζει με το αντανακλαστικό συσπείρωσης που προκάλεσε η απαξιωτική δήλωση του Μπάιντεν για τους ψηφοφόρους του Τραμπ.

Και βέβαια, μπορεί να προκάλεσαν μεγάλο σοκ τα γεγονότα του 2021, όμως φαίνεται ότι για ένα σημαντικό μέρος του αμερικανικού οικονομικού κατεστημένου, ο Τραμπ είναι η καλύτερη λύση, είτε γιατί στηρίζει τα ορυκτά καύσιμα και τις εξορύξεις, είτε γιατί υποστηρίζει μια αποφασιστικότερη τοποθέτηση των ΗΠΑ στον εμπορικό πόλεμο που ούτως ή άλλως είναι σε εξέλιξη με την Κίνα. Γι’ αυτό έχει και σημαντική υποστήριξη και από μεγιστάνες της υψηλής τεχνολογίας.

Και βέβαια, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις ρόλο παίζει και ο αντίπαλος. Και το πρόβλημα της Κάμαλα Χάρις δεν είναι ότι μπήκε αργά στην κούρσα, άλλωστε αρχικά φάνηκε να αλλάζει τα δεδομένα και τους συσχετισμούς. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να πείσει εκείνο το εύρος του εκλογικού σώματος που παραμένει δύσπιστο, καθώς μετράει περισσότερο τις επιπτώσεις από την έκρηξη του κόστους ζωής ή την ανασφάλεια για τις θέσεις εργασίας στον κλάδο του, παρά πιο γενικές τοποθετήσεις για μια πιο δημοκρατική ή συμπεριληπτική διακυβέρνηση.

Και μπορεί τα πράγματα στις ΗΠΑ να είναι πολύ διαφορετικά από ό,τι στην Ευρώπη, από το εκλογικό σύστημα έως το πραγματικό εύρος των εξουσιών του Προέδρου και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, όμως κανείς μπορεί να βγάλει μερικά σημαντικά συμπεράσματα: Μπορεί να δει για παράδειγμα ότι η απλή κινδυνολογία για τον λαϊκισμό ή την ακροδεξιά, από μόνη της δεν αποτρέπει την ενίσχυσή τους. Ότι τα ζητήματα που αφορούν το εισόδημα, τις θέσεις εργασίας, την αγοραστική δύναμη, μπορεί να μετρούν περισσότερο από τα ζητήματα «ταυτότητας». Ότι το πώς απαντά κανείς σε ένα βαθύτερο αίσθημα ανασφάλειας που διαπερνά σημαντικά τμήματα των κοινωνιών παραμένει η μεγάλη πρόκληση. Ότι όταν οι ίδιοι οι πολιτικοί έχουν κάνει την πολιτική θέαμα, τότε ακόμη και τα «καραγκιοζιλίκια» αποκτούν πολιτική βαρύτητα. Ότι το «οποιοσδήποτε εκτός από τον εκάστοτε “πολιτικό δαίμονα”» (εν προκειμένω τον Τραμπ) είναι μια συνταγή εγγυημένης πολιτικής αποτυχίας. Ότι όταν το δίλημμα είναι ανάμεσα στη λαϊκίστικη Ακροδεξιά και ένα Κέντρο που γίνεται όλο και πιο «Ακραίο Κέντρο», δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα κερδίσει το δεύτερο.

Και όλα αυτά δείχνουν ότι και στη δική μας μεριά, με τις προφανώς πολύ διαφορετικές συνθήκες και τις διαφορετικές θεσμικές και εκλογικές παραδόσεις, καλό είναι να συνειδητοποιήσουμε ότι η απλή καταδίκη του λαϊκισμού (ιδίως όταν συνοδεύεται από λογικές «δύο άκρων») και της ακροδεξιάς καθόλου δεν μειώνουν την επιρροή τους όταν το αντίπαλο δέος είναι ένας σκληρός – και συχνά αυταρχικός – νεοφιλελευθερισμός, έστω και με επίκληση «πολιτικής ορθότητας». Αντιθέτως, θα ενισχύονται τέτοιες δυναμικές, όσο δεν εμφανίζονται ισχυρές πολιτικές προτάσεις που να μπορούν να απαντήσουν στις πραγματικές αγωνίες ανθρώπων που ολοένα και περισσότερο αισθάνονται «έξω από το κάστρο», αδικημένοι και παραγκωνισμένοι.