Στίβεν Ράνσιμαν: Το 1453 μέσα στο μεγάλο ρεύμα της ιστορίας
Το τέλος μιας παλιάς ιστορίας, της ιστορίας του βυζαντινού πολιτισμού
Είναι εύκολο να υποστηριχθή ότι μέσα στο μεγάλο ρεύμα της ιστορίας το έτος 1453 δεν είναι πολύ σημαντικό. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ήδη καταδικασμένη. Είχε χάσει έδαφος, πληθυσμό και πλούτο, και ήταν μοιραίο να πεθάνη οπότε οι Τούρκοι θα αποφάσιζαν να κινηθούν για να της καταφέρουν το τελευταίο πλήγμα.
Η εικόνα των Βυζαντινών σοφών να σπεύδουν στην Ιταλία επειδή η πόλις τους έπεσε, δεν είναι ορθή. Η Ιταλία, εδώ και μία γενιά, ήταν ήδη γεμάτη από Βυζαντινούς δασκάλους· και από τις δύο μεγάλες μορφές Ελλήνων διανοουμένων που ζούσαν το 1453, η μία, ο Βησσαρίων, βρισκόταν ήδη στην Ιταλία, ενώ η άλλη, ο Γεννάδιος, παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολι. Εάν το εμπόριο των ιταλικών λιμανιών έμελλε να φθίνη, τούτο οφείλεται περισσότερο στην ανακάλυψι των υπερποντίων οδών παρά στον τουρκικό έλεγχο των Στενών. Είναι αλήθεια ότι η Γένοβα παρήκμασε γρήγορα μετά το 1453· αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στην επισφαλή θέσι της στην Ιταλία. Η Βενετία διετήρησε ένα ζωντανό λεβαντίνικο εμπόριο για πολλά ακόμα χρόνια. Το γεγονός ότι οι Ρώσοι εμφανίσθηκαν τώρα σαν πρόμαχοι της Ορθοδοξίας και ότι η Μόσχα ορθώθηκε σαν τρίτη Ρώμη, δεν αποτελούσε επαναστατική επινόησι. Η ρωσική σκέψις έτεινε ήδη προς την κατεύθυνσι αυτή, με τις ρωσικές στρατιές να απωθούν τους άπιστους Ταρτάρους στις στέππες, ενώ η Κωνσταντινούπολις βυθιζόταν όλο και περισσότερο στη φτώχεια κι’ έκανε ένα ανίερο παζάρευμα με τη Δύσι.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 13.6.1965, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όλοι αυτοί οι σπόροι είχαν ήδη ριχθή. Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως επιτάχυνε μόνο τον θερισμό. Εάν ο Σουλτάνος Μωάμεθ ήταν λιγώτερο αποφασισμένος, ή ο Χαλίλ Πασάς περισσότερο πειστικός, η εάν η βενετσιάνικη αρμάδα είχε ανοιχθή στο πέλαγος δεκαπέντε μέρες νωρίτερα, ή εάν στην τελευταία κρίσιμη στιγμή ο Τζιουστινιάνι δεν είχε πληγωθή και η κρυφή πύλη της Κερκόπορτας δεν είχε μείνει ορθάνοιχτη, λίγα πράγματα θα είχαν μακροπρόθεσμα αλλάξει. Το Βυζάντιο θα είχε ίσως επιζήσει για άλλη μια δεκαετία και η τουρκική προέλασις στην Ευρώπη θα είχε καθυστερήσει. Αλλά η Δύσις δεν θα είχε επωφεληθή από την αναστολή. Αντίθετα, θα είχε θεωρήσει τη διάσωσι της Κωνσταντινουπόλεως σαν ένα σημάδι ότι ο κίνδυνος δεν ήταν, επιτέλους, τόσο άμεσος. Θα είχε στρέψει με ανακούφισι την προσοχή της στις υποθέσεις της· και μετά από λίγα χρόνια οι Τούρκοι θα είχαν εξαπολύσει μία νέα επίθεσι.
Παρ’ όλα αυτά, η ημερομηνία της 29ης Μαΐου 1453 σημειώνει μια καμπή στην ιστορία. Σημειώνει το τέλος μιας παλιάς ιστορίας, της ιστορίας του βυζαντινού πολιτισμού. Για χίλια εκατό χρόνια ορθωνόταν στον Βόσπορο μία πόλις όπου εθαύμαζαν τη διανόησι και μελετούσαν και διατηρούσαν τη γνώσι και τα γράμματα του κλασικού παρελθόντος. Χωρίς τη βοήθεια των Βυζαντινών σχολιαστών και αντιγραφέων ελάχιστα πράγματα θα ξέραμε σήμερα για τη λογοτεχνία της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν, ακόμα, μία πόλις οι κυβερνήτες της οποίας για αιώνες ενέπνευσαν και υποστήριξαν μία σχολή τέχνης που δεν έχει την όμοιά της στην ανθρώπινη ιστορία, μια τέχνη που πήγασε από το συνεχώς μεταβαλλόμενο αμάλγαμα ανάμεσα στη δροσερή και εγκεφαλική ελληνική αίσθησι της αρμονίας των πραγμάτων και στο βαθύ θρησκευτικό αίσθημα το οποίο έβλεπε στα έργα τέχνης την ενσάρκωσι του Θείου και την καθοσίωσι της ύλης. Ήταν, ακόμα, μια μεγάλη κοσμοπολίτικη πόλις, όπου μαζί με τα εμπορεύματα ανταλλάσσονταν ελεύθερα ιδέες, και οι πολίτες της οποίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους όχι σαν μια φυλετική ενότητα, αλλά σαν τους κληρονόμους της Ελλάδας και της Ρώμης, καταξιωμένους από τη χριστιανική πίστι.
Όλα αυτά είχαν τώρα τελειώσει. Η νέα κυρίαρχη φυλή απέτρεψε τους χριστιανούς υπηκόους από τη μάθησι. Χωρίς την προστασία μιας ελεύθερης κυβερνήσεως η βυζαντινή τέχνη άρχισε να παρακμάζη. Η νέα Κωνσταντινούπολις ήταν μια μεγαλόπρεπη πόλις, πλούσια και πυκνοκατοικημένη και κοσμοπολίτικη και γεμάτη από κομψά οικοδομήματα. Αλλά η ομορφιά της ήταν η έκφρασις της κοσμικής αυτοκρατορικής δυνάμεως των Σουλτάνων και όχι του επίγειου βασιλείου του χριστιανικού Θεού· ακόμα και οι κάτοικοί της είχαν ξεχωριστές θρησκείες. Η Κωνσταντινούπολις αναγεννήθηκε για να γίνη ο πόλος έλξεως των επισκεπτών για πολλούς αιώνες· αλλά ήταν η Ιστανμπούλ και όχι το Βυζάντιο.
Τίποτε λοιπόν δεν απέδωσε η γενναιότητα των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου; Έκανε εντύπωσι στον Σουλτάνο, όπως εμφαίνεται από την αγριότητά του μετά την άλωσι της Πόλης. Δεν θα διακινδύνευε πια με τους Έλληνες. Ανέκαθεν θαύμαζε την ελληνική μάθησι· ανεκάλυπτε τώρα ότι το ηρωικό ελληνικό πνεύμα δεν είχε τελείως πεθάνει. Είναι πιθανό ότι, όταν αποκαταστάθηκε η ησυχία, ο θαυμασμός του τον ενεθάρρυνε να προσφέρη καλύτερη μεταχείρισι στους Έλληνες υπηκόους του. Οι όροι που του απέσπασε ο Πατριάρχης Γεννάδιος επανένωσαν την ελληνική Εκκλησία και το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού κάτω από μία αυτόνομη αρχή. Το μέλλον δεν επρόκειτο να είναι εύκολο για τους Έλληνες. Τους έδωσαν υποσχέσεις ειρήνης και δικαιοσύνης και δυνατοτήτων εμπλουτισμού. Ήσαν όμως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η δουλεία επιφέρει αναπόφευκτα την ηθική κατάπτωσι· και οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις επιπτώσεις της. Άλλωστε, εξαρτώντο σε τελευταία ανάλυσι από την καλή θέλησι του αυθέντη τους. Εφ’ όσον ζούσε ο Πορθητής Σουλτάνος, η τύχη τους δεν ήταν τόσο κακή.
Αλλά ήλθαν στον θρόνο Σουλτάνοι που δεν είχαν γνωρίσει τον πολιτισμό του Βυζαντίου και που ήσαν περήφανοι να είναι οι Αυτοκράτορες του Ισλάμ, Χαλίφες και Αρχηγοί των Πιστών. Γρήγορα το μεγάλο οικοδόμημα της οθωμανικής διοικήσεως παρήκμασε. Οι Έλληνες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά με τον δόλο, την αδικία με την απιστία και τη μηχανορραφία με άλλη μηχανορραφία. Η ιστορία των Ελλήνων κάτω από την τουρκική κυριαρχία είναι μελαγχολική και καθόλου εποικοδομητική. Όμως, παρ’ όλα τα λάθη και τις αδυναμίες της, η Εκκλησία επέζησε, και όσο η Εκκλησία επιζούσε, ο ελληνισμός δεν πέθαινε.
Η Δυτική Ευρώπη, με τις προπατορικές αναμνήσεις του φθόνου της για τον βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να κατηγορούν τους Ορθοδόξους ως αμαρτωλούς σχισματικούς και κατατρυχόμενη από ένα συναίσθημα ενοχής, γιατί στο τέλος εγκατέλειψε την Πόλι, προτίμησε να ξεχάση το Βυζάντιο. Δεν μπορούσε να ξεχάση το χρέος της στους Έλληνες· είδε όμως το χρέος της ως οφειλόμενο μόνο στους κλασικούς χρόνους. Οι φιλέλληνες που ήλθαν να λάβουν μέρος στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας μιλούσαν για τον Θεμιστοκλή και τον Περικλή, αλλά ποτέ για τον Κωνσταντίνο. Πολλοί Έλληνες διανοούμενοι ακολούθησαν το παράδειγμά τους, παίρνοντας τον στραβό δρόμο στον οποίο τους οδήγησε ο κακός δαίμων του Κοραή, μαθητή του Βολταίρου και του Γκίμπον, για τον οποίο το Βυζάντιο ήταν ένα άσχημο διάλειμμα δεισιδαιμονίας, που καλύτερα ήταν να αγνοηθή. Γι’ αυτό και ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας ποτέ δεν απέληξε στην απελευθέρωσι του ελληνικού λαού, αλλά μόνο στη δημιουργία ενός μικρού Βασιλείου της Ελλάδας.
Στα χωριά οι άνθρωποι ήσαν σοφώτεροι. Εκεί θυμόνταν τους θρήνους που έγιναν όταν έφθασε το νέο ότι η Πόλη έπεσε, τιμωρημένο από τον Θεό για τη χλιδή της, την υπερηφάνειά της και την αποστασία της, αλλά πολεμώντας μια ηρωική μάχη έως το τέλος. Θυμόνταν αυτή τη φοβερή Τρίτη, μια μέρα την οποία όλοι οι αληθινοί Έλληνες θεωρούν ακόμα κακότυχη· αλλά οι καρδιές τους σκιρτούσαν και το θάρρος τους αναπτερωνόταν όταν διηγόντουσαν για τον τελευταίο χριστιανό Αυτοκράτορα, μαχόμενο στο ρήγμα, εγκαταλελειμμένο από τους Δυτικούς συμμάχους, αποκρούοντας τους άπιστους, έως ότου το μεγάλο πλήθος τον κατενίκησε και πέθανε έχοντας για σάβανό του την Αυτοκρατορία.
*Κείμενο προερχόμενο από το συγγραφικό πόνημα του Στίβεν Ράνσιμαν «Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως 1453» (Cambridge University Press, 1965). Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 13 Ιουνίου 1965, στο πλαίσιο δημοσιεύματος που έφερε τον τίτλο «Η Άλωση της Πόλης».
Ο διαπρεπής άγγλος βυζαντινολόγος σερ Στίβεν Ράνσιμαν (Steven Runciman) δίδαξε στα Πανεπιστήμια Κέμπριτζ και Κωνσταντινουπόλεως, ενώ διετέλεσε διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου στη χώρα μας από το 1945 έως το 1947.
Ο φιλελληνικών αισθημάτων Ράνσιμαν, ο οποίος κατέλιπε ένα ιδιαίτερα αξιόλογο —από την άποψη τόσο του όγκου όσο και του επιπέδου— συγγραφικό έργο, γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου 1903 και απεβίωσε την 1η Νοεμβρίου 2000.
- Μπαρτζώκας: «Έρχεται τη Δευτέρα ο Μενσά – Ήταν το 5ο ματς σε 10 μέρες»
- Μπένι Γκαντζ: Ο Νετανιάχου σαμποτάρει τη συμφωνία για τους ομήρους
- Κουτσούμπας: Δεν συμφωνώ με την άποψη ότι «το ΚΚΕ δεν θέλει να κυβερνήσει», έχουμε πρόγραμμα εξουσίας
- Γκουαρδιόλα, ο πραγματικός υπεύθυνος για την κρίση της Σίτι
- Οι λύκοι επέστρεψαν στον Ταΰγετο έναν αιώνα μετά
- Daniel: «Δεύτερα Χριστούγεννα ξεσπιτωμένοι» – Κάτοικος της Φιλιππούπολης Λάρισας ξεσπά στο in