Ισως η πλέον συζητημένη ταινία τρόμου της χρονιάς, το «The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης» της Κοραλί Φαρζά φέρνει στην οθόνη τη Ντέμι Μουρ και το alter ego της Μάργκαρετ Κουάλεϊ σε ένα γκροτέσκο σχόλιο επάνω στο κυνήγι της νεότητας στη βιομηχανία του θεάματος και απαιτεί την προσοχή σας στις νέες ταινίες της εβδομάδας.

Η ταινία της Κοραλί Φαρζά, που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ των Καννών, δεν προσεγγίζει το φεμινιστικό της δράμα με μία κοινωνική ματιά, αλλά μπαίνει στον κινηματογραφικό τρόμο, σοκάροντας με τις εικόνες της, ακόμη και το εξοικειωμένο κοινό, από τη σωρεία κινηματογραφικών αναφορών, που ξεκινούν από το ιταλικό giallo και τους Ντέιβιντ Λιντς και Ντε Παλμα και φτάνουν στον πρώιμο Κρόνεμπεργκ ή ακόμη και στον Ρόμπερτ Ζεμέκις και το «Ο Θάνατος σου Πάει Πολύ».

Λίγα λόγια για την ταινία

Η Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, μία κάποτε βραβευμένη ηθοποιός, με αστέρι στη Hollywood Boulevard και τώρα γυμνάστρια ενός πρωινού τηλεοπτικού σόου (η παραπομπή στην Τζέιν Φόντα βγάζει μάτι) θα βρεθεί απολυμένη, λόγω ηλικίας, από τον γλοιώδη διευθυντή του καναλιού.

Μυστηριωδώς, θα ανακαλύψει μία ουσία που υπόσχεται να βγάλει από μέσα της τον καλύτερο εαυτό της και θα τη δοκιμάσει πάνω της, βγάζοντας από το σώμα της έναν νεότερο, ομορφότερο και σφριγηλό κλώνο της. Όμως, η συνταγή της νεότητας θα στραβώσει επικίνδυνα με τραγικές συνέπειες, καθώς ο κλώνος μεθυσμένος από τα νιάτα και τη δημοσιότητα, θα αρχίσει να κλέβει τον χρόνο της Ελίζαμπεθ.

Υπόκλιση στη Ντέμι Μουρ

Αν εξαιρέσουμε το αξιοσημείωτο ενδιαφέρον που προκαλεί το στόρι στην αρχή και η παρατήρηση ότι η ανδροκρατία πάντα θα βρίσκει τρόπο να στρέφει τη μία γυναίκα εναντίον της άλλης, η ταινία πολύ γρήγορα αρχίζει να χάνει στροφές και η αφήγηση να πατά σε γνώριμες συνταγές. Ακόμη και το επιχείρημα της σκηνοθέτιδας, ότι «το αντρικό βλέμμα είναι μία παγίδα από την κόλαση», αυτό επαναλαμβάνεται μονότονα με μία απλοϊκότητα που φτάνει στα όρια της παρωδίας.

Επιπλέον, μέσα στα 140 λεπτά της υπερβολικής διάρκειας του φιλμ, δεν βρίσκει χρόνο να μας γνωρίσει καλύτερα την ηρωίδα της, να μας φέρει κοντά στο σύμπαν του θεάματος και της αγριότητάς του, αλλά αρκείται στα υποτυπώδη και βεβαίως, στις πολλές γυμνές σκηνές της Μουρ και της Κουάλεϊ και τις υπερβολικές δόσεις του σωματικού τρόμου, που κορυφώνονται σε ένα αποκρουστικό και οργιαστικό κρεσέντο στο φινάλε.

Η Ντέμι Μουρ, δεν έγινε ξαφνικά καλή ηθοποιός, αλλά η αφοσίωσή της στον χαρακτήρα, που δεν απέχει πολύ από τον εαυτό της, είναι άξια σεβασμού, όπως και η τόλμη της να γυρίσει αρκετές γυμνές σκηνές, έχοντας να αντιμετωπίσει την ταλαντούχα και γεμάτη σφρίγος και ομορφιά Μάργκαρετ Κουάλεϊ.

Εντελώς λάθος, η προσέγγιση του χαρακτήρα του διευθυντή του καναλιού, που υποδύεται ο Ντένις Κουέιντ, καθώς είναι τόσο αποκρουστικά γλοιώδης, που δεν μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά, αν και δεν αποκλείεται κάτι τέτοιοι τύποι να κάνουν κουμάντο στα αμερικάνικα κανάλια.

Προπώληση εισιτηρίων στο inTickets.