Ο Οδυσσέας Ελύτης (1911–1996), ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της νεότερης Ελλάδας και βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979, υπήρξε ένας αληθινός πνευματικός δημιουργός που μετουσίωσε την ελληνική φύση, το φως και τον πολιτισμό σε υψηλή ποίηση.

Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης και μεγαλωμένος στην Αθήνα, ο Ελύτης ανέπτυξε ένα μοναδικό ποιητικό ύφος, που συνδύαζε τον μοντερνισμό με βαθιές ρίζες στην ελληνική παράδοση. Το έργο του είναι ένας ύμνος στη ζωή και στον άνθρωπο, διαπνέεται από μια αίσθηση ελευθερίας, και φέρνει στο επίκεντρο τη φωτεινότητα του Αιγαίου και τη σοφία της ελληνικής φύσης.

Από τα σημαντικότερα έργα του είναι το Άξιον Εστί, που αποτελεί μια σύνθεση λυρικής και επικής ποίησης εμπνευσμένη από τον αγώνα και το πνεύμα του ελληνικού λαού, και το Μονόγραμμα, ένα από τα πιο συγκινητικά ερωτικά ποιήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Το Νόμπελ Λογοτεχνίας ήταν η επιστέγαση της λογοτεχνικής του πορείας, αναγνωρίζοντας την πρωτοτυπία και τη δύναμη των ποιητικών εικόνων του, που διαπλάθουν το πνευματικό τοπίο της Ελλάδας και την εσωτερική αναζήτηση του ανθρώπου.

Παρά την παγκόσμια αναγνώριση, η προσωπικότητα του Ελύτη παραμένει μυστηριώδης. Ο ποιητής είχε κάποιες ιδιαίτερες εμπειρίες και προσωπικές στιγμές που αποκαλύπτουν πτυχές της πολυδιάστατης ζωής του. Ακολουθούν πέντε άγνωστες ιστορίες που φωτίζουν την προσωπικότητα και το ήθος του.

Οι ιστορίες αυτές αναδεικνύουν πτυχές της ζωής και της προσωπικότητας του Οδυσσέα Ελύτη, ενός ποιητή που σμίλεψε την ελληνική γλώσσα και κατέγραψε τις ανησυχίες, τις χαρές και τις οδύνες της ελληνικής ψυχής. Αφήνει παρακαταθήκη το έργο του ως έναν διαχρονικό θησαυρό, που εμπνέει ακόμα όσους τον ανακαλύπτουν μέσα από τις λέξεις του. Ο μεγάλος Έλληνας ποιητής γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911.

Ο Οδυσσέας Ελύτης στο αλβανικό μέτωπο

Ο Οδυσσέας Ελύτης, αν και φαινόταν «εύθραυστος» και ευαίσθητος στους γνωστούς του, κατατάχθηκε το 1940 και υπηρέτησε στην πρώτη γραμμή του αλβανικού μετώπου ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Στην πορεία προς το μέτωπο, έζησε από πρώτο χέρι την τραγικότητα του πολέμου και βίωσε τον κίνδυνο κατάματα. Κατά τη διάρκεια μιας μάχης, τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσμα βλήματος και για αρκετές ώρες έμεινε αβοήθητος στο χιόνι, παλεύοντας να επιβιώσει. Αυτή η εμπειρία όχι μόνο τον σημάδεψε, αλλά επηρέασε και τη μετέπειτα ποιητική του γραφή, δίνοντάς του τα εφόδια να ενσωματώσει στις εικόνες του τόσο τη θηριωδία όσο και την ακατάλυτη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής.

Η «σχεδόν δολοφονία» του από τον στρατό και η απώλεια που τον καθόρισε

Ο ποιητής θεώρησε πως η πολιτική του στρατού εκείνη την εποχή αψηφούσε την ανθρώπινη ζωή και τον έθεσε σε θανάσιμο κίνδυνο χωρίς να λάβει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υγείας του. Παρ’ όλα αυτά, το βίωμα αυτό ενίσχυσε την αίσθηση του χρέους του απέναντι στην πατρίδα και στους ανθρώπους της, ένα χρέος που είναι έντονο στα ποιήματά του και ιδιαίτερα στο Άξιον Εστί.

Ωστόσο, πολλοί άντρες δεν ήταν τόσο τυχεροί όσο ο Ελύτης και δεν επιβίωσαν του πολέμου. Μεταξύ αυτών και ο φίλος του Ελύτη και ποιητής, Γιώργος Σαραντάρης. Θα μπορούσε να μην υπηρετήσει, καθώς από μικρός ζούσε στην Ιταλία. Ωστόσο, επέλεξε να αφήσει τις ανέσεις της ευκατάστατης οικογένειάς του και να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο Σαραντάρης πέθανε στο μέτωπο από τύφο, σε ηλικία μόλις 32 ετών. Τον θάνατό του ο Ελύτης τον αποκάλεσε «σχεδόν δολοφονία».

«Ήταν η πιο άδικη απώλεια […] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της.

Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου – ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα-, θα μπορούσε να ΄ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου».

Το Νόμπελ που αρνήθηκε να μοιραστεί με τον Ρίτσο

Το 1979, όταν το όνομα του Ελύτη βρέθηκε στη λίστα υποψηφίων για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, η Σουηδική Ακαδημία σκεφτόταν το ενδεχόμενο να δώσει το βραβείο από κοινού σε εκείνον και στον Γιάννη Ρίτσο. Ωστόσο, οι δύο ποιητές, αν και συνδέονταν από βαθιά φιλία και εκτίμηση, αρνήθηκαν να το μοιραστούν. Για τον Ελύτη, η τέχνη και η προσωπική δημιουργία ήταν κάτι βαθιά προσωπικό και ξεχωριστό. Το ίδιο πίστευε και ο Ρίτσος, και η ιδέα του να μοιραστούν αυτόν τον ανώτερο λογοτεχνικό τίτλο φαινόταν αταίριαστη και για τους δύο.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση, ο Ελύτης κατάφερε να κερδίσει το βραβείο «για την ποίηση του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία». «Από τη Βρετανίδα Ντόρις Λέσσινγκ, τον Γκράχαμ Γκρην, τον Τούρκο Γιοσάρ Κεμάλ που ήταν από τους επικρατέστερους υποψηφίους, η Σουηδική Ακαδημία προτίμησε τον Οδυσσέα Ελύτη, παρόλο που το έργο του είναι αμετάφραστο στα σουηδικά» έγραψε η Associated Press.

Όταν τελικά το βραβείο κέρδισε ο Ελύτης, ο Ρίτσος δήλωσε: «Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στον μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ.

Όσο για τον Ελύτη, είπε αναφερόμενος στους επικριτές του (που ήταν μάλλον περισσότερο φαν του Ρίτσου): «Αιώνες τώρα φωνάζω Ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας».

Η ιστορία πίσω από το ψευδώνυμό του

Το πραγματικό όνομα του Οδυσσέα Ελύτη ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Αν και προερχόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια, αποφάσισε να μην χρησιμοποιήσει το επώνυμο του για να αποφύγει οποιοδήποτε είδος ευνοιοκρατίας και να προστατεύσει την ιδιωτική του ζωή. Επέλεξε το ψευδώνυμο Ελύτης, που παραπέμπει στο ελληνικό τοπίο, τη θάλασσα και τα νησιά, τρία στοιχεία που συνέθεταν τη βάση της ποίησής του. Το όνομα αυτό αντικατοπτρίζει τη βαθιά σύνδεσή του με την Ελλάδα και την επιθυμία του να εκπροσωπήσει τους ανθρώπους και τον τόπο που τον γέννησε και τον ενέπνευσε.

«Χρειάστηκε να πάρω μια απόφαση για το τι όνομα θα έβαζα σαν υπογραφή. Ήθελα να υπάρχει κάποιο ψευδώνυμο. Επειδή πάντοτε οι λέξεις που άρχιζαν από “ελ” μου ασκούσαν μια μαγεία, είτε διότι ήταν η Ελλάδα, είτε ήταν η ελπίδα, είτε μια Ελένη, που ίσως ήμουν τότε ερωτευμένος, η ελευθερία, όλες αυτές οι λέξεις που αρχίζουν από “ελ”, σκέφτηκα το αρχίσω έτσι», εξήγησε ο ίδιος.

«Κατόπιν ήταν το γράμμα “υ” που για μένα είναι το πιο ελληνικό γράμμα. Άλλωστε νομίζω και οι Γάλλοι για να το λένε “i grec” θα πει ότι είναι ελληνικό. Έβαλα μετά το “ελ” το “υ”, δεν χρειαζόταν λοιπόν παρά να βάλω μια κατάληξη που να είναι και λίγο πιο αρχαιοπρεπής, αν θέλετε, “υτης”. Ενώ έψαχνα στην αρχή να βάλω κάτι μεταξύ του “ελ” και του “της” έβαλα το “υ” και βγήκε το Ελύτης», πρόσθεσε.

Όταν η Ρένα Κουμιώτη δεν τον αναγνώρισε

Μια τρυφερή και κάπως χιουμοριστική ιστορία είναι εκείνη που αφορά τη γνωριμία του Ελύτη με την Ρένα Κουμιώτη, μία από τις σπουδαιότερες τραγουδίστριες του ελληνικού πενταγράμμου.

Το 1972 πραγματοποιήθηκε η ηχογράφηση του ιστορικού δίσκου της εταιρείας LYRA «Το θαλασσινό τριφύλλι» σε στίχους Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Λίνου Κόκοτου με ερμηνευτές τη Ρένα Κουμιώτη και τον Μιχάλη Βιολάρη.

Όταν συναντήθηκαν στο στούντιο την ημέρα της ηχογράφησης, η τραγουδίστρια δεν τον αναγνώρισε. «Κυρία μου, να συστηθώ… Οδυσσέας Ελύτης», της είπε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της. Η απλότητα με την οποία αντιμετώπισε την κατάσταση δείχνει την ανεπιτήδευτη πλευρά του ποιητή και την ταπεινότητά του απέναντι στη διασημότητά του, ακόμα και σε ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου.

* Πηγή: Grace