Θα περίμενε κανείς πως το κόμμα στις ΗΠΑ που υποστηρίζει αναφανδόν το Ισραήλ και που προκάλεσε πολέμους με εκατομμύρια θύματα στη Μέση Ανατολή, δηλαδή το Ρεπουμπλικανικό, να είναι υπέρ μια επιθετικής εξωτερικής πολιτικής. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι σιλουέτες «περιστεριών» και «γερακιών» στους σκοτεινούς καιρούς που ζούμε δεν είναι τόσο ευδιάκριτες, ενόψει των εκλογών.

Μιλώντας στις 26 Οκτωβρίου στην εκπομπή Tim Dillon Show, ο υποψήφιος για την αντιπροεδρία και συνυποψήφιος του Ντόναλντ Τραμπ για τις προεδρικές εκλογές του 2024, Τζι Ντέι Βανς αναγνώρισε το δικαίωμα του Ισραήλ να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά είπε κάτι που δεν σχολιάστηκε ιδιαίτερα: Προειδοποίησε ότι «το συμφέρον της Αμερικής μερικές φορές θα είναι διαφορετικό [από το Ισραήλ]. Μερικές φορές θα έχουμε αλληλοκαλυπτόμενα συμφέροντα και μερικές φορές θα έχουμε ξεχωριστά συμφέροντα».

Διευκρίνισε μάλιστα ότι το συμφέρον των ΗΠΑ «είναι να μην πολεμήσουν ενάντια στο Ιράν». Ένας τέτοιος πόλεμος, τόνισε ο Βανς, «θα αποτελούσε τεράστιο περισπασμό των πόρων» και «θα ήταν πολύ δαπανηρός για τη χώρα μας».

Μια τέτοια παρατήρηση έχει μεγάλη σημασία δεδομένου ότι στην προεκλογική περίοδο –λόγω και της ισχύος του εβραϊκού λόμπι- όταν πρόκειται για το Ισραήλ, αυτό που συνήθως προσφέρουν οι περισσότεροι πολιτικοί των ΗΠΑ είναι «σιδερένια» δέσμευση της Ουάσιγκτον για την ασφάλεια του Ισραήλ και τις προσπάθειες εναντίωσης σε κράτη παρίες, όπως το Ιράν.

Νεοσυντηρητικοί, που υποστήριξαν τους πολέμους του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, στη Μέση Ανατολή, «μετανάστευσαν» στο Δημοκρατικό Κόμμα.

O Βανς μάλιστα έφτασε στο σημείο όχι μόνο να αποφύγει τις επιθετικές κορώνες εναντίον του Ιράν στην εκπομπή της παρουσιάστριας του CBS, Μάργκαρετ Μπρέναν, αλλά δήλωσε πως «η διπλωματία δεν είναι μια βρώμικη λέξη», υποδηλώνοντας ένα πιθανό άνοιγμα για συνομιλία με την Τεχεράνη.

Πολλοί έχουν κατηγορήσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ότι ακολουθεί ευκαιριακή πολιτική όταν κάνει λόγο για εγκράτεια στην εξωτερική πολιτική, υπονοώντας ότι ο μόνος πόλεμος που δεν άρεσε στους Ρεπουμπλικάνους ήταν αυτός στην Ουκρανία, καθώς θεωρήθηκε τέκνο του Δημοκρατικού Κόμματος, δηλαδή ήταν ένας πόλεμος για την προαγωγή δήθεν των φιλελεύθερων σκοπών.

Όπως σημειώνει σε ανάλυσή του στο περιοσικό The American Conservative, ο ειδικός αναλυτής στις Βρυξέλλες, Έλνταρ Μάμεντοφ, ο Βανς απλά υποστηρίζει ότι ο πόλεμος έχει εξουθενώσει και τις δύο χώρες και ότι ήταν τώρα «η ώρα να σταματήσουμε να σκοτώνουμε».

Φαίνεται πως η εναντίωση πολλών Ρεπουμπλικανών σε πολεμικές περιπέτειες δεν είναι μια οπορτουνίστικη κίνηση, σύμφωνα με τον Μάμεντοφ. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται από δηλώσεις άλλων σημαντικών Ρεπουμπλικανών, όπως ο Έλμπριτζ Κόλμπι, ο πρώην υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Πενταγώνου και ισχυρός υποψήφιος για σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, ο οποίος ομολόγησε ότι είναι ενάντιος στην ιδέα μιας άκρως επιθετικής, άγρια επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής που θα μας έφερνε σε πολλούς πολέμους και θα τους χάναμε».

Αντίθετα, νεοσυντηρητικοί, ο Ουίλιαμ Κρίστολ και ο Ρόμπερτ Κάγκαν, οι οποίοι παραιτήθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο της Washington Post επειδή η εφημερίδα δεν υποστήριξε την Κάμαλα Χάρις για την προεδρία, μεταναστεύουν στο Δημοκρατικό κόμμα.

«Τόσο ο Κρίστολ όσο και ο Κάγκαν είναι αμετανόητοι υποστηρικτές για την εισβολή στο Ιράκ πριν από περίπου 20 χρόνια. Και η Χάρις βρήκε έναν κοινό σκοπό με έναν βασικό αρχιτέκτονα εκείνου του πολέμου – τον πρώην αντιπρόεδρο Ντικ Τσέινι και την κόρη του –επίσης γεράκι- την πρώην βουλευτή Λιζ Τσέινι.

Η απερχόμενη κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έβαλε σε εφαρμογή το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας THAAD στο Ισραήλ και έστειλε Αμερικανούς να το καταστήσουν λειτουργικό για την αποτροπή πιθανών ιρανικών επιθέσεων -χωρίς να περιορίσει τις ενέργειες κλιμάκωσης του ίδιου του Ισραήλ- «παίζει με τις ζωές των Αμερικανών με τρόπο που μπορεί να αφήσει δεκάδες νεκρούς από αντίποινα από το Ιράν ή τις ιρακινές πολιτοφυλακές», προειδοποιεί o Τρίτα Πάρσι, αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Κουίνσι.

Βέβαια, για τον ειδικό, τίποτα από αυτά, φυσικά, δεν σημαίνει ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ενός φαινομενικά εγκρατούς Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και ενός φιλοπόλεμου Δημοκρατικού Κόμματος. «Εναι πιο περίπλοκο από αυτό» λέει καθώς «μερικοί φιλοπόλεμοι Ρεπουμπλικάνοι φέρονται να εξετάζονται για τοποθέτησή τους σε βασικές θέσεις εθνικής ασφάλειας σε ενδεχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, όπως ο Ρικ Γκρένελ, ο πρώην πρεσβευτής στη Γερμανία και ο γερουσιαστής του Αρκάνσας Τομ Κότον και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.

Ταυτόχρονα, υπάρχουν Δημοκρατικοί υπέρ της αυτοσυγκράτησης, όπως ο σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής της αντιπροέδρου Χάρις, Φίλιπ Γκόρντον, που έχουν επισημανθεί για τις κορυφαίες θέσεις εθνικής ασφάλειας σε περίπτωση που κερδίσει ο Χάρις. Αντλώντας από τη δική του εκτεταμένη εκτελεστική εμπειρία, ο Γκόρντον έγραψε ένα λογικό βιβλίο για τη ματαιότητα των πολέμων αλλαγής καθεστώτος στη Μέση Ανατολή. Σημειώνεται όμως ότι ο Γκόρντον έχει υποστηρίξει τη διχοτόμηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, οπότε για την Ελλάδα και την Κύπρο δεν είναι καλοδεχόμενο περιστέρι.

Το ότι οι ανερχόμενοι Ρεπουμπλικάνοι με επιρροή, όπως ο Βανς και ο Κόλμπι αντιτίθενται στους «παντοτινούς πολέμους», ενώ οι Δημοκρατικοί ασπάζονται την επιθετικότητα, είναι ενδεικτικό για το πού μπορεί να φτάσουν  και τα δύο κόμματα όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, καταλήγει ο αναλυτής στις Βρυξέλλες.