Σε κάμψη η καταναλωτική εμπιστοσύνη την ίδια ώρα που η απαισιοδοξία των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση έχει ανοδική τάση σύμφωνα με το βαρόμετρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ) για το β’ εξάμηνο του 2024. Η περιορισμένη αγοραστική δύναμη των πολιτών, απόρροια της ακρίβειας, οδηγεί σε γκρίζα μονοπάτια την κατεύθυνση της οικονομίας.

Με την ακρίβεια να συνεχίζεται και τον πληθωρισμό στην Ελλάδα να παρουσιάζει άνοδο της τάξης του 0,2%, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η αίσθηση για την γενική οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώνεται με τα νοικοκυριά, σύμφωνα με το βαρόμετρο του ΕΒΕΘ, να είναι απαισιόδοξα ως προς την βελτίωση της κατάστασης.    

Στο 3,2% διαμορφώθηκε ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τον Οκτώβριο (από 3,1% τον Σεπτέμβριο) και στο 2% στην ευρωζώνη (από 1,7% τον Σεπτέμβριο), σύμφωνα με τη Eurostat

Τα στοιχεία στην Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης («βαρόμετρο ΕΒΕΘ») για το δεύτερο εξάμηνο του 2024 προέρχονται από δείγμα 1.500 ερωτώμενων (800 επιχειρήσεων και 700 καταναλωτών) και καλύπτουν  και τους τέσσερις τομείς της οικονομίας (βιομηχανία, μεταποίηση, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές).

Η έρευνα παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο ΕΒΕΘ, όπου ανέλυσαν τα ευρήματα της ο Α΄ Αντιπρόεδρος του ΕΒΕΘ, Εμμανουήλ Βλαχογιάννης, και ο Διευθυντής Ερευνών της εταιρίας Palmos Analysis, Πασχάλης-Αλέξανδρος Τεμεκενίδης.

Βασικά συμπεράσματα

Σε σχέση με τους καταναλωτές της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης καταγράφονται: 

  • Αρνητική αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών για το διάστημα που προηγήθηκε και αυξημένη απαισιοδοξία για την περαιτέρω εξέλιξή της, σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο. Συγκεκριμένα, αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που προβλέπουν επιδείνωση (50% από 42%) της κατάστασής τους και μειώνεται το ποσοστό όσων προβλέπουν βελτίωση ή σταθεροποίηση από το 52% στο 44%. 
  • Μειώνεται στο 7% από το 14% το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας βελτιώθηκε πολύ ή αρκετά κατά το προηγούμενο 12μηνο. Παράλληλα, μειώνεται το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η γενική οικονομική κατάσταση της χώρας θα βελτιωθεί κατά το επόμενο δωδεκάμηνο (11% έναντι αντίστοιχου ποσοστού 17% τον Μάρτιο του 2024).
  • Η ακρίβεια και η αύξηση των τιμών καταναλωτή ήταν ιδιαιτέρως αισθητές κατά τη διάρκεια της χρονιάς που μας πέρασε από το σύνολο σχεδόν των καταναλωτών, ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης, ωστόσο στο τελευταίο εξάμηνο η αίσθηση αύξησης των τιμών ήταν ελαφρώς πιο ήπια, καθώς αυξήθηκε ελαφρά το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές είτε παρέμειναν σταθερές, είτε αυξήθηκαν λίγο (αθροιστικά 15% έναντι 9% το περασμένο εξάμηνο). Στον αντίποδα όμως, αυξάνεται το ποσοστό όσων θεωρούν ότι οι τιμές θα αυξηθούν με παρόμοιο ή μεγαλύτερο ρυθμό στο μέλλον (από 53% τον Μάρτιο του 2024 στο 63% σήμερα).
  • Επιδείνωση καταγράφεται και σε σχέση με τις εκτιμήσεις των καταναλωτών για την εξέλιξη της ανεργίας, καθώς το 17% (αθροιστικά) θεωρούν πως το επίπεδο της ανεργίας θα μειωθεί «πολύ» ή «λίγο» (έναντι 24% τον Μάρτιο του 2024), ενώ το 39% αναμένουν αύξηση (μικρή ή μεγάλη) της ανεργίας κατά το επόμενο εξάμηνο (έναντι 33% τον Μάρτιο του 2024).  

Σε ό,τι αφορά τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, το 41% αξιολογεί ως βασικότερο το υψηλό κόστος φορολογίας, το 27% το υψηλό κόστος ενέργειας/καυσίμων και το 22% το υψηλό κόστος πρώτων υλών/προϊόντων.

Η ακρίβεια «γονατίζει» τα νοικοκυριά

Θυμίζουμε πως στην πανελλαδική έρευνα κοινής γνώμης για το ζήτημα της ακρίβειας και του κόστους ζωής, της Metron Analysis, που παρουσίασαν στην ημερίδα του Ινστιτούτου Αλέξης Τσίπρας, οι Στράτος Φαναράς και Γιάννης Μπαλαμπανίδης, παρουσιάστηκαν οι πολλαπλές πτυχές της οικονομικής ζωής, που σχετίζονται με την αντιλαμβανόμενη αύξηση του κόστους ζωής σε βασικά αγαθά όπως η ενέργεια, η στέγαση, αλλά και υγεία, παιδεία, αναψυχή.

Στο ερώτημα αν η χώρα μας αυτή την περίοδο κινείται προς τη σωστή ή προς τη λάθος κατεύθυνση το 75% απάντησε προς τη λάθος αυξανόμενο συνεχώς από τον Ιανουάριο του 2024.

Με τον ορίζοντα των οικονομικών προσδοκιών να στενεύει, πάνω από 2 στους 3 εκτιμούν ότι οι καταναλωτικές τους δυνατότητες έχουν χειροτερέψει.

Για τους περισσότερους ερωτηθέντες αυτό που βαραίνει περισσότερο είναι οι καθημερινές δαπάνες παρά οι μηνιαίοι λογαριασμοί.

Ανάμεσα στις δαπάνες της καθημερινότητας, οι πλέον επιβαρυντικές είναι και οι πιο ανελαστικές (σούπερ μάρκετ, μετακινήσεις, ιατρικά έξοδα) ενώ λιγότερο όσες αφορούν διασκέδαση και αναψυχή.

Η πιο επιβαρυντική δαπάνη

Στις τακτικές/μηνιαίες δαπάνες, το ηλεκτρικό ρεύμα είναι σαφώς η πιο επιβαρυντική δαπάνη. Μαζί με την τηλεφωνία και το νερό, είναι οι τακτικές δαπάνες που αφορούν οριζόντια σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού.

Στο άμεσο μέλλον, η προοπτική είναι κατά βάση ο περιορισμός δαπανών (ένδυση/υπόδηση, σούπερ μάρκετ, θέρμανση/ψύξη, διασκέδαση, διακοπές) ή η διατήρησή τους έστω στα ίδια επίπεδα (μετακινήσεις, υγεία, παιδεία, στέγαση).

Οι περισσότεροι δηλώνουν ότι είτε οριακά τα βγάζουν πέρα είτε ότι τα χρήματα τελειώνουν προτού τελειώσει ο μήνας. Σχεδόν 9 στους 10 δηλώνουν πως «τα φέρνουν βόλτα ίσα ίσα» και «τα λεφτά τελειώνουν πριν «τελειώσει ο μήνας».

Τελικά, οι προσδοκίες για το μέλλον παραμένουν χαμηλές και η απαισιοδοξία επικρατεί, καθώς σχεδόν 2 στους 3 εκτιμούν ότι η αύξηση του πληθωρισμού δεν θα σταματήσει εδώ.

Από την έρευνα γίνεται αντιληπτό ότι οι καταναλωτικές δυνατότητες θεωρείται ότι έχουν επιδεινωθεί. Σε μια σειρά βασικών δαπανών η τάση είναι ο περιορισμός ή έστω η συγκράτησή τους. Για τη μεγάλη πλειονότητα, το ισοζύγιο εισοδημάτων και δαπανών είναι οριακό μέσα στον μήνα.