Η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός στην Ελλάδα απειλούν πάνω από έναν στους τέσσερις πολίτες (26,1%) σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023 – ποσοστό ελάχιστα βελτιωμένο σε σύγκριση με το 2022 (26,2%).

Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη, ενώ παρά τη βελτίωση των σχετικών δεικτών σε σύγκριση με την περίοδο της κρίσης, η απόσταση που μας χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι μεγάλη.

Η νέα συνταγή της κυβέρνησης για να ενισχυθούν τα νοικοκυριά που απειλούνται από τη φτώχεια είναι η μείωση των δικαιούχων, θέτοντας περιουσιακά κριτήρια – κόφτες, με παράλληλη αύξηση των επιδομάτων.

Το δόγμα «περισσότερα χρήματα σε λιγότερους», διαπνέει την νέα αρχιτεκτονική του Οργανισμού Προνοιακών Επιδομάτων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΟΠΕΚΑ), όπως την έχει παρουσιάσει το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.

Το επιχείρημα είναι σαφές: Μέχρι τώρα τα επιδόματα παιδιού, στέγης και το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (Ε.Ε.Ε.) κατανέμονταν χωρίς αυστηρό έλεγχο, πέραν της φορολογικής δήλωσης, με αποτέλεσμα να τα νέμονται και οικογένειες που δεν τα χρειάζονται, στερώντας πόρους από όσους είναι σε πιο ευάλωτη θέση.

Εκτός επιδομάτων το 15%

«Το προφίλ του δικαιούχου επιδομάτων και vouchers, με πολυτελή σπίτια ακριβά τζιπ και 300.000 καταθέσεις στην τράπεζα δεν συνάδει με τον στόχο μας, που είναι η στήριξη αυτών που έχουν πραγματική ανάγκη», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά η υπουργός Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής η Σοφία Ζαχαράκη.

Το νέο σύστημα που θα ισχύει από το 2025 εκτιμάται, με βάση πηγές των υπ. Οικονομίας και Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής, ότι θα «πετάξει» εκτός επιδομάτων περίπου το 15% των σημερινών δικαιούχων. Ήδη σχεδόν ένα 5%, που αφορά κυρίως ελεύθερους επαγγελματίες, έχει βγει εκτός της λίστας του ΟΠΕΚΑ λόγω του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος που δήλωσε.

Αντίστοιχα, η κ. Ζαχαράκη έχει δηλώσει ότι εκτός επιδομάτων θα πεταχτούν λιγότεροι από 2 στους 10 σημερινούς δικαιούχους και θα είναι όσοι «απέκρυπταν εισοδήματα».

Αυτό σημαίνει περίπου από από τους περίπου 928.000 δικαιούχους που εισέπραξαν επιδόματα στέγης, τέκνου ή Ε.Ε.Ε. τον Σεπτέμβριο του 2024 θα αποκλειστούν από 140.000 ως 180.000. Ο αριθμός αυτός δεν αντιστοιχεί απαραίτητα σε ισάριθμες οικογένειες καθώς κάποιοι μπορεί να εισέπρατταν παραπάνω από ένα επιδόματα. Ήδη σε σχέση με πέρυσι ο αριθμός των ληπτών επιδομάτων έχει μειωθεί σημαντικά.  Ενδεικτικά, το επίδομα τέκνων το έλαβαν φέτος 113.000 λιγότερες οικογένειες από ό,τι πέρυσι τον Σεπτέμβριο.

Συνολικά, σύμφωνα με έκθεση της ΤτΕ τα κάθε είδους επιδόματα και παροχές αγγίζουν τα 4 δισ. ετησίως, ενώ έχει υπάρξει σύσταση για πιο στοχευμένη κατανομή τους. Το στοίχημα της κυβέρνησης είναι με τα ίδια περίπου χρήματα με πέρυσι (ή ελάχιστα περισσότερα σε κάποιες περιπτώσεις) να μειώσει τα ποσοστά κινδύνου φτώχειας, στοχεύοντας στους πραγματικά ευάλωτους.

Οι παγίδες στους κόφτες

Ως βασικός κανόνας ορίζεται πως  για μια οικογένεια με δύο παιδιά, η αξία της ακίνητης περιουσίας θα είναι περίπου στις 220.000 ευρώ, ενώ για τα αυτοκίνητα το όριο θα μπει στα 1.600 κυβικά.

Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι αν μια οικογένεια έχει ένα πατρικό και ένα σπίτι στο χωριό, κινδυνεύει αυτόματα να χάσει το επίδομα τέκνων.

Το πρόβλημα με τους κόφτες είναι ότι κινδυνευουν μαζί με τα «ξερά» να καούν και τα χλωρά, αφού αντιμετωπίζονται όλοι ως εν δυνάμει φοροφυγάδες και απατεώνες.

Το υπαρκτό πρόβλημα της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να χρησιμεύει ως άλλοθι για να πετιούνται εκτός του κράτους πρόνοιας ακόμα και οικογένειες που αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα, αλλά έχουν ένα σπίτι που υπερβαίνει τα περιουσιακά κριτήρια, ακόμα και υποθηκευμένο.

Φτώχεια και κοινωνικές μεταβιβάσεις

Ο κίνδυνος φτώχειας (χωρίς να υπολογίζεται ο κοινωνικός αποκλεισμός) αφορά το 23,1% των νοικοκυριών, ήτοι 1.929.761 άτομα στο σύνολο των 10.202.862 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Ελλάδας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.

Τα επιδόματα, που μαζί με τις συντάξεις αποτελούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, συντελούν στη μείωση του κινδύνου φτώχειας, που χωρίς αυτές  ανέρχεται στο τρομαχτικό ποσοστό του 48,2%.

Χωρίς τις συντάξεις, ο κίνδυνος φτώχειας αυξάνεται κατά 23,5%, και χωρίς επιδόματα αυξάνεται κατά 5,1%. «Αυτά τα ευρήματα υπογραμμίζουν το σημαντικό ρόλο των επιδομάτων και των συντάξεων, που μειώνουν συνολικά τον κίνδυνο φτώχειας κατά 28,6%», υπογραμμίζει η φετινή έκθεση του Ελληνικού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας – ανεξάρτητου οργανισμού στον οποίο συμμετέχουν 36 κοινωνικές οργανώσεις.

Η έκθεση ωστόσο διευκρινίζει ότι οι υφιστάμενες κοινωνικές πολιτικές και τα κοινωνικά επιδόματα δεν συμβάλλουν αρκετά στη μείωση της φτώχειας.

«Η έλλειψη κοινωνικής προστασίας για εργαζόμενους σε άτυπες θέσεις εργασίας και αυτοαπασχολούμενους θεωρείται σοβαρό κενό, αφήνοντας ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού ευάλωτο. Η κάλυψη των κοινωνικών επιδομάτων μειώνεται, ενώ πολλοί δικαιούχοι χάνουν την πρόσβαση στα επιδόματα, κυρίως λόγω γραφειοκρατικών διαδικασιών και αύξησης ονομαστικών εισοδημάτων, που επιταχύνουν την έξοδό τους από τα προγράμματα χωρίς το πρόβλημα να έχει λυθεί»,  τονίζει το Δίκτυο.

Ανησυχητικά ευρήματα

Κάποιες από τις παρατηρήσεις του Δικτύου γεννάνε προβληματισμό για το αν θα μπορέσει η συνταγή «περισσότερα σε λιγότερους» να αποφέρει καρπούς.

Για παράδειγμα, στην Ελλάδα μόνο το 58,4% των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες χαμηλής έντασης εργασίας λαμβάνουν επιδόματα, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το 81,1% του μέσου όρου της Ε.Ε.

Αντίστοιχα, το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα καλύπτει μόνο το 59,9% του ορίου της φτώχειας, πολλοί δε άνθρωποι αναγκάζονται να καταφεύγουν σε επισφαλείς συνθήκες στέγασης ή  συσσίτια.

Παράλληλα, καταγράφεται συνεχής μείωση του αριθμού των δικαιούχων των κοινωνικών επιδομάτων. Εκτιμάται  ότι μετά την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων του 2024 και του 2025, ο ρυθμός μείωσης θα επιταχυνθεί κυρίως λόγω της αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων. Το 2024 εισήχθη η πίστωση του 50% των κοινωνικών επιδομάτων σε προπληρωμένες κάρτες και η ηλεκτρονική «απογραφή» των δικαιούχων κοινωνικών  επιδομάτων.

«Το αφήγημα πίσω από αυτές τις κυβερνητικές πολιτικές είναι ότι »χρειάζεται προσεκτική στόχευση και εξέταση των δικαιούχων, ώστε να αυξηθούν τα χορηγούμενα ποσά, ειδικά όσον αφορά το επίδομα τέκνων». Απέχουμε μακράν από την πολιτική της αναδιανομής και το αφήγημα ότι έχουμε δικαιούχους που δεν το αξίζουν είναι κυρίαρχο στο δημόσιο λόγο. Την ίδια στιγμή οι όποιες αυξήσεις έρχονται στην επιδοματική πολιτική δεν μπορούν να βοηθήσουν πραγματικά στην αντιμετώπιση της ακρίβειας» επισημαίνει η έκθεση του Δικτύου.