Εκτιμώ ότι δεν σχολιάστηκε στην ουσία του αυτό που συνέβη την περασμένη εβδομάδα στην αίθουσα της Γερουσίας στη Βουλή.

Την περασμένη Παρασκευή συνδιοργανώθηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Ελλήνων εκδήλωση με θέμα «Ενδυναμώνοντας τη Δημοκρατία. 50 χρόνια από την ελληνική επανεπικύρωση της ΕΣΔΑ και 75 χρόνια από την ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης». Είχε προηγηθεί επετειακή εκδήλωση την προηγούμενη μέρα στο Ζάππειο.

Στην ημερίδα συμμετείχε και ο Αλέξης Τσίπρας, ως πρώην Πρωθυπουργός και ως μέλος της Ελληνικής Αντιπροσωπείας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Στην ομιλία του ο πρώην πρωθυπουργός επισήμανε πως «μπορούμε ευλόγως να ελπίζουμε πως οι θεσμοί του Συμβουλίου της Ευρώπης θα συμβάλλουν και στην αποκατάσταση υποθέσεων που αποτελούν τις μεγαλύτερες μαύρες κηλίδες, τις ανοιχτές πληγές του κράτους Δικαίου στη πατρίδα μας και που άνοιξαν, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια», για να συνεχίσει υπογραμμίζοντας: «αναφέρομαι όπως όλοι θα καταλάβατε, στο μεγάλο σκάνδαλο των μαζικών παράνομων τηλεφωνικών παρακολουθήσεων. Κυρίως όμως αναφέρομαι στις αδιανόητες για μια ευρωπαϊκή χώρα, προσπάθειες παρακώλυσης των ερευνών της αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής. Και στην αδυναμία των δικαστικών αρχών να εντοπίσουν τους υπευθύνους και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Και στην αδυναμία των δικαστικών αρχών να εντοπίσουν τους υπευθύνους και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Ενώ αντίστοιχη ολιγωρία των αρχών, εντοπίζεται τόσο στο δραματικό ναυάγιο της Πύλου με τον πνιγμό εκατοντάδων προσφύγων και μεταναστών, ενώ βρίσκονταν επί 16 ώρες στην περιοχή έρευνας και διάσωσης της Ελλάδας. Αλλά και στο σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών, με τον άδικο χαμό 57 συνανθρώπων μας».

Την ώρα που έκανε αυτή την αναφορά αποχώρησε από την αίθουσα η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γεωργία Αδειλίνη. Σύμφωνα, με το ρεπορτάζ θεωρήθηκε ότι το έκανε ως αντίδραση σε όσα είπε ο πρώην πρωθυπουργός και με αυτό τον τρόπο σχολιάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης, χωρίς να υπάρξει κάποια διάψευση.

Όμως, εγώ δεν θέλω τόσο να εξετάσω τι ήθελε να κάνει ή να υποδηλώσει η ανώτερη εισαγγελική λειτουργός της χώρας. Σε τελική ανάλυση, εκ της θεσμικής της θέσης δικαιούται αυτόν τον σεβασμό. Με τον ίδιο τρόπο, βέβαια, που δικαιούται σεβασμού και ένας εκλεγμένος πρώην πρωθυπουργός και βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου.

Εγώ θέλω να θέσω το πολύ απλό ερώτημα: είναι η δικαιοσύνη σήμερα υπεράνω κριτικής;

Δηλαδή, εάν για παράδειγμα πούμε ότι αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι η έρευνα που έγινε από τις δικαστικές αρχές για την υπόθεση των υποκλοπών, το πόρισμα της οποίας υπέγραψε η ίδια η κ. Αδειλίνη, άφησε πολλά ερωτήματα αναπάντητα, είναι μια κριτική που υπερβαίνει τα όρια;

Εάν επισημάνουμε ότι είναι πρόβλημα δημοσιογράφοι να εντοπίζουν ενδεχόμενο μάρτυρα κλειδί για τις υποκλοπές και όχι η έρευνα που έκανε η δικαιοσύνη, διαπράττουμε θεσμικό ατόπημα;

Εάν αναρωτηθούμε για το εάν θα φτάσει ως εκεί που πρέπει η απόδοση ευθυνών για τα Τέμπη και για το πολύνεκρο ναυάγιο στην Πύλο, αμφισβητούμε την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης;

Είναι προφανές ότι ο σεβασμός προς την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν αναιρεί τη δυνατότητα κριτικής ή διατύπωσης ερωτημάτων.

Οι αποφάσεις είναι σεβαστές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να συζητηθούν και κατ’ επέκταση να κριθούν.

Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα δεν είναι να γίνεται δημόσια και θεσμική συζήτηση για τη σωστή λειτουργία της δικαιοσύνης, όπως και για κάθε άλλο θεσμό.

Αντιθέτως, αυτού του είδους η κριτική βοηθά και τους θεσμούς να στέκονται στο ύψος της αποστολής τους.

Πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο θα έχουμε εάν πίσω από μια επίφαση ανεξαρτησίας υπάρχουν κάθε λογής εξαρτήσεις, πιέσεις και μορφές χειραγώγησης.