Η συριακή γλώσσα, εξ όσων γνωρίζουμε, ήταν αρχικά η τοπική αραμαϊκή διάλεκτος της αρχαίας Έδεσσας, της σύγχρονης πόλης Ούρφα στη νοτιοανατολική Τουρκία (υπενθυμίζουμε ότι τα αραμαϊκά είναι μια σημιτική γλώσσα, η οποία ανήκει στην ίδια οικογένεια με τα εβραϊκά και την οποία χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας). Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η διάλεκτος αυτή κατέστη η λογοτεχνική γλώσσα των αραμαιόφωνων χριστιανών στην περιοχή της Συρίας και ακόμη ανατολικότερα. Η διείσδυση ελληνικών δάνειων λέξεων στα αραμαϊκά κείμενα της περιόδου αυτής είναι πολύ περιορισμένη, μολονότι οι δύο γλώσσες βρίσκονταν ήδη σε επαφή επί πεντακόσια και πλέον χρόνια – χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι όροι για τρία μουσικά όργανα στον Δανιήλ της Εβραϊκής Βίβλου. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στα διασωθέντα αραμαϊκά χειρόγραφα (λογοτεχνικά κείμενα) από την περιοχή του αρχαίου οικισμού Κουμράν (στη σημερινή αποκαλούμενη Δυτική Όχθη, στη βορειοδυτική ακτογραμμή της Νεκράς Θάλασσας) δεν απαντούν καθόλου ελληνικές λέξεις.

Η εν λόγω κατάσταση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ ελληνικής και συριακής γλώσσας άρχισε να μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, όπως φανερώνει προπάντων η ύπαρξη ικανού αριθμού λέξεων ελληνικής προέλευσης στις αραμαϊκές επιγραφές της Παλμύρας, σημαντικής πόλης της Συρίας. Αρκετές ελληνικές λέξεις –ως απόρροια της διοίκησης και της εν γένει κυριαρχίας που ασκούσαν οι Ρωμαίοι στην περιοχή της Συρίας– συναντώνται και σε τρία πρώιμα συριακά νομικά έγγραφα (γνωστά ως Πάπυρος Μεσοποταμίας Α, Πάπυρος Μεσοποταμίας Β και Πάπυρος Δούρων 28), που χρονολογούνται ανάμεσα στο 240 και το 243 μ.Χ. Πάντως, λίγες μόνο από τις τελευταίες επέζησαν στα κατοπινά κείμενα της συριακής ως πραγματικές δάνειες λέξεις.

Αντίστοιχη μεταβολή παρατηρείται προϊόντος του χρόνου και στο πεδίο της λογοτεχνίας, όπου οι δάνειες λέξεις αυξάνονται εμφανώς. Διαφωτιστική εν προκειμένω είναι η εικόνα που μπορούμε να σχηματίσουμε εξετάζοντας την ολοένα και εντονότερη παρουσία ελληνικών λέξεων στις διάφορες συριακές μεταφράσεις των Ευαγγελίων. Ο εξελληνισμός της συριακής γραμματείας εξελίχθηκε με ταχύ ρυθμό, προπάντων κατά τη διάρκεια του 6ου και του 7ου αιώνα. Ο αριθμός των χρησιμοποιούμενων ελληνικών λέξεων είναι όντως εντυπωσιακός, τόσο στην πεζή λογοτεχνία όσο και στην ποιητική παραγωγή. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και επί αραβικής κυριαρχίας (από τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα και μετά), ενώ η ανακατάληψη της βόρειας Συρίας από τους Βυζαντινούς σηματοδότησε –όπως ήταν φυσικό– την έναρξη μιας νέας περιόδου γλωσσικού δανεισμού, την οποία μαρτυρούν, παραδείγματος χάριν, τα χρονικά του 12ου και του 13ου αιώνα.

Αξιοπρόσεκτο είναι ασφαλώς το γεγονός ότι διάφοροι σύριοι συγγραφείς, θέλοντας να προβούν σε μια επίδειξη της μόρφωσής τους, χρησιμοποιούσαν από πολύ παλιά –ήδη από τον 9ο αιώνα– ελληνικές λέξεις στη θέση καθιερωμένων όρων της συριακής. Εξάλλου, σε σύγχρονα κείμενα γραμμένα στην κλασική συριακή απαντά ένας σημαντικότατος πυρήνας ελληνικών δάνειων λέξεων, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο συριακό λεξιλόγιο (ορισμένες εξ αυτών διεισδύουν πλέον στη συριακή μέσω των δυτικοευρωπαϊκών γλωσσών).

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ένα από τα αραμαϊκά χειρόγραφα που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή του αρχαίου οικισμού Κουμράν (στη σημερινή αποκαλούμενη Δυτική Όχθη, στη βορειοδυτική ακτογραμμή της Νεκράς Θάλασσας).