Τελικά δεν είχαμε μια μακρά καταμέτρηση, με αμφισβητήσεις, αντιπαραθέσεις και ανοιχτή κρίση. Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις εκλογές με τον βασικό τρόπο που θα μπορούσε να τις κερδίσει, δηλαδή, κερδίζοντας κρίσιμες Πολιτείες που ήταν ταλαντευόμενες, πρώτα και κύρια την Πενσυλβάνια.

Και έτσι αυτός που το 2021 εγκατέλειψε τον Λευκό Οίκο έχοντας «χρεωθεί» τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου 2021 και την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο και φαινόταν να αποτελεί οδυνηρό παρελθόν (ακόμη και από μερίδα του κόμματός του), τώρα επιστρέφει θριαμβευτής. Κάνοντας πράξη την πιο εντυπωσιακή πολιτική επιστροφή στην Αμερικανική ιστορία.

Η Κάμαλα Χάρις αποδείχτηκε ότι παρά την αρχική θετική δημοσιότητα που κέρδισε και τον τρόπο που επένδυσε σε συγκεκριμένα ζητήματα (π.χ. τις αμβλώσεις), δεν μπορούσε να διαμορφώσει σε κρίσιμα τμήματα του εκλογικού σώματος τη δυναμική που θα την έφερνε στον Λευκό Οίκο. Η αδυναμία της να φανεί ως μια ηγετική φιγούρα με ένα σαφές πρόγραμμα που να ενώνει μια βαθιά διαιρεμένη χώρα, τελικά στοίχησε, σε μια εκλογική μάχη που ούτως ή άλλως θα κρινόταν σε συγκεκριμένες μικρές μετακινήσεις ψηφοφόρων που θα μπορούσαν να δώσουν τις Πολιτείες που χρειάζεται κάθε υποψήφιος για να κερδίσει την προεδρία, σε ένα εκλογικό σύστημα που – δεν πρέπει να το ξεχνάμε – δεν στηρίζεται  μόνο στους απόλυτους αριθμούς της λαϊκής ψήφου.

Ο Τραμπ κατάφερε όλο αυτό το διάστημα να εξασφαλίσει ότι είναι ο πραγματικός ηγέτης του κόμματός του, κυρίως γιατί εκλέγονταν αρκετοί δικοί του υποψήφιοι στο διάστημα από τις προηγούμενες εκλογές, είχε την κρίσιμη υποστήριξη μιας μερίδας του μεγάλων επιχειρηματιών του τεχνολογικού κλάδου και βεβαίως κράτησε την εκλογική του βάση, τον δικό του «λαό».

Και παρότι παρέμεινε εξίσου απρόβλεπτος με την προηγούμενη φορά ως προς τις δηλώσεις του – είναι γνωστό ότι κατά βάση κρίνει με βάση το κλίμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – εντούτοις υπήρξε ιδιαίτερα συστηματικός στο μήνυμα που ήθελε να στείλει. Επένδυσε στην οικονομική κατάσταση και το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί χρεώνονται την κρίση κόστους ζωής, επέμεινε στη ρητορική του για το μεταναστευτικό που αγγίζει τμήμα του εκλογικού σώματος, διατήρησε τη ρητορική ότι εκπροσωπεί το «αδικημένο» τμήμα της λευκής εργατικής τάξης, επενδύοντας παράλληλα και στο να επεκτείνει την επιρροή του σε μέρος των μειονοτήτων και βέβαια προφανώς και εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε τη σε βάρος του απόπειρα δολοφονίας.

Προφανώς και όπως συμβαίνει πάντα με τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, η αλλαγή ενοίκου του Λευκού Οίκου δεν σημαίνει μόνο τομές στην πολιτική αλλά και έντονη συνέχεια, ακόμη και εάν, όπως δείχνουν τα πράγματα μέχρι τώρα, έχει και ευνοϊκό συσχετισμό στο Κογκρέσο.

Άλλωστε, ο Τραμπ επιστρέφει σε μια Αμερική που εξακολουθεί να έχει ανοιχτά ερωτήματα, από αυτά που αφορούν την οικονομία και το εάν θα ξεφύγει από τον αστερισμό μιας όχι ιδιαίτερα δυναμικής ανάπτυξης, την κλιμάκωση του οικονομικού ανταγωνισμού με την Κίνα (που είχε ήδη από τη δική του προεδρία πάρει χαρακτηριστικά εμπορικού πολέμου), το ερώτημα της μεταναστευτικής πολιτικής (με την αντίφαση ανάμεσα στην απήχηση αντιμεταναστευτικών ρητορικών και την ανάγκη για μεταναστευτική εργασία), το ερώτημα του πώς θα εξελιχθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και εάν θα υπάρξει κλιμάκωση της Δυτικής εμπλοκής (όπως θέλει το Κίεβο) με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται ή αντίθετα κάποια απεμπλοκή, αλλά και η κατάσταση γύρω από τη Γάζα (όπου ο Τραμπ είχε παραδοσιακά καλή σχέση με τον Νετανιάχου, έντονα αντι-ιρανική τοποθέτηση – εξ ου η μονομερής αποχώρηση από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα , αλλά και απροθυμία για παρατεταμένες πολεμικής εμπλοκές στο εξωτερικό).

Και βέβαια μένει να δούμε πώς σε μια Αμερική με ούτως ή άλλως βαθιές διαιρέσεις, η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, φιγούρας κατεξοχήν πολωτικής και διαιρετικής, θα επηρεάσει την εξέλιξη του ιδιότυπου ακήρυχτου εμφυλίου πολέμου που διαπερνά αυτή τη μεγάλη χώρα και που δεν αφορά απλώς «ταυτότητες» και τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις που τη διαπερνούν.