Όταν ένα πολιτικό κόμμα καταντά να κάνει πρωτοσέλιδα όχι με τις πολιτικές πρωτοβουλίες του ή τις προγραμματικές τοποθετήσεις του, αλλά με τους καυγάδες ανάμεσα στην πλειοψηφία και τον απερχόμενο πρόεδρο, όταν το επίδικο δεν είναι το πολιτικό πρόγραμμα, η ιδεολογική ταυτότητα και το πολιτικό στίγμα, αλλά η μεθόδευση που θα αποτρέψει την υποψηφιότητα για την προεδρία ενός τέως προέδρου, που ο κομματικός μηχανισμός δεν τον θέλει γιατί καταλαβαίνει ότι οδηγεί το κόμμα σε ήττα, αλλά ένα μέρος της αποπροσανατολισμένης βάσης τον στηρίζει ακόμη, όταν ανακοινώνονται από τέως πρόεδρο αντισυγκεντρώσεις την ώρα που θα ξεκινά το Συνέδριο του κόμματος ώστε να επιβληθεί η υποψηφιότητά του, τότε είναι σαφές ότι αυτό το κόμμα, εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει ολοκληρώσει τον πολιτικό του κύκλο και μάλιστα ταπεινωμένος.

Έχει φτάσει πια σε ένα σημείο όπου αναζητάς μέσα στον ορυμαγδό ανακοινώσεων, τοποθετήσεων, δηλώσεων, «διαρροών» να βρεις έστω και ένα ψήγμα που να παραπέμπει σε πραγματική πολιτική τοποθέτηση, που να προσπαθεί να σκαριφήσει έστω έναν εναλλακτικό δρόμο για τη χώρα. Και αν με πολύ δυσκολία βρεις μια άνευρη -αφού η άσκηση αντιπολίτευσης και  κυβερνητικού ελέγχου δεν αποτελεί πλέον προτεραιότητα του κόμματος- τοποθέτηση, έχουν καταφέρει αυτό να μην αφορά πλέον κανέναν και να μην λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.

Εάν ρωτήσεις έναν άνθρωπο στο δρόμο, κατά πάσα πιθανότητα να έχει ακούσει για τον καυγά ανάμεσα στην τρέχουσα πλειοψηφία και τον απερχόμενο πρόεδρο, αλλά εάν τον ρωτήσεις «γιατί πλακώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ;» θα σου απαντήσει στην καλύτερη των περιπτώσεων «για την καρέκλα».

Δεν υπάρχει χειρότερο σημείο για ένα κόμμα -πόσο μάλλον αριστερό που κάποτε μάλωνε για το πόσο ριζοσπαστισμό αντέχει η κοινωνία- από το να βλέπει τους πολίτες να το αντιμετωπίζουν απλώς ως έναν ανούσιο καβγά, χωρίς να μπορεί να διακρίνει ποιο είναι το επίδικο της σύγκρουσης.

Προφανώς πάντα οι «απλοί άνθρωποι» (μια γενίκευση που συνήθως λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός) δεν ασχολούνται με λεπτομέρειες εσωκομματικών αντιπαραθέσεων, αλλά όταν τα επίδικα και οι διαφωνίες είναι πραγματικές και ουσιαστικές πάντα κάτι αντιλαμβάνονται.

Το χειρότερο είναι ότι ένα κόμμα που κάποτε αφορούσε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, τώρα στην πραγματικότητα απασχολεί ένα πολύ μικρό.

Οι υπόλοιποι απλώς επί της ουσίας το προσπερνούν και άντε να φτάσουν μέχρι το να χαζέψουν κάποια στιγμή την «κόντρα» εάν εντάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία του «θεάματος» αλλά τίποτε παραπάνω.

Και αυτό ακριβώς είναι που δείχνει αυτό που κάποια στιγμή πρέπει να ομολογήσουν όλες οι πτέρυγες. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικός φορέας που μπορούσε να παράγει πραγματικά πολιτική, να λειτουργεί ως ένας χώρος από όπου ξεκινούσαν πολιτικά σχέδια και γύρω από τον οποίο μπορούσαν μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές να συσπειρώνονται, έχει τελειώσει.

Θα ήταν αυταπάτη να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να ξαναγίνει φορέας που να παράγει πολιτική, πέρα από τη διαχείριση, στην καλύτερη των περιπτώσεων, από ένα μέρος της σημερινής του κοινοβουλευτικής ομάδας.

Έχει αναλώσει το όποιο πολιτικό κεφάλαιο έχει απομείνει, έχει διαρρήξει όποιους δεσμούς είχε με σημαντικά κομμάτια του εκλογικού σώματος, έχει χάσει την εμπιστοσύνη του μεγαλύτερου μέρους της κομματικής βάσης, που, εκτός των άλλων, θυμώνει που δημιουργείται μια χυδαία αντίληψη για τους λόγους σύγκρουσης και αντιπαράθεσης στην Αριστερά.

Σημαίνει αυτό ότι το μόνο που απαιτείται είναι να πέσουν και τυπικά οι «τίτλοι τέλους»;

Μικρή σημασία έχει αυτό.

Αυτό που μετράει είναι εάν όσοι άνθρωποι βρίσκονται εκεί, αρκετοί και με γνώση και με ιστορία και με δράση και σε τελική ανάλυση με αντιφάσεις και ανακολουθίες, τωρινές και παλαιότερες, όχι διαφορετικές από αυτές του ευρύτερου χώρου της δημοκρατικής παράταξης, κατανοήσουν ότι αναγκαστικά απαιτούνται νέα σχήματα και νέες συσπειρώσεις, στα οποία μπορούν και πρέπει να έχουν θέση.

Με πραγματικό ρυθμιστή όλο αυτόν τον κόσμο που αναζητά σημείο αναφοράς για μια δημοκρατική διέξοδο από τη σημερινή κρίση και κρίσιμη παράμετρο το εάν επιτέλους θα παραχθεί πολιτική και κατεύθυνση που να επαναφέρει έννοιες όπως η αναδιανομή, η δικαιοσύνη και η δημοκρατική λειτουργία του κράτους.

Και όσο πιο γρήγορα τελειώσει το σημερινό απογοητευτικό σκηνικό και περάσουμε στην ουσιαστική συζήτηση τόσο το καλύτερο. Σε τελική ανάλυση το χρωστάνε σε έναν ολόκληρο κόσμο που τώρα αναγκάζεται μόνον να παρατηρεί με απογοήτευση, επιλέγοντας να μένει πολιτικά άστεγος.