Λέων Τολστόι: Να ψάχνης, να ψάχνης συνεχώς
Μόνο ο Θεός υπάρχει πράγματι
Στις 7/20 Νοεμβρίου 1910 απεβίωσε στο Astapovo της ρωσικής επαρχίας Ryazan ο Λέων Τολστόι, κορυφαίος μυθιστοριογράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ρωσικής λογοτεχνίας.
Η ζωή του Τολστόι —είχε γεννηθεί στη Yasnaya Polyana, στο κτήμα της οικογενείας του, στις 28 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου 1828— χαρακτηρίστηκε από μεγάλες αντιθέσεις, καθώς τα πρώτα άσωτα χρόνια της αριστοκρατίας τα διαδέχτηκε η ριζοσπαστική μεταστροφή του προς την άρνηση του πλούτου, τη φιλανθρωπία και προς έναν ιδιόμορφο ειρηνιστικό και χριστιανικό αναρχισμό, που έτυχε θαυμασμού από προσωπικότητες όπως ο Γκάντι και επισφραγίστηκε με τον αφορισμό της Ρωσικής Εκκλησίας.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 12.2.1928, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η στροφή αυτή στην κοσμοθεωρία του Τολστόι άρχισε να συντελείται μετά την απογοήτευση που εκείνος γεύτηκε πολεμώντας με το Ρωσικό Στρατό σε διάφορα μέτωπα έως το 1856.
Στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 12 Νοεμβρίου 1960 υπήρχε ένα δισέλιδο δημοσίευμα αφιερωμένο στις τελευταίες ημέρες της ζωής του Λέοντος Τολστόι. Το σχετικό κείμενο, που έφερε την υπογραφή του λογοτέχνη και μεταφραστή Γιάννη Μπεράτη (1904-1968), ήταν βασισμένο στην ακριβή και καθ’ όλα αξιόπιστη περιγραφή των ημερών εκείνων από την κόρη του Τολστόι Αλεξάνδρα — εξ ου και ο τίτλος «7-11-1910: Πώς πέθανε ο πατέρας μου, ο Τολστόι».
Ο Γιάννης Μπεράτης
Ιδού πώς περιγράφει η Αλεξάνδρα Τολστόι, η αγαπημένη και χαϊδεμένη «Σάσα» του συγγραφέα της «Άννας Καρένινα», την εις Κύριον αποδημία του πατέρα της:
[…]
Το τραίνο ξεκινούσε σαν φτάσαμε στον σταθμό. Μόλις που προφτάσαμε να πηδήξουμε πάνω στο σκαλοπάτι του βαγονιού. Ούτε ήξερα καν για πού πάμε. Μόνο πιο ύστερα, ο Ντουσάν (σ.σ. ο προσωπικός γιατρός του Τολστόι, Ντουσάν Μακοβίτσκι) μου είπε πως τραβάμε για το Νοβοτσερκάσκ, όπου καθότανε η μικρότερη κόρη της Μαρίας Τολστόι (σ.σ. της αδελφής του συγγραφέα) με τον άντρα της.
Γρήγορα τον αναγνωρίσανε τον πατέρα μου μέσα στο βαγόνι — και το νέο διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλο τον συρμό. Οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι μάς δείξανε μεγάλο σεβασμό κι’ ευγένεια. Μας παραχωρήσανε ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα, με βοηθήσανε να ετοιμάσω την «κάσα», ένα είδος τραχανά, κι’ απομακρύνανε συνέχεια όλους τους περίεργους.
Κατά τις τρεις το απόγευμα με φώναξε ο πατέρας μου. Τουρτούριζε ολόκληρος. Τον σκέπασα καλά, τούβαλα το θερμόμετρο. Είχε πυρετό. Τάχασα. Τα πόδια μου κοπήκανε κι’ αναγκάστηκα να καθήσω δίπλα του. Μια βαρειά απελπισία μού πλάκωνε την καρδιά.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.11.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τι θα γίνη τώρα; Πού πάμε; Για πού τραβάμε μ’ αυτό το τραίνο, μέσα σε τούτο δω το διαμέρισμα της δεύτερης θέσης, το γιομάτο καπνούς και βαρειά τσιγαρίλα, περιτριγυρισμένοι απ’ όλα τούτα τ’ άγνωστα πρόσωπα, ενώ ο πατέρας μου, ανήμπορος πια γέροντας, όλο και χαμηλοβογγάει, κουκουλωμένος μέσα σε ό,τι μπόρεσα να του ρίξω επάνω του, μ’ αναγερμένο το κεφάλι του πάνω στο μαξιλάρι;
Ο πατέρας μου κατάλαβε την απελπισία μου. Πασπατευτά βρήκε το χέρι μου και μου τόσφιξε:
— Μην τα χάνης, Σάσα. Όλα πάνε καλά, πολύ καλά. Μη φοβάσαι.
Στην πρώτη στάση έτρεξα να βρω ζεστό νερό. Ο Ντουσάν με συμβούλεψε να του βάλω μέσα στο τσάι και κρασί. Αλλά το ρίγος δεν σταματούσε. Ο πυρετός όλο και ανέβαινε.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 22.8.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Σε λίγο χρειάστηκε να το παραδεχτούμε: Το ταξίδι ήταν αδύνατον να συνεχισθή. Κατά τις οκτώ το βράδυ το τραίνο έφτασε σ’ ένα σταθμό έντονα φωτισμένο. Διάβασα την πινακίδα: Αστάποβο. Αποφασίσαμε να κατεβούμε. Ο Ντουσάν πήγε να συναντήση τον σταθμάρχη για να του πη να φροντίση να μας βρη κανένα κατάλυμα. Ξενοδοχείο δεν υπήρχε σ’ αυτήν την πολίχνη. Ο σταθμάρχης, προθυμότατος, έθεσε στην διάθεσή μας το ίδιο το σπίτι του.
Κρατώντας κι’ από τις δυο μασχάλες τον πατέρα μου, διασχίσαμε την αίθουσα του μικρού σταθμού. Οι περίεργοι αμέσως είχαν μαζευτή γύρω μας. Όλοι βγάζανε τους σκούφους τους καθώς περνούσαμε κι’ ο πατέρας μου προσπαθούσε να τους ανταποδώση τον χαιρετισμό. Μόλις και μετά βίας κρατιότανε στα πόδια του, αλλά όλο δοκίμαζε, δίχως να τα καταφέρνη, να φέρη το χέρι του προς το καπέλλο του.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 9.3.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μόλις μπορέσαμε, επί τέλους, να τον γδύσουμε και να τον ξαπλώσουμε, λιποθύμησε. Το μισό του κορμί —πρόσωπο, χέρι, πόδι— ήταν τελείως παράλυτο. Όλοι μας νοιώσαμε πως το τέλος δεν ήταν μακρυά. Φωνάξαμε επειγόντως τον γιατρό. Τούκανε αμέσως ενέσεις για να τονώση την καρδιά του.
Αφού κοιμήθηκε δυο ώρες, ο πατέρας μου άνοιξε τα μάτια του και μούκανε νόημα να πλησιάσω.
— Λοιπόν, Σάσα;
— Λοιπόν… Τα πράματα δεν πάνε και πολύ καλά.
— Θάρρος! Μην τα χάνης. Μαζί δεν είμαστε; Τι άλλο μας χρειάζεται;
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 12.9.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πέρασε καλή νύχτα. Ο πυρετός έπεσε και φαινότανε πως ο ύπνος τού είχε κάνει καλό. Ανάπνευσα λίγο.
Παρ’ όλη την αδυναμία του επέμενε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας την άλλη μέρα. Ο Ντουσάν κι’ εγώ αντιταχτήκαμε έντονα. Στενοχωρήθηκε πολύ, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να υποκύψη.
Ο πατέρας μου ούτε υποπτευότανε καν πως το καταφύγιό του ήταν πια γνωστό σ’ όλον τον κόσμο. Ότι από το προηγούμενο βράδυ (31 Οκτωβρίου) ο ενωμοτάρχης της χωροφυλακής είχε τηλεγραφήσει στον μοίραρχο πως ο συγγραφεύς Τολστόι είχε αρρωστήσει βαρειά και πως νοσηλευόταν τώρα στο σπίτι του σταθμάρχη του Αστάποβο κυρίου Οζολίν. Ήδη η εφημερίδα «Ρωσικός Λόγος» βομβάρδιζε τον Οζολίν με τηλεγραφήματα για να εξασφαλίση ειδήσεις από πρώτο χέρι.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 21.8.1933, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Εκείνο το πρωί ο πατέρας μου μού υπαγόρευσε τα παρακάτω λόγια για το «Σημειωματάριό» του:
«Ο Θεός είναι ένα ατελεύτητο ΟΛΟΝ — ο άνθρωπος δεν είναι παρά μια πεπερασμένη εκδήλωση. Ο Θεός είναι εκείνο το ατελεύτητο ΟΛΟΝ όπου ο άνθρωπος νοιώθει πως περιλαμβάνεται μέσα του σαν ένα πεπερασμένο μόριό του. Μόνο ο Θεός υπάρχει πράγματι».
Λίγο αργότερα με ξαναφώναξε για να μου υπαγορεύση ένα γράμμα για την Τάνια και τον Σέργιο (σ.σ. δύο από τα αδέλφια της Αλεξάνδρας). Τους παρακαλεί να τον συγχωρήσουν που, αν και παιδιά του, δεν τα κάλεσε κοντά του, ενώ αντιθέτως κάλεσε τον φίλο του Τσερτκώφ (αυτόν ακριβώς που αντιπαθούσε και μισούσε φοβερά η γυναίκα του). «Αλλά ο Τσερτκώφ», συνεχίζει, «είναι μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση. Αφιέρωσε όλη τη ζωή του για το έργο που υπηρέτησα κι’ εγώ. Κι’ αυτό το έργο, δεν ξέρω αν καλώς ή κακώς, τ’ αγαπώ, ή μάλλον καλύτερα: το θεωρώ σαν κάτι που πρόκειται να βοηθήση τους ανθρώπους, και συνεπώς κι’ εσάς τους δύο, αγαπημένα μου παιδιά».
— Το γράμμα αυτό θα τους το δώσης μετά τον θάνατό μου, μου είπε κι’ αναλύθηκε σε δάκρυα.
Στις 2 Νοεμβρίου ο πατέρας μου άρχισε να βήχη και να φτύνη αίμα. Είχε περιπνευμονία. Τηλεγράφησα στον Σέργιο:
«Κατάσταση σοβαρά. Θέλησα να σας ειδοποιήσω. Εσένα και Τάνια. Φοβάται ερχομό άλλων».
Την ίδια μέρα η Αλεξάνδρα Τολστόι μαθαίνει έντρομη πως η μητέρα της, παρ’ όλες τις συστάσεις, έφτασε ήδη στην Τούλα κι’ ότι παράγγειλε ένα ιδιαίτερο συρμό για το Αστάποβο. Μαζί της ο Ανδρέας, ο Μιχαήλ, η Τάνια, ένας γιατρός και μια νοσοκόμος. Τρέμει γιατί φοβάται πως αυτή η συνάντηση θ’ αποβή μοιραία για τον πατέρα της, που η καρδιά του πια κρέμεται από μια κλωστή. Ευτυχώς πρώτος φτάνει ο Σέργιος, που είχε μεγαλύτερη κατανόηση απ’ όλους.
Παρ’ όλα αυτά, μόλις τον βλέπει ο Τολστόι ταράζεται πολύ. Πώς ανακάλυψε το καταφύγιό του; ρωτάει ανήσυχος. Ποιος του τόπε; Ο γυιος, για να τον ηρεμήση, δεν του λέει την αλήθεια.
Όταν βγήκε απ’ το δωμάτιό του ο Σέργιος, συνεχίζει η Αλεξάνδρα Τολστόι, ο πατέρας μου με φώναξε:
— Τι λες, λοιπόν, για τον Σέργιο;
— Τι να πω, πατέρα;
— Είδες πώς κατάφερε να με βρη, λέει, και τα μάτια του λάμπουν. Ευχαριστήθηκα που τον είδα… Στ’ αλήθεια, εχάρηκα πολύ… Μου φίλησε το χέρι..
Ο Τολστόι δεν έχει ιδέα πως εκτός απ’ την οικογένειά του ένα αμέτρητο πλήθος από ανυπόμονους φωτογράφους και δημοσιογράφους έχει κυριολεκτικά στρατοπεδεύσει στο σταθμό, έχει περικυκλώσει το σπιτάκι του σταθμάρχη και περιμένει ν’ αρπάξη κάθε ειδησούλα που θα διαρρεύση για να την στείλη κατεπειγόντως στην εφημερίδα του, που θα σπεύση αμέσως να βγάλη παράρτημα.
Εμείς όμως πούμαστε δίπλα στο προσκέφαλό του, συνεχίζει η Αλεξάνδρα Τολστόι, δεν παρακολουθούσαμε παρά τους χτύπους της καρδιάς του και δεν κάναμε άλλο παρά να μετράμε τις αναπνοές του.
Στις 3 Νοεμβρίου καταφθάνει ο γιατρός Νικήτιν. Και μετά έρχεται ο εκδότης Γκορμπούνωφ κι’ ο Γκολντενβάιζερ. Ο φίλος του ο Τσερτκώφ έχει φθάσει απ’ την προηγουμένη. Ο πατέρας μου εκφράζει την επιθυμία να τους δη. Συζητάει πολλή ώρα με τον Γκορμπούνωφ για την προσεχή έκδοση του τελευταίου του έργου: «Η σκέψη της Ανθρωπότητας». Την ώρα που ο εκδότης τον αποχαιρετάει, του λέει:
— Κουράγιο, Λέων Νικολάγιεβιτς, κουράγιο! Δεν θα το βάλουμε κάτω, ε;
Ο πατέρας τού ρίχνει μια αυστηρή ματιά:
— Κύτταξε νάχης εσύ κουράγιο και να μην το βάλης κάτω. Δεν είναι πια δικιά μου δουλειά, του απάντησε.
Η κατάστασή του χειροτερεύει. Φέρνουν ασκούς οξυγόνου, τηλεγραφούν στην Μόσχα για να στείλουν ένα πιο αναπαυτικό κρεβάτι. Δεν τον αφήνουμε μόνο του ούτε μια στιγμή.
— Θάπρεπε να δήτε πώς πεθαίνουν οι χωρικοί, οι χωρικοί… όλο λέει με αναστεναγμό καθώς του φτιάχνουν τα μαξιλάρια του.
Όλη τη μέρα της 4ης Νοεμβρίου την περνάει σε μια κατάσταση ημιαναισθησίας. Παραληρούσε, προσπαθούσε κάτι να μας εξηγήση ή απόμενε τελείως ασάλευτος για ώρες. Μόνο τ’ αποσκελετωμένα δάχτυλά του παιδευόντουσαν αδιάκοπα με το σεντόνι του. Το βλέμμα των ορθάνοιχτων ματιών του ήταν σαν νάναι στραμμένο προς τα μέσα, αυστηρό, βυθισμένο σε κάποια ενατένιση, απρόσιτη για μας.
— Να ψάχνης, να ψάχνης συνεχώς, πρόφερε άξαφνα πολύ καθαρά.
Πλήθος γιατροί είχαν προστρέξει από την Μόσχα. Δεν υπήρχε όμως πια καμμιά ελπίδα. Στις 6 Νοεμβρίου, όλη την ημέρα, από το πρωί ως το βράδυ, έδειξε μια εντελώς ιδιαίτερη αγάπη και καλωσύνη σ’ όσους τον περιστοιχίζανε. «Αγαπημένε μου Ντουσάν, καλέ μου εσύ Ντουσάν», έλεγε μόλις εκείνος τούκανε και την παραμικρότερη εξυπηρέτηση. Όταν του αλλάζαμε σεντόνια, ένοιωθα τα χέρια του να ψάχνουν τα δικά μου. Νόμισα πως το κάνει για νάχη κάπου να κρατηθή, καθώς του λέγαμε ν’ ανασηκώση λίγο το σώμα του, αλλά δεν ήταν αυτό, γιατί μούσφιξε το χέρι δυνατά με αγάπη δυο φορές.
Την ίδια μέρα η Τάνια κι’ εγώ καθόμαστε από τα δυο πλάγια του κρεβατιού του. Άξαφνα, με μια θεληματική κίνηση, ανακάθησε, ολόισιος. Τον πλησίασα και τον ρώτησα μήπως ήθελε να του φτιάξω τα μαξιλάρια.
— Όχι, απάντησε απολύτως καθαρά με μια δυνατή φωνή. Όχι. Σας συμβουλεύω μόνο να θυμηθήτε πως στον κόσμο υπάρχουν και πολλά άλλα πλάσματα εκτός από τον Λέοντα Τολστόι. Εσάς, όλη η έγνοια σας είναι μόνον ο Λέων…
Ήταν τα τελευταία λόγια που μας είπε.
Το βράδυ η κατάστασή του χειροτέρεψε. Του δώσανε οξυγόνο, του κάνανε μια ένεση κάμφορας. Ηρέμησε και κάλεσε τον Σέργιο.
— Σέργιε… Η αλήθεια… αγαπώ πολύ… όπως…
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 12.11.1960, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έπεσε άξαφνα σε λήθαργο κι’ η αναπνοή του έγινε πιο κανονική. Φαινόταν πως για την ώρα δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος. Όλοι πήγανε να πλαγιάσουν, εκτός από τους δύο που θα ξαγρυπνούσαν δίπλα του. Κατά τα μεσάνυχτα μάς ξυπνήσανε όλους. Ο πατέρας μου έσβηνε. Ήρεμα, γαλήνια.
Φωνάξανε μέσα στο δωμάτιό του την Σοφία Αντρέγιεβνα (την γυναίκα του) κι’ όλα μου τ’ αδέλφια.
Στις 9 Νοεμβρίου, πριν ακόμα χαράξη, ο νεκρικός συρμός έφτασε στον σταθμό της Ζασσέκα. Αναρίθμητα τραίνα καταφθάνανε κατάμεστα από την Μόσχα. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδων ανθρώπων θέλανε να παρακολουθήσουν οπωσδήποτε την κηδεία του. Η νεκρώσιμη πομπή είχε ολόκληρα χιλιόμετρα μάκρος.
Το φέρετρο το κρατούσαν οι γυιοι του κι’ οι χωρικοί της Γιασνάγια Πολιάνα. Μπροστά-μπροστά ήτανε μια πινακίδα πούγραφε:
«ΛΕΩΝ ΝΙΚΟΛΑΓΙΕΒΙΤΣ, Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΛΩΣΥΝΗΣ ΣΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΣΒΗΣΗ ΠΟΤΕ ΜΕΣ’ ΣΤΙΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΩΝ ΧΩΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΓΙΑΣΝΑΓΙΑ ΠΟΛΙΑΝΑ».
Η μέρα ήταν παγερή. Μέσ’ στο δάσος, κάτω από τις θεόρατες βαλανιδιές και κοντά στην χαράδρα, ο Μιχαΐλο Ζόριν, ένας μαθητής του, θέλησε να σκάψη μόνος του τον λάκκο.
Αργά, το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο. Όλο το πλήθος, γονατιστό, συντετριμμένο, έψελνε με μια φωνή τον ύμνο των νεκρών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις