Η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού είναι μια εξαιρετική στιγμή για την Γερμανία, μια χώρα γνωστή για τις σταθερές κυβερνήσεις της. Να σκεφτεί κανείς πως έχει συμβεί μόνο δύο φορές στο παρελθόν στα 75 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου κράτους.

Αλλά όπως ένας γάμος που τελείωσε – επιτέλους – μετά από χρόνια τσακωμού, έτσι και η θεαματική διάλυση το βράδυ της Τετάρτης (6/11) του τρικομματικού συνασπισμού του καγκελάριου Όλαφ Σολτς ήταν αναμενόμενη από τους περισσότερους και καλοδεχούμενη από πολλούς.

Πρόσφατη εθνική δημοσκόπηση, όπως αναφέρουν οι New York Times, έδειξε ότι η πλειοψηφία των Γερμανών επιθυμούσε να τερματιστεί ο συνασπισμός με το «φανάρι», που πήρε το όνομά του από τα χρώματα των κομμάτων που τον αποτελούσαν – κόκκινο για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, κίτρινο για το φιλοεπιχειρηματικό Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα και πράσινο για τους Πράσινους. Μόνο το 14% εξακολουθούσε να έχει εμπιστοσύνη στον συνασπισμό, σύμφωνα με την ίδια δημοσκόπηση.

Αν και η αντιπολίτευση πιέζει τον Σολτς να δηλώσει τη διάλυση της κυβέρνησης νωρίτερα, η ανακοίνωση της Τετάρτης είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές τον Μάρτιο, σε μια επισφαλή περίοδο για την Γερμανία τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.

Η κατάρρευση στη Γερμανία, «καρδιακή προσβολή» για την Ευρώπη

Την ίδια ώρα, όπως εξηγεί o αρχισυντάκτης του Euronews, Claus Strunz, αυτή η ολοκληρωτική κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης αποτελεί «έμφραγμα» για την Ευρώπη, διότι η σημαντικότερη δύναμη της ηπείρου, ο ισχυρότερος και πιο αξιόπιστος εταίρος της, έχει πλέον αποδυναμωθεί.

Όλοι οι Ευρωπαίοι εταίροι της Γερμανίας, καθώς και ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, θα αναρωτιούνται: «Μπορώ ακόμα να βασίζομαι σε αυτόν τον καγκελάριο και την κυβέρνησή του;».

Όπως και να έχει, είναι θέμα εβδομάδων και μηνών να έχουμε νέες εκλογές. Είναι λοιπόν η Γερμανία ακόμη ένας αξιόπιστος εταίρος; Και η απάντηση, από πολιτική άποψη, είναι «απολύτως», διαβεβαιώνει ο Strunz, αλλά υπογραμμίζει, παράλληλα, πως οι υπεύθυνοι θα παραμείνουν μόνο για λίγες εβδομάδες ή μήνες ακόμη – και αυτή είναι η πιο αδύναμη κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθείς.

Διχασμένη κοινωνία και στη Γερμανία – Ευκαιρία για την αντιπολίτευση

Διαπιστώνεται, συγχρόνως, πως μετά την αμερικανική κοινωνία, που απέδειξε στη διάρκεια της προεκλογικής κούρσας αλλά και εκ του αποτελέσματος – μέχρι ενός σημείου – πως είναι βαθύτατα διχασμένη, το ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία.

Το φαινόμενο της διαίρεσης στις κοινωνίες μας επεκτείνεται, κατ’ αρχήν, σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου. Η Αμερική είναι το μεγαλύτερο και πλέον το πιο γνωστό παράδειγμα μετά τις πρόσφατες εκλογές της. Αλλά βλέπουμε επίσης αυτή την τάση σε πολλές χώρες της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Ως εκ τούτου, τα κόμματα που δεν βρίσκονται σήμερα στην κυβέρνηση επωφελούνται περισσότερο από το βήμα που μόλις έκανε ο Όλαφ Σολτς, εξηγεί ο αρχισυντάκτης του Euronews.

Τώρα, τα κόμματα αυτά θα τοποθετηθούν ώστε να επιτύχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στις επόμενες εκλογές, σε σύγκριση με αυτά που είχαν πριν. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό τοπίο στη Γερμανία, το οποίο με τη σειρά του θα έχει σημαντικές συνέπειες για την επιρροή, το ρόλο και τις πολιτικές τής Γερμανίας στην Ευρώπη.

Κερδισμένο το ακροδεξιό AfD

Εν τω μεταξύ, η «καρατόμηση» του Κρίστιαν Λίντνερ από τον Όλαφ Σολτς ωφελεί κυρίως την ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD).

Και αυτό, γιατί ο στόχος του AfD, ως το ακροδεξιό κόμμα του πολιτικού φάσματος, ήταν πάντα να συντρίψει αυτή την κυβέρνηση.

Αυτός είναι βέβαια ένας θεμιτός στόχος για ένα κόμμα της αντιπολίτευσης, αλλά στη Γερμανία υπάρχουν πολλές επικριτικές φωνές, που λένε ότι αν το AfD γίνει ισχυρότερο, θα αλλάξει όλο το πολιτικό κλίμα στη χώρα, καθώς και το κύρος της και θα επηρεαστεί, και αυτό που πρεσβεύει η Γερμανία.

Τι θα γίνει τώρα στη Γερμανία;

Πάντως, η κατάρρευση του συνασπισμού δεν σημαίνει, προς το παρόν, και την κατάρρευση της κυβέρνησης. Ο Όλαφ Σολτς θα συνεχίσει να είναι καγκελάριος, πλέον σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας, μέχρι το τέλος του έτους.

Υποσχέθηκε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στο Κοινοβούλιο στις 15 Ιανουαρίου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσει την ψηφοφορία – χωρίς τους Ελεύθερους Δημοκράτες δεν έχει πλέον την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών – και όταν συμβεί αυτό, θα ζητήσει από τον Πρόεδρο της χώρας να διαλύσει την κυβέρνηση και να ορίσει ημερομηνία για νέες εκλογές.

Οι νέες εκλογές πρέπει να διεξαχθούν εντός 60 ημερών, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Σολτς είναι πιθανό να παραμείνει καγκελάριος μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης.

Δεδομένου του χρόνου που απαιτείται για την προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων, η πιο πιθανή ημέρα εκλογών είναι προς το τέλος των 60 ημερών, δηλαδή στις 9 Μαρτίου.

Να σημειωθεί ότι οι εκλογές στη Γερμανία είχαν ήδη προγραμματιστεί για το επόμενο έτος, αλλά όχι πριν από τις 26 Σεπτεμβρίου.

Εν τω μεταξύ, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι θα συνεχίσουν ακροβατώντας, αλλά θα πρέπει να πείσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν τα νομοσχέδιά τους κατά περίπτωση.

Σε σημαντικά ζητήματα όπως η στήριξη της Ουκρανίας, η ενίσχυση του στρατού και η πάταξη της παράτυπης μετανάστευσης – ο Σολτς έκανε, εξάλλου, το πρώτο βήμα στο τελευταίο ζήτημα, κλείνοντας «το μάτι» στους σκληροπυρηνικούς δεξιούς ψηφοφόρους – η αντιπολίτευση και η κυβέρνηση είναι ενωμένες. Έτσι, η γερμανική πολιτική είναι πιθανό να παραμείνει η ίδια.

Όσον αφορά τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, αντιμετωπίζει ένα τελευταίο εμπόδιο την επόμενη εβδομάδα – ένα εμπόδιο που είναι απίθανο να περάσει. Αλλά σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ένας μπλοκαρισμένος προϋπολογισμός οδηγεί σε κλείσιμο της κυβέρνησης, στη Γερμανία, οι τακτικές δαπάνες συνεχίζονται και κανένας κυβερνητικός υπάλληλος δεν χρειάζεται να μείνει χωρίς μισθό.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι;

Ωστόσο, η κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού σηματοδοτεί μια νέα εποχή αστάθειας στη γερμανική πολιτική.

Το γεγονός ότι ο συνασπισμός ήταν ο πρώτος που απαιτούσε τρία κόμματα από τη δεκαετία του 1960, ήταν ένα μέτρο του κατακερματισμένου πολιτικού τοπίου της Γερμανίας, όπως σημειώνουν οι New York Times. Από τότε που ήρθε στην εξουσία το 2021, μετά από χρόνια σχετικής σταθερότητας υπό την πρώην καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ, αυτή η διάσπαση έχει επιταχυνθεί.

Είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν η μεγάλη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε να ενισχύσει το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία».

Στις πολιτειακές εκλογές του Σεπτεμβρίου, τα κόμματα τόσο της άκρας δεξιάς όσο και της άκρας αριστεράς είχαν τις καλύτερες επιδόσεις τους. Όμως, τα κυρίαρχα κόμματα εξακολουθούν να τα θεωρούν «ανάθεμα», γεγονός που καθιστά δύσκολο τον σχηματισμό κυβερνητικών συνασπισμών σε αυτά τα κρατίδια.

Αυτά τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να προμηνύουν εξίσου «βρώμικα παζάρια» για τον συνασπισμό στο Βερολίνο μετά από μια εθνική ψηφοφορία, αν και τα πολιτικά περιθώρια είναι πιο στενά σε εθνικό επίπεδο από ό,τι στα ανατολικά κρατίδια που μόλις ψήφισαν.

Εξάλλου, τα κόμματα της αντιπολίτευσης πιέζουν για εκλογές νωρίτερα, υποστηρίζοντας ότι η καθυστέρηση της ψηφοφορίας ακόμη και μέχρι τον Μάρτιο θα αφήσει την Γερμανία ακυβέρνητη σε μια κρίσιμη περίοδο, όταν ο Τραμπ αναλαμβάνει τα καθήκοντά του, η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται.

Ο Όλαφ Σολτς είναι απίθανο να το κάνει αυτό, ελπίζοντας παράλληλα ότι οι εκλογικές προοπτικές των Σοσιαλδημοκρατών θα βελτιωθούν στο μεταξύ. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις τοποθετούν το SPD στο 16% και φαίνεται πολύ απίθανο να φτάσουν το σχεδόν 26% που είχαν πάρει το 2021, στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές.

Ο καγκελάριος, πάντως, δήλωσε την Τετάρτη ότι η Γερμανία χρειάζεται σαφήνεια για το πολιτικό της μέλλον.