Ενώ εκατομμύρια Αμερικανοί πολίτες είπαν ένα ηχηρό «Ναι» στον νέο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, κατέρρευσε ο κυβερνητικός συνασπισμός της 3ης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, Γερμανίας, επειδή ο αρχηγός είπε ένα ηχηρό «Όχι» στον εταίρο του, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου. Ενώ ο επόμενος πρέδρος των ΗΠΑ υπολογίζει πόσο θα φορολογίσει τα γερμανικά – ευρωπαϊκά προϊόντα, η Γερμανία βρίσκεται σε σύγχυση.

Την ημέρα που εξελέγη ο Ντόναλντ Τραμπ, ο κυβερνητικός συνασπισμός  Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Συμμαχίας ’90/Οι Πράσινοι και Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP), κατέρρευσε, μετά την απόλυση του υπουργού Οικονομικών και προέδρου του FDP, Κρίστιαν Λίντνερ, από τον Καγκελάριο, Όλαφ Σολτς, ηγέτη του SPD.

Αιτία στάθηκε το γεγονός ότι ο Λίντνερ πρότεινε μείωση των φόρων στις εταιρείες, ανατροπή των κανονισμών για το κλίμα και μείωση των προνοιακών επιδομάτων, κάτι που τόσο οι Σοσιαδημοκράτες όσο και οι Πράσινοι θεώρησαν απαράδεκτες.

Έτσι, το βράδυ της Τετάρτης 7 Νοεμβρίου, Όλαφ Σολτς πρότεινε να κυβερνήσει έχοντας τη μειοψηφία έως το τέλος του έτους, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης στις 15 Ιανουαρίου και εκλογές έως το τέλος Μαρτίου 2025. Το ζήτημα βέβαια είναι πότε θα γίνουν πρόωρες εκλογές.

«Η ευρωπαϊκή πολιτική παραμένει κολλημένη παράγοντας αξιοθρήνητο λόγο»

Ο Σολτς επιχειρεί να παρατείνει την κυβερνητική του θητεία σπρώχνοντας όσο το δυνατόν περισσότερο το χρονοδιάγραμμα των εκλογών, θέτοντας προτεραιότητα τη ψήφιση του προϋπολογισμού. Προκαλεί έτσι το CDU αν τολμά να ασκήσει βέτο στην αύξηση των αμυντικών δαπανών και στην αύξηση της οικονομικής στήριξης για την Ουκρανία. Η διαδικασία μέχρι τις εκλογές μπορεί να τραβήξουν μέχρι το φθινόπωρο του 2025! Μπορεί η υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, να έδειξε καθησυχαστική υποστηρίζοντας ότι υπάρχει χρόνος τριών μηνών μέχρι να αναλάβει ο Τραμπ και ότι η Γερμανία διατηρεί την κεντρική ευθύνη στην Ευρώπη, ωστόσο ο επικεφαλής των βουλευτών της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) Αλεξάντερ Ντόμπριντ, απάντησε πως «δεν μπορεί απλώς να αντέξει έναν καγκελάριο σε κώμα».

Μπορεί ο Σολτς να επιδιώκει να συνεχίσει να κυβερνά με κυβέρνηση μειοψηφίας, δεν έχει όμως σε καμία περίπτωση την απαραίτητη πλειοψηφία για να περάσει έναν προϋπολογισμό. Την ίδια στιγμή, ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) Φρίντριχ Μερτς, απέρριψε αυτό το χρονοδιάγραμμα του Σολτς και ζητώντας έτσι την επίσπευση διεξαγωγής εκλογών στη Γερμανία.

Τα δύο σενάρια

Σύμφωνα με το γερμανικό σύνταγμα, απόφαση για τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών δεν μπορούν να ληφθούν από τα μέλη της κάτω βουλής του κοινοβουλίου, (Μπούντεσταγκ), ούτε από καγκελάριο. Μια πρόωρη διάλυση του κοινοβουλίου μπορεί να γίνει μόνο με έναν από τους δύο τρόπους.

Πρώτον, εάν ένας υποψήφιος καγκελάριος δεν κερδίσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία -τουλάχιστον 367 ψήφους στην Bundestag των 733 εδρών- ο πρόεδρος μπορεί να διαλύσει το κοινοβούλιο. Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Στη δεύτερη περίπτωση, ο καγκελάριος μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Μπούντεσταγκ για να επιβεβαιώσει εάν εξακολουθεί να έχει επαρκή κοινοβουλευτική υποστήριξη. Εάν ο καγκελάριος δεν καταφέρει να κερδίσει την πλειοψηφία, μπορεί να ζητήσει στον Πρόεδρο να διαλύσει την Bundestag εντός 21 ημερών. Μετά τη διάλυση του κοινοβουλίου, πρέπει να διεξαχθούν νέες εκλογές εντός 60 ημερών. Σημειώνεται ότι στη μεταπολεμική Γερμανία μόνο τρεις φορές έχουν πραγματοποιηθεί πρόωρες για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο: το 1972, το 1983 και το 2005. Ωστόσο, σήμερα η κατάσταση είναι μάλλον σοβαρότερη.

Πολιτική ανεπάρκεια ολκής

Μιλώντας στην κρατική τηλεόραση ο Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι θέλει να διαθέσει χρήματα για να στηρίξει την Ουκρανία και για αύξηση των αμυντικών δαπανών που έχει πλέον καταστεί απαραίτητη μετά τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ. Ταυτόχρονα όμως δεν θα δεχόταν ένα συμβιβασμό με τις κοινωνικές πολιτικές, καθώς ο Λίντνερ του ζήτησε να στηριχτούν οι αμυντικές δαπάνες με χρήματα  για κοινωνικές πολιτικές.

«Αυτό θα είναι το θέμα της προεκλογικής εκστρατείας – και η νέα διαχωριστική γραμμή στη γερμανική πολιτική» αναφέρει ο γνωστός Γερμανός οικονομικός αναλυτής Βόλφγκανγκ Μούνχαου ασκώντας έντονη κριτική στη Γερμανία για τη στάση της. «Εάν θες να ξέρει πως αντιδρά η Ευρώπη στον Τραμπ η απάντηση είναι: καμία πολιτική ικανότητα, κανένας συντονισμός  και μικροπρέπεια» σε ανάλυσή του στο Eurointelligence.

«Η ουσία είναι ότι ακόμη και όταν αντιμετωπίζουμε έναν πρόεδρο των ΗΠΑ που έχει υποσχεθεί να μειώσει τις δεσμεύσεις του στο ΝΑΤΟ και να επιβάλει δασμούς 20% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, η ευρωπαϊκή πολιτική παραμένει κολλημένη να παράγει αξιοθρήνητο λόγο» που περιστρέφεται γύρω από που θα βρει κονδύλια για να χρηματοδοτήσει αμυντικές δαπάνες και έναν πόλεμο, σύμφωνα με τον αναλυτή.

[Μα] «αυτή είναι και η διαχωριστική γραμμή στη Γερμανία, η γραμμή γύρω από την οποία θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές» αναρωτιέται ο ίδιος, δηλαδή «πώς χρηματοδοτούμε την αύξηση των αμυντικών δαπανών;».

Πράγματι, αυτό δεν επιβαιώνονται ούτε από τις δημοσκοπήσεις στη Γερμανία καθώς όπως εξηγεί, πως «οι μόνοι δύο τρόποι χρηματοδότησης υψηλότερων αμυντικών δαπανών είναι είτε εντός του προϋπολογισμού είτε εκτός. Το SPD δεν θα δεχτεί ανακατεύθυνση κοινωνικού χρήματος στην άμυνα. Η Γερμανία είναι χώρα με υψηλή φορολογία. Δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια ούτε για αυξήσεις φόρων» λέει.

Ενώ ο κοινωνικός προϋπολογισμός είναι η απόλυτη κόκκινη γραμμή γύρω από την υποστήριξη του Σολτς στην Ουκρανία και τις δεσμεύσεις του εντός του ΝΑΤΟ, για το CDU και το FDP οι κόκκινες γραμμές είναι το φρένο στο χρέος. Συνεπώς, σύμφωνα με τον κορυφαίο αναλυτή, αυτές οι εκλογές θα «ξεπλύνουν» πολιτικές θέσεις που δεν συζητούνται ανοιχτά. «Η γερμανική πολιτική βρίσκεται σε ένα τρίλημμα κοινωνικών δαπανών, αμυντικών δαπανών και δημοσιονομικών κανόνων. Ο πολιτικός αγώνας θα είναι για το τι να θυσιάσουμε».

Το μεγάλο δράμα όμως που αντιμετωπίζουν οι Γερμανοί –και συνεπώς η ΕΕ ενόψει της προεδρίας Τραμπ- είναι ότι δεδομένου ότι ούτε το SPD/Οι Πράσινοι ούτε οι CDU/CSU/FDP είναι αρκετά μεγάλα κόμματα να σχηματίσουν κυβέρνηση μεταξύ τους, θα έπρεπε να σχηματίσουν συνασπισμό.

Έτσι, «ένας μεγάλος συνασπισμός μεταξύ CDU/CSU και SPD θα αντιμετώπιζε τα ίδια άλυτα διλήμματα με το σημερινό» εκτιμά ο Μούνχαου.

Με αυτά και αυτά, «η κρίση του ευρώ διέψευσε τη θεωρία ότι αν μόνο η απειλή είναι αρκετά μεγάλη, η Ευρώπη θα ενωθεί. Από τότε δεν έχουμε δει τίποτα να προτείνουμε κάτι διαφορετικό» συμπεραίνει με απογοήτευση ο Γερμανός αναλυτής.