[…]

Πάνω στο πενηντάχρονο Μαρτυρολόγιο της Ελληνικής Αριστεράς (1924-1974) η βιβλιογραφία δεν είναι πια καθόλου ευκαταφρόνητη. Με τη μορφή συστηματικών ιστορικών μονογραφιών, με τη μορφή καταγραφής αναμνήσεων, ημερολογίων, κατάθεσης μαρτυριών, με τη μορφή καθαρά λογοτεχνικών έργων. Σχεδόν πάντα ωστόσο, ένας «αριστερός καθωσπρεπισμός», για να μην πω πουριτανισμός, στην έκφραση ήταν ο κανόνας. Άνθρωποι με περισσότερο ή λιγότερο ταλέντο, με περισσότερη ή λιγότερη γνώση των πραγμάτων, των γραμμάτων, της γλώσσας, φιλολογούντες ή και «ναΐφ», αφελείς ερασιτέχνες της γραφίδας, έλεγαν πάντα τις αλήθειες τους, κατέθεταν τα βιώματά τους, με πάθος ή και μ’ εμπάθεια ακόμη, «αγωνιστικά» αλλά κι ανταγωνιστικά, ωστόσο «κλασικά», καθιερωμένα.

Αίφνης, κεραυνός εν αιθρία. Βορειοελλαδίτης της Β’ δημοτικού, κάποιας ηλικίας πια είναι 56 χρονώ ρίχνει το πρώτο του βιβλίο στην ματωμένη αρένα των αριστερών ιδεών και ξεσηκώνει πρωτόφαντο κουρνιαχτό. Μιλάω, φυσικά, για τον Χρόνη Μίσσιο και το βιβλίο του «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (εκδ. «Γράμματα», σελ. 221), που έχει προκαλέσει αλαλαγμούς χαράς, αφοριστικό πυρετό και δερβισικά ξεσπάσματα σ’ ένα τμήμα της Αριστεράς, και ασφαλώς θα προκαλέσει τις μανιασμένες αντιδράσεις του άλλου.

[Προς το παρόν έχει γίνει «το θέμα» αυτής της Άνοιξης σε σαλόνια, σαλονάκια και σπίτια του λαού…]


«ΤΑ ΝΕΑ», 15.3.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αναμφισβήτητα, πρόκειται για ένα πολιτικο-φιλολογικό γεγονός: Για πρώτη φορά, αριστερός αγωνιστής, με πλούτο βιωμάτων στο Κόμμα, σ’ όλες τις φυλακές, παρανομίες και εξορίες, επιστρατεύει για να τα καταγράψει κριτικά προς όλες τις κατευθύνσεις μιαν «άλλη φωνή», ένα κράμα βλάσφημο, αθυρόστομο, ιερόσυλο «μοντέρνων» ιδιωμάτων, απ’ αυτά που ακούγονται σήμερα από τα σχολεία, τα γήπεδα και τα «παμπς» και έως τις ποινικές φυλακές, τα UFO και τ’ αναμορφωτήρια, και που έχει ήδη χρησιμοποιήσει η ελευθεριάζουσα, αλά-Μπουκόβσκι, μη πολιτική, και ελληνική λογοτεχνία (Γ. Ξανθούλης κ.ά.).

Το αποτέλεσμα είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Σίγουρα. Μιλώντας τάχατες σε σύντροφό του, που τον μακαρίζει γιατί πέθανε… έγκαιρα, τότε, ίσως το ’45, ο Μ. ξετυλίγει, σαν να ’ταν κορδέλα μαγνητοφώνου, ή σαν να ξεφύλλιζε άλμπουμ παλιών φωτογραφιών, τη βασανιστική «ζωή-πατίνι» αυτού του λαού, από τη μια δικτατορία στην άλλη, μια πορεία αίματος και δακρύων, που θα μπορούσε λέεινα ’ταν αλλιώτικη «αν τα κωλόπαιδα της καθοδήγησης» δεν έκαναν όλο «μαλακίες»…


«ΤΑ ΝΕΑ», 15.3.1986, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Θέλω να σου μιλήσω για τα παλιά, για την παρέα» λέει ο Μίσσιος στον πεθαμένο. «Εσύ ήσουνα τυχερός, πέθανες τότε, και μάλιστα από σφαίρα. Εμείς, άσ’ τα, σαν κότες μάς σεργιανάγανε από κοτέτσι σε κοτέτσι: Κέρκυρα, Γεντί Κουλέ, Αβέρωφ, Αίγινα, Γυάρο, Αλικαρνασσό, Μακρονήσι, Αϊ-Στράτη… Από γεωγραφία γίναμε ατσίδες, άσ’ τα, κι από επαναστατική διαπαιδαγώγηση, που λένε, δεν πήγαμε πίσω… Χέσ’ τα τώρα, τι σε ζαλίζω μ’ αυτά…»

Κι ο Μ. αρχίζει, παρολαυτά. Και δεν «ζαλίζει» καθόλου τον… πεθαμένο και πολύ περισσότερο τον αναγνώστη του. Η μια «ιστορία αγρίων» διαδέχεται την άλλη σε μια αέναη κλιμάκωση. Από «κοτέτσι» σε «κοτέτσι», που λέει, νέα περιστατικά, νέα βασανιστήρια, νέοι υποκριτές παπάδες-παιδεραστές, νέοι σαδιστές ασφαλίτες ή διευθυντές φυλακών και νέοι καθημερινοί δήμιοι. Φτάνει στο σημείο ο σημερινός αναγνώστης ν’ αναρωτηθεί ειλικρινά: μπορούσαν Έλληνες (εθνικόφρονες) να βασανίζουν τόσο και έτσι, φριχτά, μεσαιωνικά, άλλους Έλληνες; Κι αυτά επί κυβερνήσεων που είχαν μέλη τους τον Στρατάρχη Παπάγο, τον κ. Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον κ. Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον κ. Κωνσταντίνο Καραμανλή; Κι άλλους, κι άλλους… [Θα έπρεπε να τους δοθεί υποχρεωτικά το βιβλίο, να το αποστηθίσουν και να… εξεταστούν, αν υπήρχε ανθρώπινη δικαιοσύνη· αντί γι’ αυτό, τους έχουμε φρουρές και Μερτσεντές…]


Κι όμως, όλα όσα γράφει ο Μίσσιος είναι αλήθειες. Τα ’χω ακούσει απαράλλαχτα από πολιτικούς κρατούμενους, που κάνανε π.χ. μαζί του στο Βίδο, το νησάκι της Κέρκυρας, όπου οι ανήλικοι ή αυτοκτονούσαν (αλλ’ αυτό δεν το επέτρεπε το Κόμμα…) ή κατέληγαν στο γειτονικό «τρελάδικο». Άλλωστε, κάποτε τον «τρελάνανε» και τον ίδιο τον συγγραφέα· ή, τουλάχιστον, αναγκάστηκε να κάνει τον τρελό για να γλιτώσει από τα βασανιστήριά τους.

Δεν επιχειρώ να κάνω ούτε ψυχανάλυση του Μίσσιου, ούτε τον συνήγορο του… Διαβόλου, δηλ. της «καθοδήγησης» του ΚΚΕ. Νομίζω, όμως, πως, όντας πολύ πληγωμένος άνθρωπος, αλλά και γι’ άλλους λόγους που διαμορφώνουν στάσεις και συμπεριφορές π.χ. ίσως υπερβολική συνάφεια με το γνωστό για την ένταση των επιδράσεών του «λούμπεν» στοιχείο της Θεσσαλονίκης, κ.λπ. ενίοτε αφήνεται σε «θέσεις» συζητήσιμες:

«Το κατάφεραν», λέει για την καθοδήγηση, «σε κοτέτσι μια ζωή, να μας κάνουν κότες. Με τις τόσες μαλακίες που κάνανε, πώς αλλιώς θα μας κρατάγανε να μην τους ρίξουμε σφαλιάρα; Τέλος, το χωράει, ρε, ο νους σου, να είμαστε επαναστάτες, και η βάση της συμπεριφοράς μας να είναι… οι δέκα εντολές: Ου κλέψεις, ου μοιχεύσεις και άλλες μαλακίες, όταν μας έκλεβαν, μας σκότωναν και μας γαμούσαν απ’ όλες τις μπάντες. Αυτά τα μπαλαμούτια των αστών μάς τα πασάρανε σαν κομμουνιστική ηθική και επαναστατική συμπεριφορά. Διπλή σκλαβιά, σου λέω, να τρελαθείς…»


Δηλαδή, ρε Χρόνη που λες κι εσύ τι έπρεπε να διδάσκει το επαναστατικό Κόμμα: «άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις»; Μάλλον έτσι που λες και πάλι εσύ (σελ. 107) «θα μπερδεύαμε, στο τέλος, τα μπούτια μας…»

[…]

Θα κατάλαβε ο αναγνώστης πως πρόκειται για ένα βιβλίο ερεθιστικό, αξιοπερίεργο, ολοζώντανο, ενδιαφέρον. Απ’ αυτό το σημείο, όμως, και έως να λιποθυμάμε, όπως περίπου ο παλαιός μου φίλος και διδάσκαλος Τάσος Βουρνάς («Η Αυγή», 9.3.1986), υπάρχει απόσταση. Σύμφωνοι, σήμερα ελευθεριάζουμε, αλλά δεν μπορούμε να γράφουμε ότι στο βιβλίο του Μίσσιου «η γλώσσα η σημερινή των Ελλήνων… βρήκε την πιο τέλεια έκφρασή της», όταν κινδυνεύουν ασχημάτιστοι νέοι να διαβάσουν σ’ αυτό: «Κατ’ αρχήν, υπάρχει ένα κόλπο που το λένε διαλεκτική. Αυτό είναι, να πούμε, σαν της πουτάνας το μαγκάλι…» (σελ. 86) ή «Και την Ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη…» (σελ. 85). Γραφικά είν’ αυτά, αλλά ούτε γλώσσα έστω, σημερινή των Ελλήνων είναι, ούτε μπορούμε να τα κάνουμε όλα «μπάχαλα». Στο μπορντέλο κι ο Μαρξ; πού πάμε;


Τέλος, υπερβολικά (και βιαστικά οριστικά) βρίσκω και όσα έγραψε για τη γραφή του Μίσσιου ο αγαπητός μου Μανόλης Αναγνωστάκης («Η Αυγή», 12.1.1986). Τουλάχιστον, όμως, υπήρξε συζητητικός, πρόβαλε επιχειρήματα, άφηνε ανοιχτό το επίμαχο θέμα της «ιδεολογικής» γραμμής και κατέληγε με τη σύσταση: «Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί με μια προϋπόθεση: Να διαβαστεί σωστά».

*Έξοχη κριτική ανάλυση του δημοσιογράφου, κριτικού και μεταφραστή Κώστα Σταματίου (1929-1991), που έφερε τον τίτλο «Ο ιερόσυλος» Χρόνης Μίσσιος και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Σάββατο 15 Μαρτίου 1986.


Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός και αγωνιστής της Aριστεράς, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930 (η 8η Νοεμβρίου αναφέρεται στις σχετικές πηγές ως ημερομηνία γεννήσεώς του) και απεβίωσε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2012, έχοντας πρώτα παλέψει επί μακρόν με τον καρκίνο.

Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Μίσσιου μπορείτε να βρείτε εδώ.