Στη «σκιά» του Ντόναλντ Τραμπ – Η Γερμανία σε πολιτική κρίση, η Ευρώπη σε αχαρτογράφητα νερά
Μια περίοδος πολιτικής ρευστότητας αρχίζει στη Γερμανία, καθώς η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο του προστατευτισμού της δεύτερης προεδρίας Τραμπ στις ΗΠΑ
Τυχαίο ή μη, λιγότερο από 24 ώρες μετά το σοκ των αμερικανικών εκλογών με την επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, ξέσπασε πολιτική κρίση στη Γερμανία.
Τη χώρα όπου ο πρώην και νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ έχει γενεαλογικές ρίζες, την αντιμετώπισε κατά την πρώτη θητεία του ως τον «εχθρό» στις τάξεις των συμμάχων και τώρα τη βάζει στο μικροσκόπιο του τραμπικού προστατευτισμού, μετά τον «στρατηγικό αντίπαλο», την Κίνα.
Ήταν σε αυτό το φόντο που το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός «φανάρι» στο Βερολίνο «έσβησε», σε μια κατά τα λοιπά προαναγγελθείσα κρίση.
Σοβούσε εδώ και μήνες μεταξύ των ιδεολογικά ετερόκλητων κυβερνητικών εταίρων -των Σοσιαλδημοκρατών, των Πράσινων και των Φιλελευθέρων- εν μέσω στοιβαζόμενων προβλημάτων στη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, μεταπανδημικών και υβριδικών του πολέμου στην Ουκρανία.
Επιδεινώθηκε μετά το κοινό -αλλά διαφορετικής κλίμακας- εκλογικό στραπάτσο στις πρόσφατες εκλογές στα κρατίδια της Σαξονίας, της Θουριγγίας και του Βρανδεμβούργου.
Εκδηλώθηκε τώρα στο προσκήνιο -εν μέσω κλίματος αποεπένδυσης και ασθενούς ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας- με αφορμή τις νέες διαφωνίες για τον προϋπολογισμό του 2025.
Οδήγησαν στην αποπομπή του φιλελεύθερου -θιασώτη του σκληρού δημοσιονομικού ορθολογισμού και του «φρένου χρέους»- υπουργού Οικονομικών και ηγέτη των Φιλελευθέρων, Κρίστιαν Λίντνερ, με εντολή του Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς.
Τούτων δοθέντων, η αποχώρηση του μικρότερου εταίρου από την κυβέρνηση ήταν δεδομένη.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο υπουργός Μεταφορών, Φόλκερ Βίσινγκ, που ανεξαρτητοποιήθηκε και παραμένει στη θέση του.
Πλην όμως μέχρι νεοτέρας, όπως ισχύει και για την υπόλοιπη κυβέρνηση Σολτς -μειοψηφίας πια- μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων.
Το ακριβές χρονοδιάγραμμα των πρόωρων ομοσπονδιακών εκλογών -που κανονικά θα διεξάγονταν τον Σεπτέμβριο του 2025- παραμένει προσώρας στον αέρα.
Όμως το σίγουρο είναι ότι η Γερμανία, «ατμομηχανή» της ΕΕ, θα βρίσκεται σε περιδίνηση στις 20 Ιανουαρίου, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ θα αναλάβει επίσημα καθήκοντα ως 47ος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Πολιτική αβεβαιότητα, επικίνδυνα μικροπολιτικά «παιχνίδια»
Για τον Λίντνερ και το κόμμα των Φιλελευθέρων, η αποχώρηση από την κυβέρνηση Σολτς αποτελεί επί της ουσίας μια απέλπιδα φυγή προς τα εμπρός, ενόσω οι πανεθνικές δημοσκοπήσεις προδικάζουν τον κοινοβουλευτικό αφανισμό του.
Για τον αντιδημοφιλή καγκελάριο Σολτς, η αποπομπή Λίντνερ και κατ’ επέκταση του FDP από την κυβέρνηση ήταν επίδειξη ηγετικής ισχύος.
Πολλώ μάλλον όταν ο ίδιος αμφισβητείται ακόμη και στο εσωτερικό του κόμματός του, των Σοσιαλδημοκρατών, όπου πληθαίνουν οι φωνές υπέρ μιας υποψηφιότητας του δημοφιλούς υπουργού Άμυνας, Μπόρις Πιστόριους, για την καγκελαρία.
Τώρα, η κυβέρνηση μειοψηφίας υπό τον Σολτς θέλει να περάσει τα πια επείγοντα θέματα του προϋπολογισμού, αναζητώντας πλειοψηφίες κατά περίπτωση, προτού ζητήσει για τους τύπους ψήφο εμπιστοσύνης στην Μπούντεσταγκ, την ομοσπονδιακή Βουλή, στα μέσα Ιανουαρίου.
Σκιαγραφείται ως ο ενδιάμεσος σταθμός για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών έως τα μέσα Μαρτίου.
Ήδη ανακοινώθηκε ο διορισμός του Γιοργκ Κούκιες -πρώην τραπεζίτη της Goldman Sachs και οικονομικού συμβούλου του Σολτς- ως νέου υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας.
Όμως η κεντροδεξιά αντιπολιτευόμενη «Χριστιανική Ένωση» (Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνικές) πιέζει για επίσπευση του χρονοδιαγράμματος.
Διατηρώντας σταθερό προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις -χωρίς όμως προοπτική αυτοδυναμίας και την ακροδεξιά του AfD να ακολουθεί στη δεύτερη θέση- αξιώνει την διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης εντός της επόμενης εβδομάδας.
Υπέρ αυτή της προοπτικής έχει ταχθεί και η υβριδική «συντηρητική αριστερά» της «Συμμαχίας Σάρα Βάγκενκνεχτ», που έχει αποσπαστεί από το κόμμα της Αριστεράς, «καταπίνοντάς» την πια στις δημοσκοπήσεις.
Όμως όποτε κι αν γίνουν οι νέες ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία, με όποιο κατ’ όνομα νικητή και ανεξαρτήτως της σύνθεσης της επόμενης κυβέρνησης -δεδομένα συνασπισμού- οι προκλήσεις της επόμενης ημέρας στο Βερολίνο θα παραμένουν μεγάλες και θα ακούν σε ένα όνομα: Ντόναλντ Τραμπ.
«Σύννεφα» γεωπολιτικού και εμπορικού πολέμου
Η πολιτική κρίση στη Γερμανία δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή για τη μεγαλύτερη οικονομία στη διχασμένη Ευρώπη της πολυκρίσης.
Οι ανησυχίες είναι πλέον έκδηλες για τις επιπτώσεις στο εμπόριο και την ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου από την επιστροφή του Ρεπουμπλικανού Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο.
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ απειλεί από τη μια με εμπορικούς δασμούς την ΕΕ, ενώ από την άλλη διακηρύττει ότι θα τερματίσει άμεσα τον πόλεμο στην Ουκρανία, χωρίς σαφές σχέδιο για την επόμενη ημέρα στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας.
Σε αντίθεση με τη Γαλλία ή τη Μεγάλη Βρετανία -έτερες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις του ΝΑΤΟ- η Γερμανία δεν έχει πυρηνικά όπλα ως αποτρεπτικό μέσο και, από αυτή την άποψη, εξαρτάται σε μεγαλύτερο βαθμό από την αντιπυραυλική «ασπίδα» των ΗΠΑ.
Η διατήρησή της αναμένεται να συνοδευτεί από νέες απαιτήσεις του Τραμπ προς το Βερολίνο για περεταίρω αύξηση των αμυντικών του δαπανών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, πέραν του προβλεπόμενου 2% του ΑΕΠ.
Ειδικοί πιστεύουν ότι ένα 3-4% θα είναι πιθανότατα απαραίτητο, όπως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, ειδικά εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από την υποστήριξη του Κιέβου.
Αυτή δε η αμυντική εξάρτηση της Γερμανίας δίνει στον Τραμπ επιπλέον μόχλευση σε άλλους τομείς, με πρώτες τις εμπορικές σχέσεις.
Ήδη σε σοβαρή κρίση, η γερμανική εξαγωγική βιομηχανία αναμένεται να πληρώσει το «μάρμαρο» του προαναγγελθέντος προστατευτισμού Τραμπ 2.0.
Με συνολικό όγκο εξαγωγών και εισαγωγών στα 350 δισεκατομμύρια ευρώ πέρυσι, οι ΗΠΑ ήταν μακράν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος του Βερολίνου. Και δη με εμπορικό πλεόνασμα 88 δισεκατομμύρια ευρώ.
Ο Αμερικανός νεοεκλεγείς πρόεδρος και οι οικονομολόγοι του κάνουν λόγο για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Μετά την Κίνα, το Μεξικό και το Βιετνάμ, η Γερμανία βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των τιμωρητικών δασμών.
Στο στόχαστρο βρίσκονται ιδιαίτερα οι αυτοκινητοβιομηχανίες της με παραγωγή στις ΗΠΑ.
«Θέλω να γίνουν αμερικανικές», έχει διακηρύξει ο Τραμπ.
Μετρώντας πληγές, αναζητώντας «θεραπείες» στην αμήχανη ΕΕ
Μελέτες του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου (IFO) προβλέπουν σημαντικές απώλειες για την οικονομία της Γερμανίας ως αποτέλεσμα των νέων πολιτικών του νέου -αλλά ήδη γνώριμου- ενοίκου του Λευκού Οίκου.
Εάν ο Τραμπ επιβάλει πράγματι βασικό δασμό 20% στις εισαγωγές (60% ειδικά από την Κίνα), υπολογίζεται ότι οι γερμανικές εξαγωγές στις ΗΠΑ θα μειωθούν κατά 15% και κατά 10% αυτές της Κίνας. Τα αναμενόμενα κινεζικά αντίμετρα θα μπορούσαν να επιδεινώσουν περαιτέρω την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.
Για την Ευρώπη συνολικά και ειδικά για την ισχυρότερη οικονομία της, οι επιπτώσεις είναι πιθανό να γίνονται ισχυρότερες από χρόνο σε χρόνο.
Σύμφωνα με το IFO, η γερμανική οικονομία θα μπορούσε σε αυτό το πλαίσιο να βυθιστεί σε σοβαρή ύφεση, με συρρίκνωση κατά 1,4% του ΑΕΠ έως το 2027 και κίνδυνο απώλειας έως και 235.000 θέσεων εργασίας.
Δημοσκόπηση του ινστιτούτου Forsa αποτυπώνει ένα γενικευμένο αίσθημα ανασφάλειας, με το 68% των Γερμανών να χαρακτηρίζει δεδομένες τις αρνητικές συνέπειες της προεδρίας Τραμπ στην ήδη αποδυναμωμένη οικονομία στη Γερμανία.
Με τη Γαλλία λιγότερο εκτεθειμένη σε αυτούς τους κινδύνους, εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν -που μιλά εδώ και καιρό για την ανάγκη της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης- βλέπει την παρούσα συγκυρία ως μια ευκαιρία για ένα άλμα προς τα εμπρός.
Σε αντίθεση με τους περισσότερους νυν ηγέτες της ΕΕ -και δη τον Όλαφ Σολτς- ήταν στην εξουσία κατά την πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ.
Μια πολιτική… τεχνογνωσία, που θα μπορούσε τώρα να ενισχύσει το πολιτικό προφίλ του στην Ευρώπη και έναντι της δεύτερης προεδρίας Τραμπ, εν μέσω πολιτικής κρίσης και εσωστρέφειας στη Γερμανία, αλλά και ως διέξοδο από τα σοβαρά εσωτερικά πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ίδιος στη Γαλλία.
Τη μοναδική εναπομείνασα πυρηνική δύναμη στην ΕΕ, μετά την έξοδο της Βρετανίας με το προβληματικό Brexit.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις