Θα αντέξει η Ευρώπη καθώς η απειλή μιας νέας οικονομικής κρίσης μεγαλώνει;
Παρά τη «νέα συμφωνία για την ανταγωνιστικότητα» στην οποία κατέληξαν οι «27», λίγοι βλέπουν κάποιο βραχυπρόθεσμο συμβιβασμό στη δημοσιονομική μάχη που ετοιμάζεται στην Ευρώπη
Οι ηγέτες της ΕΕ που συγκεντρώθηκαν στη Βουδαπέστη την Παρασκευή, για να αναλογιστούν την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, να θρηνήσουν την υποτονική ανταγωνιστικότητα της ηπείρου και να εξετάσουν τα πιθανά διορθωτικά μέτρα που καλείται να λάβει η Ευρώπη, βρήκαν δύο παλιούς φίλους να τους περιμένουν στο τραπέζι της συνόδου κορυφής.
Ο ένας ήταν ο Μάριο Ντράγκι, ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ που πιστώνεται τη «διάσωση» του ευρώ κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2010-2012, η οποία απείλησε την ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος. Τώρα ηγείται της προσπάθειας για μια ριζική αναθεώρηση της βιομηχανικής προσέγγισης του μπλοκ, μια αποστολή που πιθανότατα θα γίνει πιο επείγουσα καθώς ο Τραμπ στρέφει τις ΗΠΑ προς μια πιο προστατευτική εμπορική πολιτική.
Το δεύτερο, όπως σχολιάζουν οι Financial Times, ήταν το φάντασμα εκείνης της κρίσης, όταν τα λιτά, πλούσια βόρεια κράτη της ΕΕ κατηγόρησαν τους πιο «σπάταλους», υπερχρεωμένους νότιους συμμάχους τους ότι έσυραν το μπλοκ προς τη δημοσιονομική καταστροφή και τελικά επέβαλαν επώδυνους όρους σε όσους χρειάστηκαν διάσωση.
Αυτά τα δημοσιονομικά ρήγματα πριν από περισσότερο από μια δεκαετία άφησαν βαθιά σημάδια στην Ευρώπη, καθώς Γερμανοί, Ολλανδοί, Έλληνες και Πορτογάλοι κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον ότι έθεταν σε κίνδυνο το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Και τώρα επιστρέφουν στην επιφάνεια, με την ΕΕ να αντιμετωπίζει μια νέα κρίση: τη μακροπρόθεσμη παγκόσμια οικονομική της ενότητα. Η αίσθηση της κρίσης αυξήθηκε την Τετάρτη μετά την επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ.
Η απειλή Τραμπ για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα
Οι αναλυτές της Goldman Sachs πιστεύουν ότι οι υποσχέσεις του να επιβάλει δασμούς στις αμερικανικές εισαγωγές από την Ευρώπη και να απαιτήσει από την ήπειρο να δαπανήσει περισσότερα για τη δική της άμυνα θα περιορίσουν περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη στην ΕΕ.
Ο Τραμπ έχει επίσης υποσχεθεί να ανατρέψει τμήματα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, γεγονός που οι αξιωματούχοι της ΕΕ φοβούνται ότι θα αφήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σε περαιτέρω ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Η διπλή πρόκληση της πανδημίας Covid-19 και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησαν σε αξιοσημείωτη ενότητα μεταξύ των 27 μελών της ΕΕ. Αλλά το ζήτημα του τρόπου χρηματοδότησης της αντεπίθεσης της ανταγωνιστικότητας και του μετριασμού των επιπτώσεων της εκλογής Τραμπ παρασύρει αυτή τη συλλογική αλληλεγγύη, επαναφέρει παλιές διαιρέσεις και καθυστερεί τη συμφωνία.
«Δεν μπορείτε να πληρώσετε για την ανταγωνιστικότητα. Πρέπει να δημιουργήσετε τις συνθήκες γι’ αυτήν», είπε ανώτερος διπλωμάτης της ΕΕ που ήταν παρών στη σύνοδο της Βουδαπέστης. «[Και] από πού υποτίθεται ότι θα προέλθουν αυτά τα νέα χρήματα; Από δανεισμό εις βάρος των μελλοντικών γενεών; Ή να περιμένετε από άλλα κράτη μέλη να πληρώσουν για εσάς;», αναρωτήθηκε.
Η έκθεση Ντράγκι και «ο ελέφαντας στο δωμάτιο»
Ο Ντράγκι, σε μια ολοκληρωμένη έκθεση για την οικονομική δυσπραγία της ΕΕ, πρότεινε ότι θα χρειαστούν 800 δισ. ευρώ σε πρόσθετες επενδύσεις κάθε χρόνο για να διορθωθεί. Το δημόσιο χρήμα είναι πιθανό να αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό κομμάτι από αυτά. «Δεν χρειάζεται να πρόκειται για πόλεμο ή πανδημία για να αναγνωρίσουμε ότι αντιμετωπίζουμε βαθιά υποβόσκοντα προβλήματα όσον αφορά την ανταγωνιστικότητά μας, που πρέπει να αντιμετωπιστούν», δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στους FT, χαρακτηρίζοντας το ζήτημα ως «τον ελέφαντα στο δωμάτιο».
Ταυτόχρονα, οι εθνικές κυβερνήσεις περιορίζουν τις δαπάνες ως απάντηση στους νέους κανόνες της ΕΕ, που αποσκοπούν στη μείωση του δημόσιου χρέους που διογκώθηκε από τον Covid και τις έκτακτες ενεργειακές επιδοτήσεις. Αυτό αφήνει ελάχιστο δημοσιονομικό χώρο στους εθνικούς ισολογισμούς για να συνεχίσουν τις επενδύσεις σε όλα τα πεδία, από το «πρασίνισμα» της οικονομίας έως τις ψηφιακές υποδομές και την άμυνα.
Επί του παρόντος, τα κράτη μέλη επωφελούνται από τη χρηματοδοτούμενη από το χρέος, μετα-Covid διευκόλυνση του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ( RRF) ύψους 724 δισ. ευρώ, η οποία όμως πρόκειται να λήξει το 2026.
Όταν πρόκειται για τις αυξανόμενες μελλοντικές επενδυτικές ανάγκες της Ευρώπης, δεν υπάρχει καμία διάθεση μεταξύ των «λιτών» – και πλούσιων βόρειων – εθνών για περισσότερες κοινές εκδόσεις χρέους, υψηλότερες συνεισφορές στα ταμεία των Βρυξελλών ή για την παροχή στην ΕΕ δικών της εξουσιών για την αύξηση των εσόδων.
Βροντερό «όχι» στις προτάσεις Ντράγκι
«Το να προηγηθούμε στην τεχνολογία και να είμαστε αυτοδύναμοι στην άμυνα είναι ουσιαστικά πολύ ακριβά λαχεία. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αν ξοδέψεις χρήματα θα είσαι καλύτερα», λέει ο Adam Posen, πρόεδρος του Ινστιτούτου Peterson για τα Διεθνή Οικονομικά. «Αλλά οι πιθανότητες είναι πολύ καλύτερες από το μέσο λαχείο και οι πληρωμές είναι τεράστιες».
Οι 27 ηγέτες της ΕΕ, πάντως, μπορεί να ενέκριναν μια πολυαναμενόμενη «Νέα Ευρωπαϊκή Συμφωνία Ανταγωνιστικότητας», για να αναζωογονήσουν τη στάσιμη οικονομία του μπλοκ και να καλύψουν το διευρυνόμενο χάσμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, αλλά απέφυγαν την συμβουλή του Μάριο Ντράγκι να εκδώσουν νέο κοινό χρέος.
Η κατηγορηματική αντίθεση που εξέφρασαν χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, οι οποίες απέρριψαν τη σύσταση του Ντράγκι λίγες μόλις ώρες μετά την πρώτη δημοσίευση της έκθεσής του τον Σεπτέμβριο, κατέστησε αδύνατη τη συμπερίληψη ρητής αναφοράς στο κοινό χρέος στη «νέα συμφωνία ανταγωνιστικότητας».
Τι προβλέπει η νέα συμφωνία των «27»;
Αντ’ αυτού, σε ένα λιτό τμήμα που είναι αφιερωμένο στη χρηματοδότηση, οι «27» δεσμεύονται να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα υφιστάμενα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, όπως ο πολυετής προϋπολογισμός της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και ένα «παγωμένο» εδώ και καιρό σχέδιο για τη δημιουργία μιας Ένωσης Κεφαλαιαγορών.
Όσο για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, οι λύσεις που προβλέπονται στη συμφωνία περιλαμβάνουν δεσμεύσεις για την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, την απελευθέρωση νέων μετρητών για τις μικρομεσαίες και τις νεοφυείς επιχειρήσεις, τη μείωση της γραφειοκρατίας, την προώθηση της εγχώριας υψηλής τεχνολογίας, την επίτευξη «βιώσιμων» εμπορικών συμφωνιών και τη δαπάνη τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ για Ε&Α μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Το 2020, η ΕΕ προχώρησε στο πρωτοποριακό βήμα της έκδοσης κοινού χρέους ύψους έως και 800 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση μιας δέσμης κονδυλίων της Επόμενης Γενιάς της ΕΕ, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τις χώρες να ανακάμψουν από την πανδημία.
Η πρωτοβουλία βασίστηκε στη μεγάλη συμφωνία που βρίσκεται στην καρδιά του ευρωπαϊκού σχεδίου: οι χώρες πληρώνουν στον κοινό προϋπολογισμό του μπλοκ με βάση τον πλούτο τους και λαμβάνουν κεφάλαια με βάση τις σχετικές ανάγκες τους. Τα ταμεία συνοχής, τα οποία έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν στην ανύψωση των επιμέρους περιφερειών στο μέσο πλούτο της ΕΕ, αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του δημοσιονομικού συμβιβασμού.
Η οικονομική κρίση του 2010, τα μνημόνια και ο «πόλεμος» Βορείων – Νοτίων
Όμως, αυτή η κατανόηση έσπασε το 2010, καθώς η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση σάρωσε την Ευρώπη. Χώρες όπως η δική μας, η Ελλάδα, χρειάστηκαν τεράστια δημοσιονομική στήριξη προκειμένου να αποφύγουν τη χρεοκοπία, που θα μπορούσε να διαλύσει την ευρωζώνη. Οι πλουσιότερες χώρες, όπως η Γερμανία, κατηγόρησαν τόσο την Ελλάδα όσο και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου για οικονομική κακοδιαχείριση.
Η αντιστοίχιση των αιτημάτων των φτωχότερων χωρών (περισσότερη κοινή χρηματοδότηση) με τους όρους των πλουσιότερων (περισσότερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις και βαθύτερη ενιαία αγορά) είναι μια προφανής προσέγγιση της έκθεσης Ντράγκι και ο λόγος για τον οποίο ο Σαρλ Μισέλ και ο οικοδεσπότης της συνόδου, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, ζήτησαν από τον Ιταλό να παραστεί αυτοπροσώπως.
Πίστευαν ότι θα ήταν πιο δύσκολο για τους ηγέτες να δώσουν έμφαση σε μέρη της έκθεσής του και να αγνοήσουν άλλα, αν ο συντάκτης της βρίσκεται στην αίθουσα. «Δεν μπορούμε να διαλέγουμε από την έκθεση Ντράγκι ό,τι μας αρέσει», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Έρχεται τριετής διαμάχη για τον επόμενο κοινό προϋπολογισμό στην Ευρώπη
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις και τα εθνικά στερεότυπα της προηγούμενης δεκαετίας επανέρχονται στην επιφάνεια, καθώς οι 27 πρωτεύουσες ετοιμάζονται για τρία χρόνια διαμάχης για τον επόμενο κοινό προϋπολογισμό, ο οποίος θα διαρκέσει από το 2028 έως το 2034.
Αν και ιστορικά ο προϋπολογισμός περιορίζεται στο 1% του ΑΕΠ της ΕΕ για επτά χρόνια, συνειδητοποιείται όλο και περισσότερο ότι οι τεράστιες και αυξανόμενες ανάγκες στην Ευρώπη θα απαιτήσουν πολύ υψηλότερες επενδύσεις – σύμφωνα με τον Ντράγκι, που ισοδυναμούν με έως και 4,7% του ΑΕΠ της ΕΕ ετησίως.
Η νίκη του Τραμπ αύξησε μόνο το πιθανό κόστος. Ο επερχόμενος Επίτροπος Άμυνας της ΕΕ δήλωσε αυτή την εβδομάδα ότι μόνο το ηπειρωτικό σύστημα αεράμυνας θα κόστιζε 500 δισ. ευρώ, περίπου 50% περισσότερο από ό,τι τα κράτη μέλη δαπανούν συνολικά για την άμυνα κάθε χρόνο.
Κόκκινη γραμμή το ευρωομόλογο για τα εύπορα κράτη μέλη
Με τους δημόσιους προϋπολογισμούς να είναι ήδη τεντωμένοι σε όλη την ήπειρο, ο Ντράγκι και άλλοι κάνουν λόγο για επενδύσεις σε επίπεδο ΕΕ με την έκδοση ευρωπαϊκού ομολόγου με κορυφαία αξιολόγηση. Αλλά αυτό αποτελεί κόκκινη γραμμή για τις χώρες που δεν επιθυμούν να επιδοτήσουν εκείνους που θεωρούν δημοσιονομικά ανεύθυνους γείτονες.
Η Ελλάδα, ήδη από την διακυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου, είχε επιμείνει ιδιαίτερα στην έκδοση ευρωομολόγου, αλλά δεν εισακούστηκε ποτέ…
Εξάλλου, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, απέκλεισε ρητά την ύπαρξη περισσότερου κοινού χρέους για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων, επιμένοντας είτε σε εθνικές συνεισφορές είτε σε νέους φόρους σε επίπεδο ΕΕ. «Δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για τη χρηματοδότηση μελλοντικών έργων», όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα.
Αλλά υπάρχει πολύ μικρή όρεξη μεταξύ των κρατών μελών για κάποιο από αυτά. Η παροχή στις Βρυξέλλες μεγαλύτερης εξουσίας για την αύξηση των εσόδων αποτελεί το απόλυτο ταμπού για πολλές χώρες. Τα αιτήματα για υψηλότερες συνεισφορές στον κοινό προϋπολογισμό είναι ελάχιστα πιο δημοφιλή.
Σύγκρουση για την ελληνική πρόταση να εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από το έλλειμμα
Ακόμη και πριν από τη νίκη του Τραμπ, ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας σήμαινε ότι οι αμυντικές προτάσεις, όπως οι οχυρώσεις των ανατολικών συνόρων, έχουν προστεθεί σε άλλες ιδέες, όπως τα διασυνοριακά ενεργειακά δίκτυα, σε μια μελλοντική λίστα επιθυμιών. «Θέλω να πω, αυτή ήταν πάντα η ίδια συζήτηση στην Ευρώπη: Υπάρχει ένα ευρωπαϊκό δημόσιο αγαθό; Θα είμαστε, ως Ευρωπαίοι, καλύτερα αν κάνουμε κάποια από αυτά τα πράγματα;», λέει ο κ. Μητσοτάκης.
«Και αν είμαστε, ως Ευρωπαίοι, καλύτερα, θα είμαστε καλύτερα και ως Έλληνες, Γερμανοί ή Ολλανδοί;». Αλλά ακόμη και στην άμυνα οι παλιές διαχωριστικές γραμμές είναι ορατές. Τα ισχυρότερα αιτήματα για συλλογικές δαπάνες για την ασφάλεια προέρχονται, όπως είναι αναμενόμενο, από χώρες που βρίσκονται πιο κοντά στη Ρωσία, οι οποίες εντάχθηκαν στην ΕΕ πιο πρόσφατα – και συνεισφέρουν λιγότερο στον προϋπολογισμό.
Οι ισχυρότερες αντιρρήσεις προέρχονται από τα παλαιότερα, πλουσιότερα κράτη μέλη που βρίσκονται δυτικότερα. «Αν θέλουν να αγοράσουν προϊόντα αεράμυνας, είναι περισσότερο από ευπρόσδεκτοι να τα πληρώσουν οι ίδιοι», λέει ένας ανώτερος αξιωματούχος από ένα κράτος που καταβάλλει καθαρές εισφορές.
Σε έντονες κατ’ ιδίαν συζητήσεις στη σύνοδο κορυφής των ηγετών της ΕΕ τον Ιούνιο, ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ «τα έβαλε» προσωπικά με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς και τον Ρούτε, αφού αρνήθηκαν να εξετάσουν το ενδεχόμενο κοινής χρηματοδότησης των αμυντικών αναγκών της ΕΕ.
Έρχεται δημοσιονομική μάχη των βορειοδυτικών με τις νοτιοανατολικές χώρες
Σε κάθε περίπτωση, παρά την συμφωνία για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, την οποία χαιρέτισαν οι «27» στη Βουδαπέστη, λίγοι βλέπουν κάποιο βραχυπρόθεσμο συμβιβασμό στη δημοσιονομική μάχη που ετοιμάζεται μεταξύ των βορειοδυτικών και των νοτιοανατολικών χωρών της ΕΕ.
Όσοι όμως υποστηρίζουν ένα μεγαλύτερο προϋπολογισμό, ή περισσότερο κοινό δανεισμό, πιστεύουν ότι τελικά θα αναδειχθεί ως η μόνη επιλογή εάν οι δημοσιονομικές ανάγκες της ΕΕ συνεχίσουν να αυξάνονται και οι κυβερνήσεις αναλογιστούν τις πλήρεις συνέπειες μιας νέας κυβέρνησης Τραμπ.
Πολλοί θεωρούν το Παρίσι και το Βερολίνο, τις δύο πιο ισχυρές πρωτεύουσες της ΕΕ, ως τους βασικούς παίκτες για την άρση του χρηματοδοτικού αδιεξόδου του μπλοκ – όπως ακριβώς ήταν και το 2020.
Μητσοτάκης: Και αυτό είναι μια κρίση ε;
Σε μια βιαστικά οργανωμένη τηλεφωνική επικοινωνία την Τετάρτη, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Γερμανός Όλαφ Σολτς δεσμεύτηκαν να συνεργαστούν στενότερα για «μεγαλύτερη [ευρωπαϊκή] κυριαρχία», σύμφωνα με το Μέγαρο των Ηλυσίων – αν και το έργο αυτό θα περιπλεχθεί περαιτέρω από την κατάρρευση της πολυδιασπασμένης κυβέρνησης συνασπισμού της Γερμανίας.
Ωστόσο, ο Μητσοτάκης βλέπει ευκαιρίες στην αναταραχή, όπως τονίζουν οι FT.
«Θυμάμαι τις διαπραγματεύσεις για το RRF (Μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας) όταν η Μέρκελ έλεγε όχι – μέχρι που είπε ναι», σημειώνει χαρακτηριστικά. «Σε μια κρίση πάντα εστιάζει το μυαλό. Αυτό που επισημαίνει ο Ντράγκι είναι ότι υπάρχουν δύο τύποι κρίσης», συνεχίζει ο Έλληνας πρωθυπουργός: «Υπάρχει μια κρίση πανδημικού τύπου και υπάρχει μια αργή διάβρωση, που μας σπρώχνει προς την ασημαντότητα. Και αυτό είναι μια κρίση, ε;».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις