Η επιλογή του Υπουργού Εσωτερικών, γνώστη των αυτοδιοικητικών θεμάτων, Θοδωρή Λιβάνιου, να παρουσιάσει την πρόταση του για αλλαγή του εκλογικού νόμου στην αυτοδιοίκηση στο ετήσιο συνέδριο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) στη Ρόδο μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.

Με την παρουσία 1.500 συνέδρων στο πολύ επιτυχημένο συνέδριο της ΚΕΔΕ υπό την ηγεσία του Λάζαρου Κυρίζογλου, η συγκεκριμένη σκηνή προσέφερε την ιδανική πλατφόρμα για έναν προβληματισμό που αναμένεται να φέρει σημαντικές αλλαγές. Ωστόσο, γεννάται το ερώτημα: Γιατί να ανοίξει ξανά το θέμα του εκλογικού νόμου σε έναν χώρο που φάνηκε να έχει σταθεροποιηθεί και να επιτρέπει την ομαλή λειτουργία των δήμων;

Η κυβέρνηση είχε ήδη καταφέρει να διορθώσει τις αδυναμίες του προηγούμενου νόμου, που είχε προκαλέσει πρακτικά την ακυβερνησία στους δήμους, με τον νέο εκλογικό νόμο να εξασφαλίζει πλέον μεγαλύτερη σταθερότητα.

Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2023, ωστόσο, αναδείχθηκε ένα νέο ζήτημα: η απαίτηση συγκέντρωσης 43% στον πρώτο γύρο για άμεση εκλογή. Σε αρκετές περιπτώσεις, αν και υπήρχε μεγάλη διαφορά ψήφων μεταξύ των δύο πρώτων συνδυασμών, αυτή η διαφορά δεν αρκούσε για το 43%, οδηγώντας σε δεύτερο γύρο, όπου η ισορροπία των δυνάμεων μπορούσε να ανατραπεί.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά δήμο όπου ο πρώτος συνδυασμός είχε περίπου 7.200 ψήφους και ο δεύτερος 2.500, χωρίς να πετύχει όμως το απαιτούμενο ποσοστό, και στον δεύτερο γύρο επικράτησε με οριακή διαφορά.
Αναμφισβήτητα, χρειάζονται κάποιες βελτιώσεις στον ισχύοντα εκλογικό νόμο ώστε να αποφεύγονται τέτοιες καταστάσεις, που δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματική βούληση των δημοτών.

Ωστόσο, η πρόταση του Υπουργού δεν αφορά κάποιες μικρές διορθώσεις, αλλά μία συνολική αναθεώρηση του συστήματος, εισάγοντας μάλιστα ένα πολυσυζητημένο διπλό σύστημα επιλογής. Η πρόταση αυτή έχει προκαλέσει ήδη αρκετές αντιδράσεις, κυρίως για τη χρονική στιγμή που επιλέχθηκε να τεθεί προς συζήτηση.

Κάποιοι θεωρούν ότι η κίνηση αυτή επιδιώκει να μετατοπίσει την ατζέντα της αυτοδιοίκησης από τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δήμοι, όπως μεταξύ άλλων η έλλειψη πόρων, η συνεχώς αυξανόμενη γραφειοκρατία, η δημογραφική αιμορραγία, η αδύναμη καταστατική θέση και η υποστελέχωση.

Οι δήμοι «υποφέρουν» από τη συνταξιοδότηση και την κινητικότητα προσωπικού, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν κρίσιμες υπηρεσίες. Αντί, λοιπόν, η συζήτηση να επικεντρωθεί στις αναγκαίες λύσεις για αυτά τα φλέγοντα ζητήματα, φαίνεται ότι στρέφεται στο εκλογικό σύστημα – θέμα που στην πράξη επηρεάζει τους δήμους λιγότερο άμεσα, δεδομένου ότι οι επόμενες εκλογές απέχουν αρκετά, μέχρι το 2028.

Η πολιτική διάσταση

Αναλύοντας την πολιτική διάσταση της πρότασης, μήπως μια ερμηνεία της θα μπορούσε να αποτυπωθεί ως μια προσπάθεια διαπραγματευτικής τακτικής απέναντι στην αυτοδιοίκηση; Ουσιαστικά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι μπορεί να υποχωρήσει σε ζητήματα εκλογικού συστήματος, το Υπουργείο ίσως προσδοκά να λάβει αντίστοιχα παραχωρήσεις από τους αιρετούς σε άλλες απαιτήσεις έναντι της κυβέρνησης, όπως η διαχείριση των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), ή το ζήτημα της απόδοσης του τέλους ταφής και του τέλους παρεπιδημούντων, μεταξύ άλλων.

Με λίγα λόγια, μπορεί να διαμορφώνεται μια διαπραγματευτική ισορροπία, όπου η μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου γίνεται διαπραγματευτικό εργαλείο.

Τέλος, μια ενδιαφέρουσα παράμετρος αφορά την πολιτική συγκυρία των επόμενων ετών. Οι εθνικές εκλογές του 2027 ίσως αναδείξουν μια κυβέρνηση συνεργασίας, εάν δεν επιτευχθεί αυτοδυναμία, και δεν αποκλείεται η συνεργασία να περιλαμβάνει τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να προεξοφλούμε φυσικά την βούληση των πολιτών. Αυτή η νέα δυναμική σε εθνικό επίπεδο μπορεί να οδηγήσει σε αντίστοιχες συνεργασίες και στον χώρο της αυτοδιοίκησης;

Σήμερα, η πλειοψηφία των δημάρχων ανήκει σε συνδυασμούς που πρόσκεινται στη Νέα Δημοκρατία, με δεύτερο το ΠΑΣΟΚ. Εάν η συνεργασία μεταξύ αυτών των κομμάτων στα εθνικά έδρανα αποτελέσει παράδειγμα, δεν αποκλείεται να δούμε παρόμοιες τάσεις και στις δημοτικές και περιφερειακές αρχές.

Σε κάθε περίπτωση, η πρόταση του Υπουργού είναι μια αμφιλεγόμενη κίνηση που επιφέρει σκέψεις για τη μελλοντική κατεύθυνση της αυτοδιοίκησης. Αντί να αποσπάται η προσοχή των αιρετών από τα πιεστικά και πρακτικά προβλήματα των δήμων, ίσως χρειάζεται μια ειλικρινής διαβούλευση για τη διαχείριση αυτών των ζητημάτων, με στόχο μια ισχυρή και αποτελεσματική αυτοδιοίκηση, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.

*πηγή φωτογραφιών, ΚΕΔΕ