γράφει ο Oliver Money-Kyrle*

Τον Αύγουστο, ο αντιεισαγγελέας του ανώτατου δικαστηρίου της Ελλάδας προκάλεσε αναστάτωση όταν το πόρισμα για το σκάνδαλο Predatorgate απάλλαξε όλους τους κυβερνητικούς αξιωματούχους από οποιαδήποτε αδικοπραγία και απέρριψε τους ισχυρισμούς για σχέσεις μεταξύ της «νόμιμης» παρακολούθησης που διενεργήθηκε από κατασκοπευτικές υπηρεσίες και της «παράνομης» χρήσης του spyware εναντίον πολλών από τους ίδιους στόχους, θεωρώντας το ως εντελώς τυχαίο γεγονός.

«Δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή οποιασδήποτε κρατικής υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ)… ή οποιουδήποτε κυβερνητικού αξιωματούχου με το spyware Predator…», δήλωσε ο εισαγγελέας προτού διαβεβαιώσει ότι οι κοινοί στόχοι ήταν «σύμπτωση» και «πως οι δύο μέθοδοι της παρακολούθησης δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους».

Τα στοιχεία

Τα στοιχεία ανέφεραν ότι από τα 116 τηλέφωνα που ταυτοποιήθηκαν με το Predator, 28 από τους κατόχους τους ήταν επίσης υπό ταυτόχρονη παρακολούθηση από την ΕΥΠ. Επίσης ότι το spyware είχε αποσταλεί από το τηλέφωνο του Γρηγόρη Δημητριάδη, του γενικού γραμματέα του γραφείου του Πρωθυπουργού ο οποίος είχε επίβλεψη των κατασκοπευτικών υπηρεσιών, αλλά και με διασυνδέσεις με τις εταιρείες spyware.

Eν τω μεταξύ η ΕΥΠ είχε καταστρέψει παράνομα τους φακέλους των στόχων παρακολούθησης, του σοσιαλιστή πολιτικού Νίκου Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη.

Ωστόσο, ο αντιεισαγγελέας δεν βρήκε κανένα στοιχείο συμπαιγνίας και το έκρινε ως απλή σύμπτωση. Είναι επίσης τυχαίο ότι ο άνθρωπος του οποίου το τηλέφωνο βρίσκεται στο επίκεντρο του σκανδάλου είναι και ανιψιός του Πρωθυπουργού; Μπορεί να μην μάθουμε ποτέ.

Τα αιτήματα για κοινοβουλευτική έρευνα σχετικά με το σκάνδαλο μπλοκαρίστηκαν από το κυβερνών κόμμα.

Ήπια κατηγορία

Εν τω μεταξύ, ο αντιεισαγγελέας ανακοίνωσε ότι τρία στελέχη της εταιρείας λογισμικού αρπακτικών Intellexa και ένα της εταιρείας Krikel θα αντιμετωπίσουν πλημμεληματικές κατηγορίες για «παραβίαση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών» και «παράνομη πρόσβαση σε πληροφοριακό σύστημα». Μια σχετικά ήπια κατηγορία σε σχέση με την κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής δημοσιογράφων και πολιτικών.

Και κάπως έτσι, το σκάνδαλο Predatorgate φτάνει στο επίσημο τέλος του και οι βασικοί συντελεστές μπορούν να προχωρήσουν στη ζωή τους. Εκτός, δηλαδή, από αυτούς που έκαναν τα περισσότερα για να αποκαλύψουν την ιστορία.

Γιατί, από το καλοκαίρι οι δημοσιογράφοι που δημοσιοποίησαν τα βασικά στοιχεία του σκανδάλου έχουν ήδη βρεθεί αντιμέτωποι δικαστικά για συκοφαντική δυσφήμιση και σύντομα θα αντιμετωπίσουν και μια δεύτερη αγωγή.

Οι αγωγές Δημητριάδη

Υπήρξαν δύο αγωγές Δημητριάδη, κατά των Reporters United, της Εφ.Συν. και του Θανάση Κουκάκη, πρώτον για αποκάλυψη διασυνδέσεων μεταξύ του ίδιου και των εταιρειών διακίνησης Predator και δεύτερον επειδή ανέφεραν σε ρεπορτάζ τους ότι το τηλέφωνό του είχε χρησιμοποιηθεί για να σταλούν «μολυσμένα» μηνύματα σε 11 τηλέφωνα.

Η πρώτη υπόθεση, στην οποία η πλευρά Δημητριάδη ζήτησε έως και 550.000 ευρώ, επιλύθηκε τον Οκτώβριο όταν το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς με το επιχείρημα ότι οι έρευνες για την υπόθεση των υποκλοπών και οι σχέσεις του Δημητριάδη με εταιρείες που εμπλέκονται στη διακίνηση του spyware ήταν νόμιμες. Οι δημοσιογράφοι της ΕφΣυν και των Reporters United, ωστόσο, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τη δεύτερη, μεγαλύτερη αγωγή έως και 3,3 εκατ. ευρώ.

Έχοντας κερδίσει την πρώτη υπόθεση από τον Δημητριάδη, φαίνεται πιθανό οι δημοσιογράφοι να κερδίσουν και τη δεύτερη. Αλλά ακόμα κι αν το κάνουν, θα έχουν χάσει αρκετό χρόνο και πόρους για να αντιμετωπίσουν αγωγές όταν θα έπρεπε να εργάζονται ως δημοσιογράφοι. Επιπλέον, ακόμα κι αν η αφοσίωσή τους στη δουλειά τους δεν καμφθεί, πολλοί άλλοι δημοσιογράφοι, αλλά και εκδότες θα σκεφτούν δύο φορές στο μέλλον το κόστος της αναζήτησης της αλήθειας μέσω της δημοσιογραφίας.

Αυξανόμενη απειλή

Οι δημοσιογράφοι σε όλη την Ευρώπη αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη απειλή τόσο από την ανεξέλεγκτη παρακολούθηση, είτε από επίσημες υπηρεσίες ασφαλείας είτε από τρίτους, μη κρατικούς φορείς, και από καταχρηστικές μηνύσεις από πλούσιους και ισχυρούς παράγοντες.

Στην Ουγγαρία, οι κατασκοπευτικές υπηρεσίες έβαλαν στο στόχαστρο ερευνητές δημοσιογράφους γνωστούς για την επίμονη έρευνά  τους σε κυβερνητικές παραβάσεις. Και εκεί, η επίσημη έρευνα αθώωσε πλήρως τους εμπλεκόμενους που επέμεναν ότι η παρακολούθηση διεξήχθη για νόμιμους λόγους εθνικής ασφάλειας.

Αυτά τα συμπεράσματα στην Ελλάδα και την Ουγγαρία, ενδυναμώνοντας άλλες κυβερνήσεις και υπηρεσίες πληροφοριών ότι και αυτές μπορεί να έχουν ανοσία στον έλεγχο, στέλνουν έναν ψυχρό αέρα στην ευρωπαϊκή δημοσιογραφία.

Ο νόμος της Ε.Ε.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπάθησε να αντιμετωπίσει αυτά τα δύο προβλήματα μέσω του Ευρωπαϊκού Νόμου για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (EMFA) και της Οδηγίας Anti-SLAPP που έγινε νόμος της ΕΕ το 2024.

Η πρώτη εισάγει μια γενική απαγόρευση της παρακολούθησης και του λογισμικού κατασκοπείας κατά δημοσιογράφων προτού περιγράψει τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί.

Οι κανόνες περιλαμβάνουν ότι οποιαδήποτε παρακολούθηση πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένη από δικαστικό όργανο, ότι χρησιμοποιείται μόνο για τις έρευνες σοβαρών εγκλημάτων και ότι το «λογισμικό παρεμβατικής παρακολούθησης», δηλαδή λογισμικό κατασκοπείας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν άλλες μορφές παρακολούθησης δεν επαρκούν.

Οι διατάξεις του EMFA είναι αδύναμες και τα κράτη μέλη πρέπει να εισαγάγουν περισσότερο αυστηρές διασφαλίσεις, αλλά παρέχουν τουλάχιστον μια ευρωπαϊκή βάση αρχής που δεν υπήρχε πριν.

Η οδηγία anti SLAPP

Η οδηγία Anti-SLAPP περιλαμβάνει σημαντικά μέτρα για τον εντοπισμό και την απόρριψη προφανώς καταχρηστικών αγωγών σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, καθώς και για την παροχή εξόδων και αποζημίωσης για τα θύματα.

Η κύρια αδυναμία του, ωστόσο, είναι ότι εφαρμόζεται μόνο σε διασυνοριακές υποθέσεις. Καθώς τα κράτη μέλη μεταφέρουν την οδηγία στο νόμο, πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι νέοι κανόνες ισχύουν και για τις εγχώριες υποθέσεις. Μόνο τότε η Ευρώπη θα διαθέτει νομικά συστήματα εξοπλισμένα για την προστασία των δημοσιογράφων και άλλων από τον αποσιωπητικό αντίκτυπο των αγωγών SLAPP.

Θα έκανε κάποιο από αυτά τα μέτρα  τη διαφορά στο Predatorgate;

Είναι πολύ νωρίς για να πούμε κάτι τέτοιο. Ασφαλώς, τα πλήρη μέτρα κατά του SLAPP, με ένα καλά εκπαιδευμένο και ανεξάρτητο δικαστικό σώμα, θα μπορούσαν να κάνουν ουσιαστική διαφορά στη μετατόπιση της ισορροπίας δυνάμεων στα δικαστήρια από τις καταχρηστικές διαφορές.

Ωστόσο, για την προστασία από το λογισμικό υποκλοπής spyware πρέπει να ληφθούν πολύ πιο σθεναρά μέτρα.

Μέτρα στις ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ πρωτοστάτησαν επιβάλλοντας κυρώσεις στην Intellexa, τον Μάρτιο, με δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και απαγορεύσεις σε πολίτες των ΗΠΑ να συναλλάσσονται μαζί τους, αφού διαπιστώθηκε ότι το Predator χρησιμοποιήθηκε εναντίον δημοσιογράφων, αντιφρονούντων, ειδικών σε θέματα πολιτικής και αξιωματούχων των ΗΠΑ.

Οι κυρώσεις παρατάθηκαν τον Νοέμβριο, καθώς αποφασίστηκε ότι το spyware αποτελούσε σημαντική απειλή για την εθνική ασφάλεια.

Ωστόσο, η αποτυχία καθιέρωσης ενός παγκόσμιου μορατόριουμ για την πώληση και τη χρήση spyware σημαίνει ότι τα εργαλεία αυτά θα πέσουν στα χέρια αυταρχικών κυβερνήσεων, αλλά και άγνωστων, μη κρατικών παραγόντων, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια όλων των επικοινωνιών.

Επιπλέον, καθώς η τεχνολογία προχωρά, τα νέα επίπεδα πολυπλοκότητας, η δυνατότητα εφαρμογής και το μειωμένο κόστος είναι πιθανό να καταστήσουν τη «μόλυνση» πιο δύσκολο να εντοπιστεί και πολύ πιο διαδεδομένη.

Πρέπει να αναληφθεί επείγουσα δράση για να διασφαλιστεί μια αποτελεσματική διεθνής ρύθμιση για τη χρήση και το εμπόριο τεχνολογίας spyware, για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των δημοσιογράφων, για την προστασία των πηγών τους και για την προστασία ενός θεμελιώδους πυλώνα της δημοκρατίας.

*Ο Oliver Money-Kyrle είναι επικεφαλής Υποστήριξης και Προγραμμάτων για την Ευρώπη, του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI)