Ο Μιχάλης Γκανάς υπήρξε -υπάρχει μέσα από το ευλογημένο μελάνι- ένας άνθρωπος του πνεύματος ατρόμητος -δεν είχε τον ελάχιστο φόβο να εμβαθύνει στο μυστήριο της ζωής πλέκοντας έναν μύθο με σημεία στίξης και γράμματα αγρίμια παραδομένος σε όλους μας.

Μια ισχυρή αλλά πάντα διακριτική δύναμη της νεότερης πολιτιστικής λογοτεχνικής κληρονομικάς, ο Μιχάλης Γκανάς υπερτερεί όποιας θνητότητας όπως όλοι οι δημιουργοί που έγιναν φάροι ζωής όλων.

Γεννήθηκε στην Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, έφτασε στην Αθήνα για σπουδές Νομικής, γύρισε την πλάτη του στο αξίωμα της κοινωνικής ανόδου των καιρών του και έριξε σχεδία στα λογοτεχνικά ποτάμια και ρυάκια. Πιστός στο μέτρο και τη ρίμα και ένας φωτεινός (όχι εκτυφλωτικός) φακός για να πορευθείς σε μια ζωή που το ευτελές αποθεώνεται, ο Μιχάλης Γκανάς ανέδειξε την ευφορία της ζωής χωρίς πυροτεχνήματα.

Διυλίζοντας επιλεκτικές αναμνήσεις, ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς φέρει μέσα στο έργο του μπαχάρια άλλων Ελλήνων του κοινού μας πνεύματος, του Σολωμού, του Σεφέρη -«είναι ένα ποιητικό μέγεθος στη γλώσσα μας που δεν μπορεί κανείς να τον αγνοήσει. Θετικά ή αρνητικά πρέπει να έχει μαζί του ένα διάλογο» είχε πει- του Καρυωτάκη αλλά και άλλοι, «ελάσσονες» όπως τους έλεγε ποιητές όπως ο Άγρας ή ο Πορφύρας που έβρισκε «σ’ αυτούς μια άλλου είδους μαγεία, γιατί μιλάνε σε χαμηλούς τόνους, για πράγματα πολύ οικεία και καθημερινά, δεν έχουν αυτό τον όγκο που συνήθως έχουν οι μεγάλοι ποιητές».

Πάμε λοιπόν από την αρχή, πάντα μαζί του, ακέραιοι σε αίσθημα, ξένοι στη φλυαρία, αυτός είναι ο Μιχάλης Γκανάς με δικά του λόγια:

«Δουλειά της ποίησης είναι να στέκει πάνω στις πληγές και να τις ξύνει. Έχει μια παρηγορητική δύναμη. Μια ελευθεριότητα. Μια ασύγκριτη καταφυγή σε ένα άλλο προσωπικό σύμπαν».

«Ο τρόπος που κοιτάμε αλλάζει πάντα καθώς μεγαλώνουμε. Λίγο η μυωπία, λίγο η πρεσβυωπία… Αυτό όμως είναι το λιγότερο, γιατί υπάρχουν και τα γυαλιά. Το δύσκολο είναι να σχηματίσεις μια καθαρή εικόνα, κοιτάζοντας έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Αυτό συμβαίνει στις μέρες μας, ιδιαίτερα στην Ελλάδα. Δεν ξέρω αν ζούμε το τέλος μιας εποχής ή το τέλος τού κόσμου όπως τον ξέραμε. Δεν μας βοηθάνε και τα γυαλιά, που δεν είναι καν τα δικά μας, γιατί ‘μας τα βάζουν’ άλλοι, οι οποίοι βλέπουν καλύτερα υποτίθεται, αλλά είναι βέβαιο ότι μας οδηγούν στο γκρεμό».

«Η ποίηση έχει πάντα κάτι να πει, αλλά δεν βιάζεται να το πει. Δεν προσφέρεται για επείγοντα περιστατικά. Χρειάζεται χρόνο για να μετουσιώσει σε λόγο τα τρέχοντα. Αλλά κι αν μιλούσε αμέσως, ποιος θα το έπαιρνε χαμπάρι; Ο κόσμος; Ποιος κόσμος; Ξέρετε πόσοι διαβάζουν ποίηση; Ελάχιστοι. Ψυχραιμία λοιπόν. Υπάρχουν εξάλλου τόσα ποιήματα που μιλούν για καταστάσεις ανάλογες με τη σημερινή, που όποιος ενδιαφέρεται μπορεί εύκολα να τα βρει».

«Ποίηση είναι όταν δύο λέξεις συναντιούνται για πρώτη φορά» (η απάντηση του σε ερώτηση για το ορισμό της ποίησης ο Μιχάλης Γκανάς υπενθύμισε το Ινδιάνικο ρητό).

«Χρειάζονται πολλά κείμενα, πολλές φράσεις, χιλιάδες λέξεις και εικόνες αλλά και πολλή καθημερινότητα, αμέτρητα όνειρα, σιδερένια πειθαρχία και αχαλίνωτη φαντασία, για να γράψεις κάτι τής προκοπής. Κι αν το γράψεις».

«Ελπίζω. Δεν ξέρω ακριβώς σε τί. Ακόμη κι όταν απελπίζομαι, περισσότερο τότε, απελπίζομαι ελπίζοντας…»

«Ας σιωπήσουμε λίγο μήπως και ακουστεί κάτι χρήσιμο, που χάνεται μέσα στην οχλαγωγία μας».

«Είναι ιαματική η ποίηση. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που γράφουν μόνο όταν το αισθανθούν καθώς και όταν αυτό που θέλουν να πουν έχει μέσα τους ωριμάσει. Νιώθω, ωστόσο, ότι στην καθημερινότητά μας πορευόμαστε σαν να είμαστε ναρκωμένοι».

«Η αριστερά σήμερα όχι μόνο δεν έχει αντοχές αλλά δεν βλέπω να έχει και μέλλον».

«Είναι ξεκάθαρο ότι δεν είναι μια καλή εποχή αυτή που ζούμε. Πολλές έγνοιες, φόβοι και ανησυχίες. Πρόσφατα πέρασα μια περιπέτεια με την υγεία μου. Και δεν σου κρύβω ότι με έκανε να συνειδητοποιήσω κάτι πολύ περίεργο. Σκεφτόμουν το μαρτύριο της συνέχειας στην περίπτωση που γινόμουν καλά. Αναλογιζόμουν πόσο θα ζήσω ακόμη μέσα σε τούτο τον κόσμο; Γύρω μας παντού αρρώστιες, θάνατοι, πίκρα, δυστυχία και δυσβάστακτες απώλειες. Με έχει κουράσει πια αυτή η κατάσταση. Μοιραία φέρνω στη μνήμη μου το γνωστό μοιρολόι που λέει: “Σήκω Μαριόλα από τη γη κι από το μαύρο χώμα. Κάμε τα νύχια σου τσαπιά, τις απαλάμες φτυάρια”. Μια ανηφόρα η ζωή μας. Ένας ατελείωτος ψυχικός πόνος, μια λύπη, ένας θρήνος. Άνθρωποι χάθηκαν για πάντα εξαιτίας μιας πανδημίας και σήμερα εξελίσσεται πάλι ένας πόλεμος στην Ευρώπη. Μου λείπουν οι στιγμές που οι άνθρωποι χαίρονταν με τα μικρά και τα λίγα. Όλα έχουν γίνει πιο πολύπλοκα».

«Ζούμε μια μεγάλη κρίση. Δες την περίπτωση Ομπάμα. Ο Ομπάμα είναι η πλήρης αποτυχία του συστήματος. Ο καλύτερος πρόεδρος που εκλέχτηκε τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ κατάφερε ελάχιστα πράγματα και αμέσως μετά ήρθε ο Τραμπ. Οι τάσεις είναι παγκόσμιες, εξαπλώνεται σα γάγγραινα ο λαϊκισμός».

«Μηνύματα κάθε είδους χτυπάνε την πόρτα μας. Ακραία καιρικά φαινόμενα, τυφώνες, πυρκαγιές, σεισμοί , πόλεμοι πιο άγριοι από αυτούς που ξέραμε, άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη και λιώσιμο των πάγων. Εμείς πέρα βρέχει… ‘Λιώνουν οι πάγοι στην Ανταρκτική!’ Σκασίλα μας δεν είμαστε από κει».

«Η Τέχνη βοηθάει. Και η μεγάλη τέχνη και αυτή με το μικρό ταυ. Η καθημερινή τέχνη. Αυτή που μας βοήθησε να σταθούμε τόσο μεγάλο διάστημα στα πόδια μας, διαβάζοντας αγαπημένα βιβλία, βλέποντας αξέχαστες ταινίες και σειρές στην Τηλεόραση, ακούγοντας διάσημες Όπερες αλλά και αλησμόνητα τραγούδια, βλέποντας Θεατρικές παραστάσεις και απολαμβάνοντας τους καρπούς Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, που μόνο ξένοι δεν είναι. Όσο για την ποίηση, την Τέχνη με τους λίγους αλλά φανατικούς αναγνώστες, μπορεί να κάνει θαύματα αρκεί να στήσει κανείς το αυτί του και να αφεθεί στην μαγεία της, χωρίς να νοιάζεται για το… τι θέλει να πει ο ποιητής. Τότε η ποίηση μπορεί να γίνει ιαματική και παραμυθητική για τον ίδιο τον ποιητή αλλά και τους αναγνώστες του».

«Πολύ συχνά στην Επιστήμη και την Τέχνη ‘το ένα και ένα’ δεν κάνει πάντα δύο αλλά τρία ή πέντε…»

«Δεν υπάρχει δυσκολότερος συγκάτοικος από τον εαυτό μας. Ίσως γιατί είναι αυτός που μας ξέρει καλύτερα από τον καθένα. Επειδή όμως ξέρουμε κι εμείς κάτι δικά του μυστικά υπάρχει μεταξύ μας μια πολύ εύθραυστη ισορροπία».

«Τι σημαίνει να είναι κανείς ποιητής στις μέρες μας; Να ζει ποιητικά, νομίζει ο κόσμος. Μερικοί ζούνε όντως ποιητικά άλλοι όχι. Και τι θα πει ποιητικά; Παράξενο ντύσιμο, περίεργο βλέμμα, μακριά μαλλιά να τα παίρνει ο άνεμος; Και φτώχια, φτώχια, φτώχια… Τέλος πάντων. Η φτώχια δεν είναι πια αποκλειστικό προνόμιο των ποιητών. Είναι δικαίωμα όλων των Ελλήνων πλέον».

«Νομίζω ότι η ίδια η Ποίηση είναι η τέχνη της βραδύτητος. Δεν βιάζομαι, δεν κρατάω μπλοκάκι, δεν σημειώνω. Αφήνω ήσυχα τα γεγονότα, τις εμπειρίες, τα συναισθήματα να σιτέψουν και κάποια στιγμή θέλουν να μιλήσουν. Και τότε γράφω».

«’Καλύτεροι’ άνθρωποι δεν θα γίνουμε. Γιατί το κακό είναι ενοφθαλμισμένο βαθιά – βαθιά στο DNA μας. Έχουμε ρημάξει τον πλανήτη μας τόσο βέβηλα και ακραία που δείχνει να έχει ‘ενοχληθεί’ κι αυτό θα το πληρώσουμε. – Αποδείχθηκε πως μέσα στην κρίση αναζητούμε ένα πρόσωπο να αφήσουμε πάνω του όλους τους φόβους μας».

«Μεγάλωσα κυρίως με γυναικόπαιδα. Οι άντρες πολεμούσαν στον Εμφύλιο ή είχαν φύγει για τις κωμοπόλεις. Κάποια στιγμή, ο Εθνικός Στρατός εκπόρθησε τη Μουργκάνα και, φεύγοντας, οι αντάρτες τούς πήραν όλους μαζί τους, Αριστερούς και Δεξιούς. Χαρακτηριστικά, του παππού μου, που ήταν με τον Ζέρβα, όπως και όλη η οικογένειά μου, του είπαν ‘πάμε να φύγουμε, συναγωνιστή’. Δεν υπήρχαν εκείνη την ώρα περιθώρια να εξηγήσεις τι και πώς. Φύγαμε για την Ουγγαρία τον Σεπτέμβριο του ’48 και γυρίσαμε τον Φεβρουάριο του ’54, αφήνοντας εκεί δύο νεκρούς: τη γιαγιά μου και τη θεία μου».

«Στην Ουγγαρία ζούσα μέσα στην οικογένεια, οπότε ήταν δύσκολο να περάσουν τα πολιτικά μηνύματα είτε απ’ το σχολείο είτε απ’ το κομμουνιστικό κράτος. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα είχα την τύχη να μην πάω στις ‘Παιδοπόλεις’. Εκεί, πολλά παιδιά πήγαν απ’ το άσπρο στο μαύρο και τρελάθηκαν. Μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπισα στην Αθήνα, όταν ήρθα για σπουδές, το 1962. Έβραζε τότε ο τόπος από την αδικία που συνέβαινε στην Αριστερά. Εξορίες, πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και άλλα με οδήγησαν προς τα εκεί. Ήταν ένα ρεύμα. Βέβαια, ένιωθα πολύ άσχημα απέναντι στον πατέρα μου, που του είχαν πάρει όλη την οικογένεια. Στη συνέχεια, μπορώ να πω πως, χωρίς να οργανωθώ στην Αριστερά, ανήκα σε αυτόν το χώρο».

«Περιμένοντας έρχονται τα ποιήματα. Σ’ εμένα τουλάχιστον. Και δε μιλάω για σκόρπια ποιήματα. Αυτά είναι αψιμαχίες. Η επαφή με τον ‘εχθρό’ γίνεται όταν νιώσω το κύμα να φουσκώνει. Τότε ο λόγος ρέει αβίαστα και συνήθως προηγείται ο ρυθμός και ακολουθούν οι λέξεις, δεν ξέρω δηλαδή τι θα πω, υποτάσσομαι στο ρυθμό κι έτσι γράφεται το ποίημα. Η πρώτη γραφή φυσικά».

«Στο χωριό είναι ζήτημα να υπήρχαν τρία βιβλία. Ένα απ’ αυτά, μάλιστα, ήταν η Σεξολογία του Τσακίρη, που όταν το διαβάζαμε με τον αδερφό μου αρρωσταίναμε. Με τα βιβλία άρχισα να έχω επαφή χάρη στον δάσκαλο του χωριού, και περισσότερο όταν κατέβηκα στους Φιλιάτες, στο Γυμνάσιο. Επειδή ήμουν κλειστό παιδί, βρήκα εκεί πέρα το αποκούμπι μου. Άρχισα να διαβάζω τα σχολικά αναγνώσματα, άλλα βιβλία δεν υπήρχαν. Ήρθαν προς το τέλος του Γυμνασίου από φοιτητές που είχαν κατέβει στην Αθήνα. Το πρώτο εξωσχολικό βιβλίο που διάβασα ήταν τα ποιήματα του Καββαδία στη σειρά του Γαλαξία. Τότε ξεκίνησε και το γράψιμο. Πώς και γιατί, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Η επαφή με το δημοτικό τραγούδι ήταν καθοριστική. Στο χωριό μου και στη γύρω περιοχή δεν υπήρχαν μουσικά όργανα. Στους γάμους όλοι τραγούδαγαν α καπέλα. Λέγαμε, μάλιστα, για τους πολύ καλούς τραγουδιστές ότι ‘αυτός μπορεί να κάνει έναν γάμο μόνος του’. Από κει κι έπειτα έρχεται μόνο του: τα πανηγύρια, τα κορίτσια. Αρχίζεις να συγκεντρώνεις κάποιο υλικό.

«Το ότι δεν μπόρεσα να μιλήσω για την Αθήνα έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι εμπειρίες μου απ’ την Ήπειρο και την Ουγγαρία έκατσαν πολύ βαθιά μέσα μου. Μου έλεγε ο Γιάννης Βαρβέρης: ‘Ωραία είναι τα ποιήματά σου, αλλά θέλω να δω πώς βλέπεις τα μπαρ, πώς βλέπεις την οδό Πανεπιστημίου, πώς βλέπεις πράγματα της πόλης’. Δεν ξέρω τι ακριβώς με βασανίζει. Αυτό που διατύπωσαν άλλοι είναι το ανέφικτο της επιστροφής. Δεν είναι μόνο η Ήπειρος, αλλά αυτό που έχει ο καθένας μέσα του: το αδύνατο της επιστροφής, ένα πράγμα που είναι εξ ορισμού χαμένο. Ένα βαρύ πράγμα, σαν ηπειρώτικο μοιρολόι. Η επιστροφή είναι αδύνατη. Γι’ αυτό υπάρχει αυτή η ένταση. Τελευταία, συμβαίνει το αντίθετο: έχω πιάσει τον εαυτό μου να του λείπει η Αθήνα. Εξημερώθηκα μαζί της μέσω των παιδιών μου, που η Αθήνα είναι η πόλη τους. Πηγαίναμε εκδρομές στην εξοχή και μου έλεγαν πως βρωμάει δεντρίλα».

«Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη»

«Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε το 1978 απ’ τις εκδόσεις Κείμενα. Ο ποιητής τότε είχε κι εκτίμηση και μέλλον. Βέβαια, πρέπει να σου πω πως, όσο ήμουν στο Γυμνάσιο, δεν ήξερα κανέναν εν ζωή ποιητή, εκτός απ’ τον Καββαδία. Και μιλάμε για το 1962, που έναν χρόνο μετά ο Σεφέρης πήρε Νόμπελ. Αν δει κανείς ψύχραιμα, όμως, τις επιδόσεις των ποιητών και των πεζογράφων, θα καταλάβει πως δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Κάθε γενιά βγάζει τρεις-τέσσερις σημαντικούς ποιητές. Είναι ένα είδος, όμως, που το φοβάται ο κόσμος. Επειδή έχει αυξηθεί, σήμερα, ο όγκος των αναγνωστών, φαίνεται ότι η ποίηση διαβάζεται λιγότερο, ενώ στην πραγματικότητα διαβάζεται περισσότερο».

«Λένε ότι η ποίηση είναι το πιο δύσκολο είδος. Για μένα είναι το πιο εύκολο.Δε θέλω να πω ότι γράφω καλά αλλά πηγαίνει πιο εύκολα το χέρι μου. Η ποίηση έχει πάντα κάτι να πει αλλά δε βιάζεται να το πει. Δεν προσφέρεται για επείγοντα περιστατικά. Χρειάζεται χρόνο για να μετουσιώσει σε λόγο τα τρέχοντα. Μόνο καλά έχω πάρει από την ποίηση. Καθόλου δε με κούρσεψε αντίθετα με πλούτισε. Μόνο δώρα μου έφερε. Μακάρι να της έδωσα κι εγώ κάτι. Ένα πράσινο φύλλο που λέει ο λόγος».

«Υπάρχει η άποψη ότι ο ποιητής πρέπει να γράφει έστω και ένα στίχο κάθε μέρα για να κρατιέται στον αφρό. Εμένα μου κάνει καλό η σιωπή. Βρίσκω το λόγο πιο φρέσκο, πιο δυνατό κι εγώ είμαι πιο διψασμένος για έκφραση, μην έχοντας αυτή την καθημερινή τριβή. Γιατί η ποίηση δεν αντέχεται κάθε μέρα. Εγώ δεν την αντέχω, ούτε ως αναγνώστης. Η ποίηση όμως ως στάση ζωής ή ως αίσθηση του κόσμου είναι κάτι άλλο, που δεν το έχιε μόνο ο ποιητής αλλά κάθε άνθρωπος και μακάρι να υπήρχε περισσότερη στη ζωή μας, έστω και εις βάρος της γραπτής ποίησης.

«Ντρέπομαι ακόμα όταν γράφω ένα ποίημα. Νιώθω ότι δεν είμαι μέσα στη φάρα μου. Νιώθω ότι μ’ αυτό θα νιώθει αμήχανος ο πατέρας μου. Σαν να ξεστράτισα. Σαν να προοριζόμουν γι’ αλλού κι αλλού να πήγα. Βέβαια, κανείς δεν αποδέχεται το γράψιμο. Ούτε οι αστοί ούτε οι μεγαλοαστοί. Θυμηθείτε πώς αντιμετώπιζαν τον Εμπειρίκο. Τους φοβούνται τους ανθρώπους που παρεκκλίνουν απ’ τις νόρμες».

«Στα ποιήματά μου δεν είναι ότι χρησιμοποιώ τους ίδιους ήρωες, αλλά έχω φτιάξει έναν κόσμο. Όπως στα πολυφωνικά ηπειρώτικα τραγούδια, όπου υπάρχουν ρόλοι: υπάρχει ο κεντρικός τραγουδιστής και οι άλλοι βοηθάνε. Οι απλές στιγμές είναι αυτές που παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στο έργο μου. Στους γραφιάδες λειτουργεί αυτόματα η παρατήρηση. Πολλές φορές αυτό οδηγεί σε παρεξηγήσεις, όταν βάζεις τα σουσούμια ενός ανθρώπου στο χαρτί. Αισθάνεται προδομένος. Είναι περίεργη η θέση αυτού που γράφει. Απ’ τη μια υπάρχει μια θολή αναγνώριση κι απ’ την άλλη μια επιφύλαξη που λέει ‘δεν ξέρεις μ’ αυτόν τι μπορεί να γίνει’».

«Ποτέ δεν ήταν η ποίηση για πολλούς. Ο Καρούζος έβγαζε τα βιβλία του μόνος του σε 200 αντίτυπα και η ‘Στροφή’ του Σεφέρη μπορεί να υπάρχει ακόμα στην αποθήκη. Την ποίηση πρέπει να τη βρεις, δεν θα σε βρει αυτή. Προσωπικά δεν συμφωνώ με την εξωστρέφεια των ποιητών που εκφράζεται με εκδηλώσεις για να περάσει η ποίηση στην κοινωνία. Αυτό είναι αντίθετο στην ουσία της ποίησης, γιατί έτσι η πρόσληψή της γίνεται με λάθος τρόπο, μέσω ενός κοσμικού γεγονότος ή μιας διαμαρτυρίας, παρά ως εσωτερική ανάγκη».

«Η ποίηση θέλει αφοσίωση, να τρελαίνεσαι με αυτό που διαβάζεις. Είναι η μόνη τέχνη που δεν έχει μπει στο χρηματιστήριο της τέχνης, κανείς εκδότης δεν θα σε πιέσει να γράψεις μπεστ σέλερ».

«Ο αναγνώστης της ποίησης είναι ασκημένος, ξέρει, καταλαβαίνει τι θέλω να πω. Αντίθετα, το κοινό του τραγουδιού πρέπει να το παίρνεις πάντα υπόψη σου: τι λέμε τώρα και σε ποιον το λέμε. Στο τραγούδι δεν έχει επιστροφή, πρέπει ο ακροατής να το πιάσει με τη μία, ενώ στο ποίημα θα επανέλθει και θα έχει την ευκαιρία να το ξανασκεφτεί. Κακά τα ψέματα, στην ποίηση ο έπαινος της συντεχνίας είναι πολύτιμος, αν σε αποδεχτεί νιώθεις ότι είσαι εντάξει. Στο τραγούδι πρέπει να σε αποδεχτεί ο ακροατής».

«Δεν είναι διαφορετικό το κουστούμι του στιχουργού, απλώς υπάρχουν κάποιες μικρές διαφορές. Τα τραγούδια που έχω γράψει τ’ αγαπώ πολύ. Όσα πέτυχαν και όσα δεν πέτυχαν. Δούλεψα πολύ με παραγγελιές πάνω σε έτοιμες μελωδίες. Μπορεί να είναι κάποιου είδους ευνουχισμός, αλλά και το «Όλα σε θυμίζουν» γράφτηκε πάνω σε μελωδία. Θα είχα χάσει κάποια απ’ τα καλύτερα τραγούδια μου αν δεν είχα μπει σ’ αυτό το λούκι. Απλώς, γράφοντας στίχους, είχα πάντα στο μυαλό μου ότι ο ακροατής δεν έχει τη δυνατότητα να επανέλθει, όπως ο αναγνώστης. Η γραφή δεν πρέπει να είναι απλοϊκή, αλλά ευθύβολη. Είναι αρχή για μένα, κάτι σαν στρατευμένη τέχνη».

«Οι πολεμικές με εκνευρίζουν, γιατί τις τροφοδοτούν τα αρχηγιλίκια».

«Το πεζό μου, η Μητριά Πατρίδα, είναι εξήντα σελίδες για ένα θέμα για το οποίο ένας κανονικός πεζογράφος θα μπορούσε να γράψει μια τριλογία. Ο Ρένος Αποστολίδης, όταν το είδε, μου είπε ‘Τι να σου πω; Καλό είναι. Αλλά έχεις τέτοιο υλικό και μου γράφεις εξήντα σελίδες;’. Τι να κάνω; Δεν είμαι πεζογράφος».

«Η ποίηση και η μουσική μοιάζει να αποτελούν, ακόμη και σήμερα, η μία το έτερον ήμισυ της άλλης. Υπάρχει ισχυρή έλξη ανάμεσά τους και μια ακατανίκητη νοσταλγία να ξαναβρεθούνε μαζί. ‘Συγκατοίκησαν’ τόσα χρόνια που είναι φυσικό να νοσταλγούν την εποχή κατά την οποία λόγος και μουσική πήγαζαν από τον ίδιο άνθρωπο, τον ποιητή-μουσικό, που κρούοντας τη λύρα του δημιουργούσε την ίδια στιγμή τα αριστουργήματα της αρχαίας Λυρικής ποίησης. Έχουν περάσει όμως πάρα πολλά χρόνια από τότε. Τώρα η μουσική και η ποίηση κάνουν ‘σόλο καριέρα’ με λαμπρά δείγματα και σημαντικά έργα η καθεμιά τους. Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι τελούν εν διαστάσει αλλά ενίοτε συνευρίσκονται, γεννώντας αγγέλους ή τέρατα…»

«Στην Αθήνα ήρθα το 1962 για να πάω στο Πανεπιστήμιο. Είχα τελειώσει το γυμνάσιο στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας και έδωσα εξετάσεις με στόχο να περάσω στη Νομική ή στην Πάντειο. Μπήκα και στις δύο σχολές, αλλά δεν γούσταρα ούτε τη μία ούτε την άλλη. Κυρίως ήθελα να γίνω δημοσιογράφος. Είχε μία σχολή τότε ο Σπύρος Μελάς στην Αθήνα και σκεφτόμουν να την παρακολουθήσω παράλληλα. Τον πρώτο καιρό, φιλοξενήθηκα σε σπίτι συγγενών. Μετά, τα γνωστά: νοίκιασα ένα δωματιάκι με κοινόχρηστη τουαλέτα, για να κάνουμε μπάνιο δεν το συζητάγαμε– πηγαίναμε στα φοιτητικά λουτρά στην εστία, Ιπποκράτους 15. Αλλά, παρά τις δυσκολίες, είχα καταφέρει να έρθω και σιγά σιγά να γνωρίζω την Αθήνα, εικόνες άγνωστες, μυρωδιές άγνωστες, άνθρωποι με συμπεριφορές άγνωστες. Ένας άλλος κόσμος».

«Έπρεπε να εργαστώ από πολύ νωρίς, φρόντισα λοιπόν να βρω δουλειά, όχι μέσω βουλευτή αλλά μέσω δικών μας ανθρώπων, διότι έβλεπα ότι το πράγμα δεν πάει. Στο μεταξύ, με είχε ήδη τραβήξει η ποίηση από το μανίκι και δεν με άφηνε σε ησυχία, με είχε συνεπάρει. Στο δημοτικό έγραφα κάτι στιχάκια της φωτιάς και της πυρκαγιάς. Αλλά εδώ, που έπεσα μέσα στα περιοδικά και στα βιβλιοπωλεία… Αν και στα βιβλιοπωλεία φοβόμουνα να μπω, ντρεπόμουνα, εν πάση περιπτώσει ο δημόσιος χώρος με φόβιζε».

«Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τον Σεφέρη, αλλά δεν πήγα ποτέ να τον δω. Σκεπτόμουν ότι αν ζήσει αυτός 100 χρόνια και εγώ καταφέρω να γίνω ποιητής, θα βρεθούμε. Συστολή. Δεν έμπαινα ούτε στα βιβλιοπωλεία. Πήγαινα όμως στα υπαίθρια καροτσάκια που πουλούσαν βιβλία, αυτά μου ήταν πολύ οικεία. Οπότε από καροτσάκι ψώνισα Μπωντλαίρ, Τα Άνθη του Κακού, σε μια κάκιστη μετάφραση, όπως λένε όσοι ξέρουν γαλλικά».

«Οταν γράφω βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης. Μια ενδεχόμενη φράση ξεχωριστή δεν την αναδεικνύω, αντίθετα την αφήνω να γίνει ένα με τις υπόλοιπες, με το υπόλοιπο περιεχόμενο του ποιήματος, γιατί μπορεί να βγει κάτι πιο ενδιαφέρον. Έτσι έκανα πάντα. Έριχνα λοιπόν όλες τις λέξεις μέσα στο ποίημα και παιδευόμουν – και παιδεύομαι».

«Υπάρχει μούσα, υπάρχει έμπνευση; Απαντώ ότι υπάρχουν αυτά τα στοιχεία, γιατί τα ’χω δει να επιβιώνουν επάνω μου. Αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Πολύ περισσότερο πρέπει να επισημάνει κανείς το γεγονός ότι δεν είναι ντε και καλά υποχρεωτικό να γράφουν όλοι με τον ίδιο τρόπο, ή έτσι ή αλλιώς. Το ίδιο ακριβώς έχει συμβεί και με τον ελεύθερο στίχο».

«Δεν θέλω να βάλω την έκφρασή μου σε ένα καλούπι. Όταν θέλω να γελάσω, γελάω. Όταν θέλω να κλάψω, κλαίω. Δεν μπαίνω σε καλούπια».

«Έσκιζα (σσ. κάποια κείμενα του). Δεν έχει νόημα να φυλάς διάφορα γραπτά που δεν σε ικανοποιούν. Έτσι πορεύτηκα. Εν τω μεταξύ παντρεύτηκα την Πόπη, κάναμε δυο παιδιά, έχουμε τώρα και δύο εγγονούλες. Μου άρεσε και μου αρέσει αυτή η ζωή. Έχω μάλιστα να το λέω, με διάφορες ευκαιρίες. Υπάρχουν τραγικοί ποιητές, επικοί ποιητές, λυρικοί ποιητές. Εμένα θεωρήστε με οικογενειακό ποιητή».

«Το δημοτικό τραγούδι με βοήθησε πάρα πολύ. Το κατάκλεψα, λέω όμως με τρόπο που δεν μιμείται. Είναι σαν μια φωνή δίπλα. Αλλά τι δίπλα; Μοιάζει σαν ένα ποδηλατάκι να είναι πλάι σε μια νταλίκα, είναι πολύ άνισα τα πράγματα».

«Σε μια περίοδο, μάλιστα, που κυριαρχεί στις καλλιτεχνικές σκηνές και στα μεγάλα πολιτιστικά κέντρα ένα ημιεγγράμματο αβανγκάρντ, προσωπικώς συνεχίζω να προτείνω μια εμβάθυνση στον δικό μας χώρο, στη δική μας πνευματικότητα».

«Συνεχίζω να αγαπώ τον Ρίτσο, κι ας μην έχω καταφέρει να τον διαβάσω ολόκληρο. Είναι σημαντικός ποιητής γιατί, κατά τη δική μου κρίση, είναι ωκεάνιος. Περιέχει άλλους ποιητές, ολόκληρους, σαν να τους έχει χάψει το κήτος. Νομίζω ότι αδίκησε τον εαυτό του με την υπερπαραγωγή».

Επίμετρο

«Αν μας ρωτούσαν εξωγήινοι ‘τι είναι ο Γκανάς;’ και έπρεπε να τους απαντήσουμε προτείνοντάς τους δυο ποιήματα, ποια θα ήταν;» ρωτάει ο Ηλίας Μαγκλίνης τον Μιχάλη Γκανά. Εκείνος απαντάει:

«Το πρώτο είναι η μείξη δυο ποιημάτων:

‘Ἀθέατος βασιλικός μυρίζει

Βασιλικός πλατύφυλλης ἀποδημίας’.

Το δεύτερο είναι η ‘Χριστουγεννιάτικη Ιστορία’ από τα Γυάλινα Γιάννενα:

Κάθεται μόνος

καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στό τζάκι.

Κανείς δέ θά ’ρθει καί τό ξέρει,

κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,

σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι

καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.

Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα

καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.

Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.

Κάθεται μόνος του δίπλα στό τζάκι,

δέν πίνει, δέν καπνίζει, δέ μιλάει.

Στήν τηλεόραση χιονίζει,

τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι

καί στίς παλιές φωτογραφίες,

γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,

πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.

Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη

καί μόνο τό δικό της βλέμμα

ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.

Κοντεύουνε μεσάνυχτα

καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ τό πρωί.

Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,

εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,

δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,

ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,

μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.

Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά

μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.

Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη

γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στό τζάκι

μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.

Μένει στά δάχτυλα τό λάδι

ἀλλά τό χάδι χάνεται.

Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές

μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,

πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος

στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,

πού τόν παραμονεύει ἀθέατος

ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο

πότε μιά λάμψη κάνης,

πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές

κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τόν βαρύ καπνό του.

Ξέρει καλά ὅτι κρατάει

μακρύκαννο παλιό μπροστογεμές

γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.

Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει

δέν θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ

πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.

Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,

καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,

πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.

Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,

ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε

σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,

καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία

γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά

πάρε καί τόν πατέρα…

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά

πάρε καί τόν πατέρα· ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε

σά νά ’ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά

ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο

στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.

Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί

καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα

ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ

ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε

στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε

πώς εἶναι πεθαμένη.

Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά

πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,

παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας

μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα

ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, νά σωπαίνουνε,

νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε

πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ

νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε

νά παρηγορηθοῦνε.

Πηγές: Lifo.gr / Andro.gr/ Edromos.gr / Tovima.gr / tameteora. gr / Περιοδικό ΡΕΥΜΑΤΑ, Αρ. 7., Μάιος – Ιούνιος 1992 / Booksjournal.gr