Η ιστορία είναι πραγματική. Σε κατάστημα σε κεντρικό σημείο της Αθήνας -πιο κεντρικό δεν γίνεται-, που επί χρόνια ενοικιαζόταν από εταιρεία υποδημάτων, ζητήθηκε από τον ιδιοκτήτη του να ανανεώσει τη μίσθωσή του με διπλασιασμό ενοικίου. Όταν απάντησε ότι δεν βγαίνει οικονομικά για να το πληρώσει, το κατάστημα νοικιάστηκε από διεθνή αλυσίδα κοσμημάτων με ενοίκιο αυξημένο, ακόμα πιο πολύ, κατά 120%. Οι τιμές πλέον μιας εμπορικής μίσθωσης -όχι πώλησης- μπορεί και να φτάνουν τα 400 ευρώ (!) το τετραγωνικό στο ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας. Ένα κατάστημα 50 τετραγωνικών νοικιάζεται και 20.000 ευρώ τον μήνα. Σχεδόν όσο πωλούνταν καταστήματα αντίστοιχων τετραγωνικών στις παρόδους της Ερμού πριν από 10-12 χρόνια, την περίοδο της κρίσης. Τώρα πληρώνουν μόνο ενός μηνός ενοίκιο, ενώ τότε το αγόραζαν με τα ίδια λεφτά.

Και αν το συγκεκριμένο παράδειγμα φαίνεται ακραίο, καθώς αφορά ένα ακίνητο υψηλής προβολής, αντίστοιχες ιστορίες ξέφρενης πορείας των ενοικίων έχουν να διηγηθούν επιχειρήσεις σε όλους σχεδόν τους κεντρικούς δρόμους της χώρας. Το φαινόμενο πλήττει περισσότερο τους μικρούς, αλλά απειλεί και τους μεγάλους. Ακόμα και οι ενοικιαστές «σιγουράκια» άλλης εποχής, όπως οι τράπεζες και τα σουπερμάρκετ, βρίσκονται συνεχώς με αιτήματα αναθεώρησης μισθώσεων της τάξης του 20% και 30%. Φαντάζεται κανείς ότι δεν περνούν αυτές οι επιβαρύνσεις στις τιμές;

Ο πληθωρισμός των ενοικίων εμπορικών μισθώσεων τρέχει, με τους πιο ήπιους υπολογισμούς, με ρυθμό πενταπλάσιο και δεκαπλάσιο του επίσημου πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας (2,4%). Αλλά υψηλότερα και από τον επίσημα καταγεγραμμένο συνολικά των ενοικίων (συμπεριλαμβανομένων και των κατοικιών), που φτάνει το 6,5%, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Μάλιστα, «μολύνει» με ακρίβεια το σύνολο βασικών καταναλωτικών ειδών και υπηρεσιών. Πρόκειται για έναν καθαρά εσωτερικό πληθωρισμό (καμία σχέση με τον αποδιδόμενο σε εξωγενείς λόγους προ διετίας), ο οποίος συντηρεί τις πληθωριστικές πιέσεις, σε μια εποχή που φαινόνταν ότι ξεμπερδεύουμε από αυτές. Επιπλέον, αυτή η κατάσταση απειλεί τη βιωσιμότητα χιλιάδων επιχειρήσεων που είχαν πιστέψει σε ένα καλύτερο μέλλον μετά τα όσα πέρασαν στην οικονομική κρίση και την πανδημία και πλέον βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο λουκέτου λόγω αντικειμενικής αδυναμίας να εξυπηρετήσουν το κόστος στέγασής τους.

Γενικά το κόστος στέγασης αποτελεί έναν από τα σημαντικότερα πάγια έξοδα για μια επιχείρηση. Είναι ανελαστικό, δηλαδή δεν μπορεί κανείς να το αποφύγει και ειδικά σε ορισμένους κλάδους, όπως το εμπόριο και η εστίαση, αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για τη βιωσιμότητα ειδικά των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Από αυτές δηλαδή που έχουμε άφθονες στην Ελλάδα. Εάν είναι πολύ ακριβό το κόστος στέγασης, θεωρείται ότι μια επιχείρηση είναι πολύ λιγότερο πιθανό να τα καταφέρει να επιβιώσει.

Όλη αυτή η κατάσταση επιβαρύνει κλάδους που έχουμε μάθει οι εκπρόσωποί τους να φωνάζουν για «ψύλλου πήδημα», με αποτέλεσμα να έχουμε εκπαιδευτεί να μην «τους ακούμε», καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις το πρόβλημά τους οφειλόταν σε λάθος υπολογισμό του επιχειρηματικού ρίσκου. Το θέμα ωστόσο της αιφνίδιας αλλαγής που προκαλεί σήμερα στα δεδομένα της αγοράς ένας τόσο σημαντικός συντελεστής του κόστους λειτουργίας τους όσο τα αυξημένα ενοίκια δεν θα μπορούσε να υπολογιστεί από κανένα επιχειρηματικό σχέδιο όσο προχωρημένο και αν ήταν. Και όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αν μη τι άλλο, δημιουργεί την ανάγκη προβληματισμού και διερεύνηση των δυνατοτήτων οργανωμένης παρέμβασης.

Πηγή: ΟΤ