Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκίνησε με το πολύ κακό αποτέλεσμα του 2023. Ούτε όταν παραιτήθηκε ο Αλέξης Τσίπρας. Ούτε όταν εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Στέφανος Κασσελάκης και εξελέγη πρόεδρος. Ούτε όταν φτιάχτηκε η Νέα Αριστερά.

Η διάλυση είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Άρχισε να γίνεται ορατή το 2019, που όμως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάλαβε ουσιαστικά τι είχε συμβεί, με τις ρίζες να ξεκινούν από αρκετά πιο πριν.

Τότε ήμασταν ένα χρόνο μετά το τυπικό – τουλάχιστον- τέλος των επαχθών μνημονίων – για την έξοδο από τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε και το, υπερβολικό για κάποιους, «χρηματοδοτικό μαξιλάρι» των 37 δισ., αυτό που παρέλαβε και αξιοποίησε ως εργαλείο «κοινωνικής πολιτικής» η Νέα Δημοκρατία. Και λίγους μήνες μετά την υπογραφή και κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών που έδειξε πώς μπορεί μια χώρα να επιλύσει ένα «εθνικό θέμα», που σε μεγάλο βαθμό συντηρήθηκε για εσωτερικούς λόγους.

Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει τις εκλογές, όπως όλοι περίμεναν, αφού ήταν πίσω στις δημοσκοπήσεις πρακτικά από τις αρχές του 2016. Όμως, τις είχε χάσει με ένα ποσοστό 31%, που, όπως και να το δει κανείς, έμοιαζε αξιοπρεπές.

Και εδώ ξεκίνησαν τα προβλήματα. Γιατί πίστεψαν ότι με το 31% είχαν μια αφετηρία που θα τους έφερνε ξανά στην εξουσία μετά από «ένα δεξιό διάλειμμα».

Δεν κατάλαβαν ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό το 31% δεν ήταν το 35% του 2015 με λίγες απώλειες, αναμενόμενες σε ένα βαθμό μετά τα όσα είχαν συμβεί και την διαχείριση ενός μνημονίου, αλλά ένα ενισχυμένο σε σχέση με την πραγματική απήχηση στην κοινωνία, ποσοστό. Γιατί στην πραγματικότητα μετά το 2015 είχαν ήδη αρχίσει να έχουν σημαντικές απώλειες και το 2019 απλώς ωφελήθηκαν από μια συσπείρωση ανθρώπων, που αν και είχαν ήδη απομακρυνθεί, ταυτόχρονα τους φόβιζε η επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία.

Επιπλέον δεν κατάλαβαν ότι το 2019 μπαίναμε εκ των πραγμάτων σε μια νέα συνθήκη, μια νέα ιστορική σελίδα. Η χώρα έβγαινε πληγωμένη και κουρασμένη από τον κύκλο των μνημονίων και άλλαζαν τα χαρακτηριστικά της πολιτικής αντιπαράθεσης και κοινωνικής σύγκρουσης που κυριάρχησαν τα πέτρινα χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ελληνική κοινωνία κυριάρχησε ως αίτημα η «κανονικότητα», επιτρέποντας στον Κυριάκο Μητσοτάκη να το εκμεταλλευτεί και να το οικειοποιηθεί ως αίτημα, εμφανιζόμενος σαν εγγυητής της ασφάλειας.

Δεν σήμαινε ότι οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα προβλήματα είχαν τελειώσει ή ότι δεν υπήρχαν λόγοι δυσαρέσκειας, μεγάλες ανάγκες, ανοιχτές πληγές και στο μοντέλο ανάπτυξης και στη λειτουργία του κράτους. Είναι ότι αποζητούσαν μια κατάσταση ηρεμίας, ήθελαν να φύγουν από μια φάση όπου από τη μια είχες κυβερνήσεις που απλώς περνούσαν καταστροφικά μέτρα και από την άλλη μια κοινωνία που δεν είχε άλλη επιλογή από το εξεγείρεται με πρωτόγνωρη ένταση.

Δηλαδή, οι άνθρωποι τότε ήθελαν μια επιστροφή σε έναν τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που να είναι θεσμικός. Να υπάρχει κανονική συζήτηση και διαβούλευση. Να μπορούν να ακούγονται οι αγωνίες της κοινωνίας. Να ανοίξει μια συζήτηση για το ποια ανάπτυξη χρειαζόμαστε.

Αυτό σήμαινε ότι ήδη τότε ο ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτική έκφραση της «αντιμνημονιακής» δυναμικής είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Χρειαζόταν μια οργανωμένη μετάβαση σε ένα σχήμα που να εκπροσωπεί τη δημοκρατική παράταξη της σύγχρονης εποχής. Το γεγονός ότι βρισκόταν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσε να διευκολύνει αυτή τη διαδικασία.

Όμως, αυτό στον ΣΥΡΙΖΑ ούτε το συνειδητοποίησαν, ούτε έκαναν κάτι σε αυτή την κατεύθυνση. Ούτε κατάλαβαν ότι όταν και οι ίδιοι είχαν εφαρμόσει πλήρως ένα μνημόνιο δεν μπορούσαν να διατηρούν τα ίδια χαρακτηριστικά μιας δύναμης που κυρίως έκανε αντιπολίτευση και αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό, ότι αυτό που χρειάζονταν ήταν να γίνουν μια δύναμη που να μπορεί να προτείνει μια εναλλακτική διακυβέρνηση για τη νέα συνθήκη, δίνοντας ευκρινές πολιτικό στίγμα και εχέγγυα ότι μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα που προτείνει.

Το μόνο που έκαναν ήταν να δοκιμάσουν μια διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως με στελέχη από άλλους χώρους, πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ. Μόνο που ήταν μια διεύρυνση σε επίπεδο προσώπων όχι σε επίπεδο απεύθυνσης στην κοινωνία. Το αποτέλεσμα ήταν να μη διευρυνθεί στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τα νέα πρόσωπα που ήρθαν δεν κατάφεραν να κάνουν πιο πλούσια και ουσιαστική τη συζήτηση και την παραγωγή προγράμματος και πολιτικής στρατηγικής.

Επιπλέον, σπατάλησαν την τετραετία 2019-2023 στη λογική του «ώριμου φρούτου» (που ουσιαστικά ήταν η επιμονή στην «αντιμνημονιακή» πολιτική κουλτούρα), περιμένοντας ότι αρκούσε η δυσαρέσκεια για να επιστρέψουν στην εξουσία, την ώρα που η Νέα Δημοκρατία άλλαζε τους όρους του παιχνιδιού και εκμεταλλευόταν τα μέτρα της πανδημίας για να χτίσει τη δική της κοινωνική βάση.

Δεν έκαναν αυτοκριτική. Δεν έκαναν αποτίμηση της περιόδου που κυβερνούσαν, δεν υπερασπίστηκαν τις επιλογές και το έργο τους, δεν αναμετρήθηκαν με τις αστοχίες, αλλά και την «ενοχή» του μνημονίου και των συμβιβασμών που αναγκάστηκαν να κάνουν, με την πληγή να κακοφορμίζει. Δεν επεξεργάστηκαν πρόγραμμα διακυβέρνησης. Δεν κάθισαν να σκεφτούν τι σημαίνει τώρα και όχι σε μια συνθήκη μνημονίων να υπάρχει ένα κόμμα που να εκπροσωπεί τα λαϊκά στρώματα και τη μεσαία τάξη.

Δεν οικοδόμησαν βαθύτερους δεσμούς με την κοινωνία, πιστεύοντας ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια τους εξασφάλιζε ούτως ή άλλως εκλογικό ακροατήριο.

Και στην πραγματικότητα απλώς διαλύονταν χωρίς να το συνειδητοποιούν. Ρευστοποιούνταν. Έχαναν εκπροσωπήσεις. Συρρικνώνονταν.

Οι άνθρωποι απορροφούνταν από την καθημερινότητα, στρέφονταν – ιδίως στην πανδημία – προς το κράτος και άρα και την κυβέρνηση που το διαχειριζόταν και ακόμη και όταν άρχισαν να δυσαρεστούνται με την έκρηξη της ακρίβειας, δεν πίστευαν ότι υπήρχε κάποιο κόμμα να εκπροσωπήσει τις ανάγκες τους, να δώσει λύσεις. Ορισμένοι, μάλιστα, άρχισαν να κοιτούν προς την ακροδεξιά θεωρώντας ότι προσέφερε διέξοδο στη δυσαρέσκειά τους.

Δεν είναι ότι σταμάτησαν οι κοινωνικές εκρήξεις, ιδίως από τη νεολαία, όπως φάνηκε και μετά την τραγωδία των Τεμπών που δημιούργησε βαθύ ρήγμα, όμως αυτό δεν σήμαινε ότι οι άνθρωποι που κινητοποιούνταν πείθονταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει διέξοδο και έχει όντως μια εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα έχανε την ικανότητά του να αφουγκράζεται και να διαβάζει την κοινωνία. Το γεγονός ότι είχαν έναν σχετικά ισχνό κομματικό μηχανισμό σήμαινε ότι δεν είχαν ικανότητα να συλλέγουν την αναγκαία γνώση για το τι σκέφτονταν οι άνθρωποι.

Το αποτέλεσμα ήταν να μην αντιληφθούν ότι πήγαιναν για συντριβή στις εκλογές του 2023. Το γεγονός ότι μετά την παραίτηση Τσίπρα, κυριάρχησε η -ξένη προς την Αριστερά- λογική (και η φιλοδοξία) μιας άμεσης εκλογής νέου προέδρου, χωρίς να έχει προηγηθεί η αναγκαία ουσιαστική και σε βάθος συζήτηση για την κατάσταση στο κόμμα, οδήγησε στην εκλογή του Κασσελάκη.

Όμως, το νέο ύφος και ήθος που ήρθε στην ηγεσία, με τον φτηνό λαϊκισμό και την άρνηση οποιασδήποτε επεξεργασίας, απλώς έδιωχνε ανθρώπους και έφερνε πιο κοντά τη διάλυση.

Για να καταλήξουμε στο σημερινό θέαμα. Και το οδυνηρό δίδαγμα πως η πολιτική δεν διεξάγεται ούτε με «ευκολίες πληρωμής» ούτε με ευκολίες σκέψης.

Αλλά με πραγματική γνώση αυτών που συμβαίνουν στην κοινωνία, με προτάσεις που να απαντάνε στα ερωτήματά της και με οργανωτικές μορφές και τρόπους επικοινωνίας που να μπορούν να εξασφαλίσουν την κοινωνική γείωση.

Όλα αυτά, όμως, πολύ απλά δεν έγιναν. Κυριάρχησε μια πολιτική ρουτίνα που απομάκρυνε την κοινωνία, παρότι σωρεύονταν λόγοι δυσαρέσκειας.

Σε αυτό το έδαφος και στην απροθυμία ενασχόλησης με πραγματικά προβλήματα και την παραγωγή αξιόπιστης πολιτικής πρότασης, ήταν που η διάλυση απλώς επιταχύνθηκε και ολοκληρώθηκε.

Και γι’ αυτό δεν μπορεί να αντιστραφεί. Γιατί ξεκίνησε πολύ νωρίτερα και έχει πραγματικό βάθος.

Γι’ αυτό και δεν υπάρχει δυνατότητα «ανασυγκρότησης». Ο μόνος δρόμος είναι η υπέρβαση προς κάτι νέο.