Το χρονικό μιας προαναγγελθείσας τραγωδίας
Μέσα από την εξιστόρηση ενός τροχαίου δυστυχήματος στην Ανατολική Ιερουσαλήμ το 2012 ο αμερικανός δημοσιογράφος Νέιθαν Θρολ αναδεικνύει στο «Μια μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα» (Πούλιτζερ 2024) τις χωροταξικές και εξουσιαστικές δομές που ορίζουν τις ζωές στη Δυτική Όχθη.
Υπάρχουν βιβλία που διαθέτουν «συναισθηματική νοημοσύνη»; Που μπορούν να υποδείξουν μία διαδρομή προς το συναίσθημα -χωρίς να καταλήγουν «συγκινητικά»- την ίδια στιγμή που στηρίζονται στον ορθολογισμό; Οι σκέψεις αυτές επανέρχονταν συνεχώς κατά την ανάγνωση του νέου τίτλου από τις εκδόσεις Δώμα: το «Μία μέρα της ζωής του Άμπεντ Σαλάμα» (σε μετάφραση της Δέσποινας Κανελλοπούλου, η οποία καταφέρνει να αποδώσει όρους και αποχρώσεις για ένα de facto γλωσσικό συνονθύλευμα).
Η ημέρα του τίτλου θα ήταν κανονικά μια ημέρα όπως οι άλλες. Αλλά πού; Σε μια περιοχή της Ιερουσαλήμ, τον «Δρόμο του Τζάμπα», κοντά στη συνοικία Ανάτα. Σε ένα μέρος δηλαδή όπου η βία αποτελεί καθημερινότητα και ταυτόχρονα ιστορική συνθήκη. Εκεί όπου τα διαφορετικά τοπόσημα ορίζονται από το μεγαλύτερο δημόσιο έργο στην ιστορία του Ισραήλ: το Τείχος που διχάζει και αποκλείει. Έστω κι έτσι, η ημέρα στη ζωή του Παλαιστίνιου της Δυτικής Όχθης, Άμπεντ Σαλάμα και της συζύγου του, Χάιφα, καταλήγει σε τραγωδία. Ήταν 15 Φεβρουαρίου 2012, όταν ο 5χρονος γιος τους Μιλάντ (που σημαίνει «γέννηση») ανεβαίνει στο λεωφορείο του ιδιωτικού σχολείου για την προγραμματισμένη εκδρομή. Λίγο αργότερα δεκάδες άνθρωποι σπεύδουν στο σημείο όπου το λεωφορείο ανατρέπεται από διερχόμενη νταλίκα για να αναζητήσουν επιζώντες.
Ο αμερικανός δημοσιογράφος Νέιθαν Θρολ, ο οποίος ζει στην Ιερουσαλήμ και για το βιβλίο αυτό κέρδισε το φετινό βραβείο Πούλιτζερ (Γενικής Τεκμηριογραφίας), αναλαμβάνει να ανασυστήσει για χάρη του αναγνώστη το χρονικό μιας πολυπαραγοντικής τραγωδίας (για την οποία ο πειρασμός να χαρακτηριστεί προαναγγελθείσα είναι μεγάλος). Στην ανάλυσή του η περίφημη «τυχαιότητα», που κρατάει εννοιολογικά από τον Θουκυδίδη, συνδέεται με τους μηχανισμούς της καταστολής και του εποικισμού, αλλά και τη μεγάλη εικόνα μίας διαχρονικής σύγκρουσης ανάμεσα σε φανατισμούς. Καταγράφοντας τις ιστορίες των δεκάδων εμπλεκομένων -από τους πενθούντες συγγενείς έως τον Παλαιστίνιο και Ισραηλινό διασώστη- ο Θρολ αναδεικνύει τις εξουσιαστικές δομές που ορίζουν τη ζωή στη Δυτική Όχθη. Από το προσωπικό οδηγείται στο πολιτικό. Από τις ρωγμές μίας ειδησεογραφικής περιγραφής ανοίγει ένα σύμπαν εισάγοντάς μας στη χωροταξία της βίας.
Και το κάνει χωρίς να «διδάσκει», να επιμερίζει ευθύνες ή να «αθωώνει» τους ευάλωτους. Αν από τη μια πλευρά το παλιό πέτρινο τέμενος μετατρέπεται ανερυθρίαστα σε στέκι Ισραηλινών στρατιωτών με αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια, από την άλλη οι αδύναμοι της εξίσωσης αποδέχονται ποικίλους εσωτερικούς ανταγωνισμούς: «Ο Άμπεντ δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για κάποιους Θάουαλα. Τον ενοχλούσε τρομερά που συμπεριφέρονταν σαν να ήταν οι μοναδικοί υπερασπιστές της Παλαιστίνης… Θεωρούσε ότι οι πρόσφυγες των καταυλισμών παρουσίαζαν μια ψευδή εικόνα των Παλαιστινίων ως επαιτών που ζούσαν από την ελεημοσύνη των Ηνωμένων Εθνών». Αν από τη μία πλευρά, δρουν ανεξέλεγκτα ισραηλινοί στρατιωτικοί, υπερορθόδοξοι Εβραίοι και αυταρχικοί ηγέτες, από την άλλη δεν λείπει η διαφθορά και η προδοσία: «Ο απλός κόσμος κατέληξε να απεχθάνεται τους επαναπατρισμένους, θεωρώντας τους υπεύθυνους για το Όσλο (σ.σ.: οι Συμφωνίες που οριοθετούσαν τις νησίδες περιορισμένης παλαιστινιακής αυτονομίας στα κατεχόμενα εδάφη), τη διαφθορά, και τον ασφυκτικό κλοιό των παλαιστινικών δυνάμεων ασφαλείας, που ήταν καίριας σημασίας για τη διατήρηση της ισραηλινής κατοχής. Τα πρόσωπα που βρίσκονταν κοντά στον Αραφάτ τσέπωναν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια δημόσιο χρήμα, μεγάλο μέρος των οποίων περνούσε από έναν τραπεζικό λογαριασμό στο Τελ Αβίβ, ενώ κάποιοι αποκόμιζαν κέρδη ακόμα και από τον εποικισμό και την κατασκευή των εβραϊκών οικισμών».
Το τροχαίο δυστύχημα
Στο επίκεντρο του βραβευμένου βιβλίου, το οποίο πολλές φορές θα φτάσει μέχρι την ιδρυτική πράξη του 1948, τον Μπεν Γκουριόν και τις οργισμένες δεκαετίες του ένοπλου αγώνα, δεν παύει να χτυπάει ένας εκρηκτικός μηχανισμός. Πώς αλλάζει η ζωή ενός πατέρα, μίας οικογένειας, μίας κοινότητας μετά τον θάνατο μικρών μαθητών; Από ένα σημείο κι έπειτα, σε ένα παράλληλο επίπεδο, το αφήγημα αποκτά χαρακτηριστικά καθολίκευσης. Είναι εντοπισμένο χρονικά και τοπικά, αλλά αφορά περισσότερους. Είναι εστιασμένο θεματικά, αλλά ανοίγεται στην κοινωνική ανθρωπολογία, την ψυχαναλυτική σκέψη, τον στοχασμό και την επεξεργασία του τραύματος. Στο επίκεντρο βρίσκονται παιδιά και ο οδηγός νταλίκας Άσρεφ Κέκας, ο οποίος στη διάρκεια μιας τρομερής καταιγίδας, οδηγούσε εκείνη την ημέρα με μεγάλη ταχύτητα ένα όχημα 30 τόνων σε βρεγμένη κατηφόρα. Είχε υποπέσει σε 25 οδικές παραβάσεις στο παρελθόν, είχε πάρει το δίπλωμα για βαρέα οχήματα μόλις την περασμένη χρονιά και εργαζόταν μόλις ένα μήνα στην εταιρεία παραγωγής σκυροδέματος. Εκείνη την ημέρα ενεργοποίησε το βοηθητικό σύστημα πέδησης, τον λεγόμενο «επιβραδυντή», αλλά αμέλησε να τον απενεργοποιήσει. Επέτρεψε έτσι αυτό που απαγορεύεται στο εγχειρίδιο χρήσης: να χρησιμοποιείται ο «επιβραδυντής» σε συνθήκες ολισθηρότητας καθώς υπάρχει ενδεχόμενο να κλειδώσουν οι τροχοί. Με τον τρόπο αυτό ο οδηγός έχασε τον έλεγχο της νταλίκας, με αποτέλεσμα το «επικαθήμενο» να διπλώσει και να χτυπήσει το λεωφορείο. Την επόμενη στιγμή, από το βραχυκύκλωμα στο ασφαλειοκιβώτιο του τελευταίου ξεπήδησαν φλόγες οι οποίες φούντωσαν εξαιτίας των δυνατών ανέμων.
Η συνέχεια γράφεται σε μπλοκαρισμένους δρόμους, με διασώστες που δεν έχουν εύκολη πρόσβαση λόγω του χωροταξικού χάους, συγγενείς που προσπαθούν να κάνουν αναγνώριση σε καρβουνιασμένα πτώματα, μητέρες στα πρόθυρα ψυχολογικής κατάρρευσης, αδέρφια που πρέπει να δώσουν δείγμα αίματος για να μάθουν αν το κομμάτι καμένης σάρκας λίγο πιο εκεί είναι ο αδερφός τους. Έχοντας παρακολουθήσει τον Άμπεντ Σαλάμα με κλινική ματιά ο Θρολ αφήνει το συναίσθημα να κατακλύσει τους αναγνώστες όταν έχουν πλέον μπροστά τους όλα τα συστατικά της τραγωδίας. Κυρίως έναν πατέρα που ξαναβλέπει τα βίντεο με το παιδί του στο κινητό και θέλει να μπει στον οικογενειακό τάφο για να αποχαιρετήσει τον Μιλάντ μόνος του. Δίπλα του εκτυλίσσονται άλλες οικογενειακές τραγωδίες εντάσσοντας στην αφήγηση έως και ζητήματα φύλου. Όπως στην περίπτωση του Παλαιστίνιου Αζάμ που χτυπάει τη σύζυγό του, Νάνσι, απαιτώντας να παραιτηθεί από την αποζημίωση για τον θάνατο του γιου τους Σαλάχ. Είναι μια ακόμη διάσταση στην καλειδοσκοπική εικόνα, καθόλου αμελητέα μαζί με εκείνες της θρησκευτικότητας, του χάσματος γενεών μέσα στην ίδια κοινότητα, της προσωπικής ευθύνης που αισθάνεται ένας ισραηλινός τραυματιοφορέας, της φιλίας που μπορεί να αναπτύσσεται ακόμη και εκατέρωθεν του Τείχους της Ιερουσαλήμ, του συλληπητήριου τηλεφωνήματος από τον επικεφαλής των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών προς τον αλλοπαρμένο πατέρα.
Είναι αυτός που μένει γαντζωμένος από τον πόνο των αναμνήσεων για να κρατήσει κοντά τον γιο του. Αυτός που υποδέχεται τον αριστερό Ισραηλινό δημοσιογράφο Αρίκ Βάις όταν ο τελευταίος γυρίζει ρεπορτάζ για το κύμα διαδικτυακού μίσους σχετικά με την τραγωδία. Και πιθανότατα ένας από τους λίγους που γνωρίζουν τα πραγματικά αίτια της τραγωδίας, έτσι όπως τα ομαδοποιεί ο Νέιθαν Θρολ. «Κανένας δεν αναφέρθηκε στη μόνιμη έλλειψη σχολικών αιθουσών στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, η οποία ανάγκαζε τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους σε πλημμελώς εποπτευόμενα σχολεία της Δυτικής Όχθης. Κανένας δεν αναφέρθηκε στο διαχωριστικό τείχος και το σύστημα αδειοδοτήσεων που είχε εξαναγκάσει μία τάξη του νηπιαγωγείου να κάνει μια μεγάλη και επικίνδυνη παράκαμψη… αντί να πάει στους παιδοτόπους που απείχαν δυο βήματα από το σχολείο τους. Κανένας δεν πρότεινε να αποζημιωθούν από το ισραηλινό ταμείο για θύματα τροχαίων ατυχημάτων οι οικογένειες με πράσινες ταυτότητες που είχαν χάσει τα παιδιά τους… Κανένας δεν επισήμανε ότι η απουσία υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης από τη μία πλευρά του τείχους θα οδηγούσε με βεβαιότητα κάποια στιγμή σε τραγωδία».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις