Η διένεξη για το Αιγαίο, ή αλλιώς αυτό που ονομάζουμε ελληνουρκική διαφορά για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, αποτελεί την κύρια αιτία δημιουργίας έντασης ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα. Μία διαφορά που πολλές κυβερνήσεις έχουν υποσχεθεί και έχουν προσπαθήσει να λύσουν, χωρίς ποτέ να έχει υπάρξει αποτέλεσμα.

Ο Πέτρος Λιάκουρας, Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, στην ομιλία του στο  συνέδριο «1974-2024, 50 Χρόνια από τη Μετάβαση στη Δημοκρατία, Η Δημοκρατία στην Εποχή μας» που διοργάνωσε το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, αναφέρεται στις προσπάθειες υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κατά την πρώτη πενταετία της μεταπολίτευσης για λύση της ελληνοτουρκικής διένεξης.

Αναφέρεται δε στις αρχικές θέσεις της Ελλάδας, οι οποίες όπως επισημαίνει προσφέρουν «τροφή για σκέψη», σημειώνοντας παράλληλα πως τα ζητήματα παραμένουν ανοιχτά ενώ προστίθενται και νέες αμφισβητήσεις. Με τις θέσεις που εκφράζονταν 50 χρόνια πριν να είναι ίσως πιο προωθημένες από τις σημερινές.

Ακολουθεί η εισήγηση του Πέτρου Λιάκουρα:

Ανασκόπηση της απαρχής των διαφορών με επίκεντρο το Αιγαίο

Εδώ και πενήντα χρόνια, η ελληνοτουρκική διένεξη παραμένει άλυτη και είναι η κατάλληλη στιγμή να ανασκοπήσουμε την απαρχή αυτών των διαφορών, τις πρώιμες προσπάθειες επίλυσής τους και τη στάση που διατήρησε η Ελλάδα την πρώτη πενταετία της μεταπολίτευσης, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Στη διάρκεια των δεκαετιών, η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει προκλήσεις της Τουρκίας με επίκεντρο τις αντιπαραθέσεις στο Αιγαίο.

Οι βασικές διαφορές επικεντρώνονται στην υφαλοκρηπίδα, η έλλειψη οριοθέτησης της οποίας έχει προκαλέσει θερμά επεισόδια, τα πρώτα από τη δεκαετία του 1970, την αιγιαλίτιδα ζώνη, τον εναέριο χώρο και την αποστρατιωτικοποίηση.

Τα ζητήματα εξακολουθούν να είναι ανοικτά, αποτελούν κεντρικά θέματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενώ νέες αμφισβητήσεις και προκλήσεις έχουν προστεθεί με την πάροδο του χρόνου.

Είναι καιρός, επομένως, να γίνει μια αποτύπωση για το πώς γεννήθηκαν αυτές οι διαφορές και πώς αντιμετωπίστηκαν από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση, εξετάζοντας τις αρχικές θέσεις της Ελλάδας, τις οποίες κωδικοποίησε και προώθησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ακόμη προσφέρουν τροφή για σκέψη σήμερα, καθώς η χώρα βρίσκεται πάλι σε σταυροδρόμι, πάλι για τις ίδιες διαφορές, με νέες να έχουν προστεθεί.

Όλες οι διαφορές παραμένουν σε εκκρεμότητα και καμία δεν έχει επιλυθεί. Θα αναλύσουμε θεματικά και χρονολογικά ποιες είναι οι διαφορές, πώς αυτές προσεγγίστηκαν και αντιμετωπίστηκαν αρχικά, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς την ουσία της επίλυσης.

Επίσης, θα εξετάσουμε αν και κατά πόσο έχουμε απομακρυνθεί από αυτές τις θέσεις ή αν τις διαχωρίζουμε.

Η πραγματικότητα

Οι διαφορές αυτές ξεκίνησαν το 1973, όταν η Τουρκία εξέδωσε άδειες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στην TPAO (Τουρκική Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων) για περιοχές υφαλοκρηπίδας, όπου η Ελλάδα είχε μονομερώς πράξει το ίδιο για το σύνολο του Αιγαίου.

Πώς συνέβη αυτό; Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου χαρασσόταν, σύμφωνα με την Ελλάδα, με τη μέθοδο της μέσης γραμμής μεταξύ των ανατολικών νησιών και της Τουρκίας. Αντίθετα, σύμφωνα με την τουρκική αντίληψη, η οριοθέτηση χαρασσόταν στο μέσο του Αιγαίου, μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών.

Λόγω της επικάλυψης των αξιώσεων, προέκυψε διαφορά που έπρεπε οι δύο χώρες να επιλύσουν.

Από την αρχή, η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την ασάφεια αυτή, κατά διαστήματα επιχείρησε μονομερώς έρευνες σε μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας εντάσεων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και προσπάθειας δημιουργίας τετελεσμένων.

Έτσι, μετά την υφαλοκρηπίδα, που αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα, προστέθηκαν δύο ακόμη διαφορές, που προήλθαν από την τουρκική αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της και να απολαύει εθνικό εναέριο χώρο μεγαλύτερου εύρους από την υφιστάμενη αιγιαλίτιδα ζώνη.

Η Τουρκία μέχρι το 1974 δεν είχε αμφισβητήσει τον ελληνικό εναέριο χώρο των 10 ναυτικών μιλίων, όπως τονίστηκε από τον Καραμανλή στον Ντεμιρέλ.

Από την αρχή της συνδιάσκεψης για το δίκαιο της θάλασσας το 1973, που τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα προς διαβούλευση στην πολυμερή διαπραγμάτευση το νέο όριο των 12νμ της αιγιαλίτιδας ζώνης, η Τουρκία είναι επίμονος αντιρρησίας όσον αφορά στην εφαρμογή του στο Αιγαίο.

Οι αμφισβητήσεις που εστιάζουν σε όρια αρμοδιοτήτων στο Αιγαίο συνιστούν νομικές διαφορές. Η Τουρκία, προκειμένου να μην αποκλειστεί από το Αιγαίο, γίνεται αντιρρησίας και διεκδικητής, ισχυριζόμενη παράλληλα ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις επιχειρούν να μετατρέψουν το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη.

Η προσέγγιση επίλυσης

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναγνώρισε με ρεαλισμό εγκαίρως την πραγματικότητα και ευθυγράμμισε τη στάση του με το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Ποιες είναι λοιπόν οι αρχές και η στρατηγική του;

Κατ’ αρχάς, για τον πρωθυπουργό Καραμανλή, κάθε διαφορά πρέπει να επιλύεται με ειρηνικά μέσα, όπως ο διάλογος και η προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη.

Ο διάλογος με την άλλη πλευρά και η ανταλλαγή απόψεων δεν υποδηλώνουν αποδοχή και δεν δεσμεύουν εάν δεν υπάρξει συμφωνία.

Αυτό επεσήμανε στη Βουλή απαντώντας στην κριτική του Ανδρέα Παπανδρέου σχετικά με τον ελληνοτουρκικό διάλογο, δηλώνοντας: «σε περίπτωση διαφοράς, έχεις τρεις επιλογές: διάλογο, διαιτησία ή πόλεμο». Τόνισε ότι «θα εξαντλήσω τα ειρηνικά μέσα πριν καταλήξω στον πόλεμο».

Δεύτερον, όπως επεσήμανε, όταν υπάρχει πρόβλημα, δεν μπορείς να το αγνοήσεις. Ακόμα και εάν διαφωνείς με την αμφισβήτηση της άλλης πλευράς, με την αξίωση που δεν αποδέχεσαι, ή πιστεύεις ότι είναι κατ’ εσέ αβάσιμη, είσαι υποχρεωμένος να το αντιμετωπίσεις.

Είναι άλλο θέμα πως, με ποιο τρόπο.

Η ειρηνική επίλυση των διεθνών διαφορών προϋποθέτει πρώτα τον διάλογο. Έτσι, η κυβέρνηση τάχθηκε υπέρ του διαλόγου για όλα τα εκκρεμή ζητήματα/διαφορές, μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση με την Τουρκία.

Ωστόσο, η άποψη αυτή έχει υπερκεραστεί από τη θέση περί της μιας και μόνης διαφοράς, ήτοι της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, την οποία εισήγαγε ως θέση της χώρας ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Τρίτον, η άποψη ότι δεν συζητούμε με μια χώρα που αμφισβητεί τα δικαιώματά μας ή διεκδικεί θαλάσσιες ζώνες που διεκδικούμε δεν μπορεί να ευσταθεί.

Αποτελεί την αιτία διαφοράς. Αυτή η αποστροφή δηλώσεων του Καραμανλή αποτέλεσε στην πράξη την άμεση απάντηση στην πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αποφεύγει τον ελληνοτουρκικό διάλογο, τον οποίο διακόπτει από το 1981 μέχρι τη συνάντηση με τον Οζάλ στο Νταβός, που ακολούθησε την κρίση του Μαρτίου 1987.

Τέταρτον, στηριζόμενος στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας, διευκρίνισε ότι το Αιγαίο πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη αποτελεί ανοικτή θάλασσα, προσβάσιμη για ελεύθερη ναυσιπλοΐα.

Με αυτή τη δήλωση, αντέτεινε την τουρκική αφήγηση ότι η Ελλάδα επιθυμεί να μετατρέψει το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη». Σχετικά με το ερώτημα που του έθεσε ο Ντεμιρέλ εάν θα επέκτεινε την αιγιαλίτιδα ζώνη στο Αιγαίο, εν όψει συζήτησης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, δήλωσε ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση εκείνη την φάση, αλλά δεν ήθελε να δεσμεύσει τη χώρα με δήλωσή του ότι παραιτείται του δικαιώματος ή να αποκλείσει τη δυνατότητα στο μέλλον.

Μονομερής οριοθέτηση στο Αιγαίο δεν λύνει το πρόβλημα

Υπό αυτό το πρίσμα σημαίνει ότι η Τουρκία μπορεί να διεκδικήσει υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, καθώς οι ακτές της έχουν πρόσβαση στην ανοικτή θάλασσα. Ωστόσο, ήταν σαφές ότι η μονομερής οριοθέτηση δεν θα έλυνε το πρόβλημα, αλλά θα δημιουργούσε επιπλέον διαφορές. Έτσι, ανακύπτει η υποχρέωση για διαπραγμάτευση σχετικά με την οριοθέτηση, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία ή δικαστική παραπομπή.

Μάλιστα μετά το 1978 στη συζήτηση για την οριοθέτηση επί της ουσίας ανοίχτηκε η βίβλος της νομολογίας, έστω των λίγων δικαστικών υποθέσεων της εποχής. Άνοιξε ο δρόμος για την νομική προσέγγιση της οριοθέτησης.

Ήταν χαρακτηριστικό ότι από εκείνη την εποχή επιδόθηκαν υπηρεσιακοί παράγοντες σε εμπιστευτικά σχέδια οριοθέτησης επικουρούμενοι από άλλους ειδικούς μεθερμηνεύοντας τις αρχές που αναδεικνύονταν με στόχο την δίκαιη λύση. Είναι γνωστή η προσπάθεια τότε επεξεργασίας ενός σεναρίου οριοθέτησης με τη μέθοδο των δακτύλων.

Τέτοια οριοθέτηση προτάθηκε ως προβολή των τουρκικών ακτών μεταξύ των νησιών του ΒΑ Αιγαίου όπου υπάρχει εύρος ανοικτής θάλασσας προς οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας. Διερευνάτο μια εναλλακτική έναντι των τουρκικών απαιτήσεων και της αναπτυσσόμενης δικαστηριακής νομολογίας.

Το εύρημα που εκμεταλλεύθηκε ο Ντεμιρέλ για τα νησιά στο Αιγαίο

Ήταν στον απόηχο της άποψης που προώθησε η τουρκική πλευρά με αφορμή την απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας.

Επίκεντρο της υπόθεσης ήταν το ερώτημα εάν τα Αγγλονορμανδικά νησιά πλησίον των γαλλικών ακτών έχουν επήρεια στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.

Το Διαιτητικό έκρινε αρνητικά, διότι, όπως τόνισε, τα νησιά κείνται στη «λάθος πλευρά» της μέσης γραμμής μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών.

Αυτό το εύρημα του δικαστηρίου εκμεταλλεύτηκε ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και το προέβαλε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή σχετικά με τη μεταχείριση των νησιών.

Ο τελευταίος του απάντησε ότι γεωγραφικά το Αιγαίο και τα νησιά ως συστάδα είναι διαφορετικά για να ισχύσει η εν λόγω δικανική λογική. Βεβαίως πολύ αργότερα το 2012 το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε εντελώς τη λογική της ενθυλάκωσης νησιών -με τη λογική της λάθους πλευράς- αναφερόμενο ρητά στην λάθος απόφαση του 1977 για νησιά της Μάγχης. Πάντως ο Καραμανλής άκουσε τον Ετζεβίτ και ακαριαία αντέκρουσε την άποψή του.

Πέμπτον, παρότι η κυβέρνηση Καραμανλή προτιμούσε την προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη, κρίθηκε ότι η διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα έπρεπε να γίνεται παράλληλα με την επίλυση των υπολοίπων διαφορών. Κυρίως επειδή οι δύο χώρες έχουν διαμετρικά αντίθετες απόψεις σχετικά με τη μέθοδο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, η δικαστική επίλυση θεωρήθηκε η πιο ενδεδειγμένη, καθώς οι διαπραγματεύσεις δεν θα κατέληγαν σε συμφωνία.

Οι τρεις λόγοι για προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη

Για τρεις λόγους, προκρινόταν η προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη.

Πρώτον, αυτή θα παρείχε μια οριστική και δεσμευτική απόφαση, η οποία, δεύτερον, θα απορροφούσε τυχόν αμφισβητήσεις που θα μπορούσε να προκαλέσει το αποτέλεσμα μιας διαπραγμάτευσης, ειδικά εάν αυτή δεν ικανοποιούσε τους στόχους.

Αυτή η άποψη για δικαστική λύση προτάθηκε και στην τουρκική πλευρά, ώστε να αρθούν οι επιφυλάξεις της για προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο.

Τρίτον, το δικαστήριο θα ελάμβανε αποφάσεις βάσει του διεθνούς δικαίου, με γνώμονα τις αρχές που έχουν διαμορφωθεί. Παρά τις προτιμήσεις για το δικαστήριο, η κυβέρνηση δεν απέκλειε τις διαπραγματεύσεις.

Οι τρεις σταθμοί στην προσέγγιση επίλυσης

Ο Καραμανλής επέδειξε τη σταθερή προσέγγισή του στην επίλυση διαφορών με τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα:

α. Το 1975, υιοθέτησε με τον Ντεμιρέλ Κοινό Ανακοινωθέν για προσφυγή στο Δικαστήριο από κοινού με την Τουρκία.

β. Το 1976, αντέδρασε συγκρατημένα και με λογική στην παρουσία του ερευνητικού σκάφους ΗΟRA σε αμφισβητούμενα ύδατα του Αιγαίου. Παρά τις εμπρηστικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, προτρέποντας την κυβέρνηση να βυθιστεί το πλοίο, επέλεξε να απευθυνθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας για να αποτρέψει την κρίση και περιφρουρήσει την περιφερειακή ειρήνη. Παράλληλα προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο ζητώντας ασφαλιστικά μέτρα και οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

γ. Για να διασφαλίσει ένα ειρηνικό περιβάλλον, συναίνεσε στη Συμφωνία (ή Πρακτικό) της Βέρνης το 1976, που επέβαλε μορατόριουμ στις μονομερείς ενέργειες περί την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις.

Ειδικότερα,

1975 Ελληνοτουρκικός διάλογος και Κοινά Ανακοινωθέντα για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο

Το 1975, στον απόηχο πρωτοβουλίας της ελληνικής κυβέρνησης, οι πρωθυπουργοί Καραμανλής και Ντεμιρέλ υιοθέτησαν Κοινό Ανακοινωθέν στις Βρυξέλλες, συμφωνώντας να παραπέμψουν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο.

Για τα υπόλοιπα ζητήματα, όπως η αιγιαλίτιδα ζώνη, ο εναέριος χώρος και το F.I.R., συμφώνησαν ότι θα τα συζητούσαν χωριστά στο διάλογο.

Ωστόσο, ο Καραμανλής δέχθηκε κριτική από την αντιπολίτευση για την πρωτοβουλία της από κοινού προσφυγής στο δικαστήριο. Παρά την κριτική αυτή, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Ντεμιρέλ υπαναχώρησε από το Κοινό Ανακοινωθέν του Μαΐου, δηλώνοντας με ρηματική διακοίνωση στην Αθήνα ότι πρόθεσή του είναι η παραπομπή της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη μόνο μετά από διαπραγμάτευση συνυποσχετικού.

1976 Προσφυγές στο Διεθνές Δικαστήριο και το Συμβούλιο Ασφαλείας

Το 1976, με εντολή του πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, το τουρκικό σκάφος Sismik I (πρώην HORA), συνοδευόμενο από πολεμικά πλοία, πραγματοποίησε έρευνες σεισμικών δεδομένων στην μη οριοθετημένη υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, περιοχή που και σήμερα διεκδικείται από την Ελλάδα.

Αυτή η ενέργεια προκάλεσε συναγερμό επεισοδίου και έφερε την ηχηρή παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος από τη θέση του αρχηγού της ελάσσονος αντιπολίτευσης κάλεσε την κυβέρνηση σε δυναμική αντίδραση, να βυθίσει το HORA και να επεκτείνει άμεσα την αιγιαλίτιδα ζώνη.

H Ελλάδα αποφάσισε να μην προχωρήσει σε σύγκρουση και αντ’ αυτού έκανε μια τριπλή κίνηση ενώπιον των οργάνων του ΟΗΕ.

Πρώτον, προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας ζητώντας τη διακοπή των ερευνών της Τουρκίας στις μη οριοθετημένες περιοχές του Αιγαίου. Δεύτερον, κατέθεσε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο με επείγον αίτημα για ασφαλιστικά μέτρα, ζητώντας να σταματήσει η Τουρκία κάθε έρευνα μέχρι να εκδικαστεί η προσφυγή επί της ουσίας (merits) που κατέθεσε μονομερώς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Ωστόσο, οι προσφυγές αυτές δεν απέφεραν αποτελέσματα.

Το Συμβούλιο Ασφαλείας προέτρεψε τα μέρη να διαπραγματευτούν, παρά το γεγονός ότι η Τουρκία διενεργούσε μονομερείς έρευνες, οι οποίες δεν ήταν σαφές αν αφορούσαν υδρογονάνθρακες ή θαλάσσια επιστημονική έρευνα. Προβλήθηκε από ελληνικής πλευράς ότι η έρευνα προκαλούσε το ειρηνικό περιβάλλον στο Αιγαίο και με αυτή τη βάση ζητήθηκε η παρέμβαση του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο για λήψη ασφαλιστικών μέτρων απέτυχε, καθώς το δικαστήριο δεν διαπίστωσε ανεπανόρθωτη βλάβη για την Ελλάδα σε μια περιοχή που ήταν και παραμένει ανοιχτή θάλασσα. Ήταν το αποτέλεσμα της μη οριοθέτησης που το δικαστήριο δεν διέκρινε περιοχή αποκλειστικών δικαιωμάτων. Κι αυτό πρέπει να επισημανθεί.

Επίσης, το δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο και απέρριψε την εκδίκαση της οριοθέτησης λόγω έλλειψης συνυποσχετικού, καθώς ούτε από το κοινό ανακοινωθέν ούτε από τη συμφωνία του 1928 διαπιστωνόταν η τουρκική συναίνεση για την υπαγωγή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο.

Η προσφυγή υποβλήθηκε μονομερώς από την Ελλάδα αναζητώντας συναίνεση της Τουρκίας στην πράξη του Ανακοινωθέντος και τη συμφωνία του 1928.

Το Κοινό Ανακοινωθέν του Μαΐου 1975 δεν ήταν αρκετά ισχυρό από το οποίο να προκύπτει ασφαλώς η τουρκική συγκατάθεση, η οποία μάλιστα είχε αναιρεθεί με την ρηματική διακοίνωση του Οκτωβρίου 1975.

Με τη δήλωση αυτή ως  η Τουρκία απαιτούσε προσφυγή με συνυποσχετικό, για τη διαπραγμάτευση του οποίου καλούσε την ελληνική πλευρά. Αυτή η διαπίστωση απέρριψε κατά το ήμισυ το παραδεκτό για την εξέταση της προσφυγής.

Η Ελλάδα είχε προβάλει και την ρήτρα διαιτησίας περί παραπομπής μονομερώς στο διεθνές δικαστήριο προβλεπόμενη στη συμφωνία (φιλίας, εμπορίου, συνεργασίας κλπ) του 1928, στην οποία τα δύο κράτη ήταν συμβαλλόμενα. Όμως το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή και κατά το άλλο ήμισυ.

Γιατί; Διότι η Ελλάδα είχε επιφυλαχθεί στη διάταξη για μονομερή προσφυγή, εξαιρώντας υποθέσεις που σχετίζονται με εδαφικό καθεστώς, το οποίο, όπως διαπίστωσε το δικαστήριο, περιλαμβάνει και το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας.

Επιλογή ειρηνικής επίλυσης

Αξιοσημείωτο είναι ότι η τότε κυβέρνηση επέλεξε τους θεσμούς ειρηνικής επίλυσης αντί για οποιαδήποτε άλλη ενέργεια απέναντι στις προκλήσεις της Τουρκίας.

Με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκονταν η ανάδειξη της δυσαρέσκειας προς την Τουρκία και η δημοσιοποίηση του προβλήματος στην διεθνή κοινότητα, προκειμένου να κινητοποιηθεί για τις εξελίξεις που διαδραματίζονταν από την πλευρά της γείτονος μετά το 1976. Επισημαίνετο ότι η διαφορά αυτή αποτελούσε απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα, και η κυβέρνηση τόνιζε την ανάγκη διατήρησης ενός ειρηνικού κλίματος ώστε να μπορέσουν οι δύο χώρες να συνεχίσουν τον διάλογο.

1976-1978 Το Πρακτικό της Βέρνης του 1976

Μετά το 1976-78, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, που χαρακτηρίζει έναν διάλογο θεμελιωμένο σε πιο σταθερές βάσεις σύμφωνα με το πνεύμα της Συμφωνίας του Montreux.

Προηγήθηκε η υιοθέτηση της γνωστής Συμφωνίας ή Πρακτικού της Βέρνης το 1976, με την οποία οι δύο χώρες δεσμεύονταν να συνεχίσουν τις συζητήσεις σχετικά με την υφαλοκρηπίδα και να μην προχωρήσουν σε ενέργειες που θα μπορούσαν να βλάψουν τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης.

Αυτό σήμαινε ότι δεν θα διεξάγονταν έρευνες στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου μέχρι να οριοθετηθεί. Θεωρώ ότι αυτή η κίνηση, που είχε προταθεί και στο παρελθόν, ήταν προς όφελος της Ελλάδας, καθώς η Τουρκία ήταν αυτή που προκαλούσε με τις σεισμικές της έρευνες.

Η υιοθέτηση του μορατόριουμ επέφερε ειρηνικές συνθήκες στο Αιγαίο τουλάχιστον μέχρι το 1987, όταν οι δύο χώρες έφτασαν στο χείλος του πολέμου, διότι η Ελλάδα κινήθηκε για να αποδεσμευτεί από τους περιορισμούς του Πρακτικού και να προβεί σε έρευνες υδρογονανθράκων πέραν της γραμμής που ορίστηκε ως εφαρμογή του μορατόριουμ, δηλαδή πέρα από τα 6 μίλια.

Έκτοτε, μετά την εξομάλυνση της έντασης τον Μάρτιο του 1987 με την συνάντηση Παπανδρέου-Οζάλ στο Νταβός, το μορατόριουμ διατηρήθηκε σε ισχύ και το επικαλείται σταθερά η Τουρκία.

Αν και από ελληνικής πλευράς υπήρχε αρνητική προδιάθεση για την τήρησή του, η Τουρκία δεν παρενόχλησε με τους συνήθεις πλόες των ερευνητικών σκαφών της.

Απαραίτητη η δικαστική απόφαση ή συμφωνία

Η Ελλάδα το εκλάμβανε ως εμπόδιο να προχωρήσει σε έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, ενώ η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Για να διεξάγει τις ενέργειες αυτές είναι απαραίτητη η συμφωνία ή δικαστική απόφαση. Αλλιώς δεν επιτρέπεται η μονομερής ενέργεια. Για την Ελλάδα επίσης το Πρακτικό αυτό έχει καταγγελθεί, αλλά ένας τέτοιος όρος δεν προκύπτει για τις πράξεις αυτές πολύ δε λιγότερο εάν δεν συναινεί η άλλη πλευρά, συνεπώς πρόκειται απλώς για μη τήρηση.

Παρόλα αυτά πρέπει να επισημανθεί ότι στην κρίση του 2020, στην ταραγμένη τότε Ανατολική Μεσόγειο ό,τι ακολούθησε το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο και την πολύμηνη ένταση λόγω των παράνομων ερευνών του Ορούτς Ρέις, το Πρακτικό αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο.

Χωρίς το μορατόριουμ αυτό, η κρίση που προκάλεσε η Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο θα μπορούσε να είχε επεκταθεί και στο Αιγαίο, κάτι που τελικά αποφεύχθηκε χάρη στο Πρακτικό της Βέρνης.

Αν η κατάσταση είχε κλιμακωθεί, θα είχαν προκύψει σοβαρότερα προβλήματα γύρω από τα νησιά του Αιγαίου εκτός από την παρενόχληση στα νησιά της Μεσογείου και ιδιαίτερα του Καστελορίζου.

Αυτό συνδέεται με την επιθυμία να επεκταθεί η διατήρηση του ειρηνικού περιβάλλοντος, εκτός από το Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπως υπονοείται και στη Διακήρυξη των Αθηνών της 7ης Δεκεμβρίου 2023, που προτείνει μια αισιόδοξη προσέγγιση.

Απαντήσεις

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επίσης απάντησε σε σημαντικά ερωτήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια του διαλόγου, είτε στην πρώτη φάση μέχρι το 1976 είτε στη δεύτερη φάση από το 1976 έως το 1978 ή το 1979.

Εκτός από το ζήτημα της αιγιαλίτιδας ζώνης και τον εναέριο χώρο όπου δόθηκε η δυνατότητα της απευθείας αντίδρασης καλύφθηκαν και άλλα ζητήματα. Όσον αφορά στον εναέριο χώρο, το καθεστώς του ίσχυσε επί τεσσαρακονταετία, για την ελληνική επιχειρηματολογία είχε αναβαθμιστεί στο επίπεδο του τοπικού εθίμου.

Αναφορικά με την αποστρατιωτικοποίηση, ο Καραμανλής ξεκαθάρισε στον Ντεμιρέλ ότι η Ελλάδα δεν έχει ποτέ παραιτηθεί από το αναφαίρετο δικαίωμά της στην νόμιμη άμυνα, ιδίως μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και την ανάπτυξη της τέταρτης στρατιάς στη Σμύρνη.

Εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες

Εν κατακλείδι, κάτω από τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για την ασφάλεια και ακεραιότητα της Ελλάδας εξαιτίας της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο και στο Αιγαίο, η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση επέλεξε την οδό της ειρηνικής επίλυσης.

Υπογράμμισε τη σημασία της βελτίωσης των σχέσεων με την Τουρκία και της διαρκούς συνεννόησης και διαλόγου, ανεξαρτήτως ποια κυβέρνηση ήταν στην εξουσία. Ακόμα και εάν υπήρχαν γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν τις σχέσεις των δύο χωρών, ιδιαίτερα εάν αυτά προέρχονταν από τουρκικές πρωτοβουλίες ή προκλήσεις, η Ελλάδα πίστευε ότι κάθε πρόβλημα θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται κυρίως μέσω του διαλόγου.