Ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζής αντέχει στο χρόνο. Γι’ αυτό και οι αναφορές στο έργο του θα πληθαίνουν. Ο Δημήτρης Χατζής, ο καθημερινός άνθρωπος, αντέχει στις μνήμες όσων έζησαν κοντά του, όλων εκείνων που είχαν την τύχη να συνδεθούν μαζί του και να συμμεριστούν εμπειρίες, αγάπες, αντιπάθειες, αγωνίες. Στο όνομα αυτής της ζώσας μνήμης ενός ανθρώπου που στάθηκε προσωπικός φίλος και μας τίμησε με τις συμβουλές και τη συνεργασία του, ας συγχωρεθεί ένας τόνος προσωπικός στο σημείωμα, στη μικρή και χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες αναφορά αυτή στη μνήμη του Τάκη Χατζή.

Θα απαιτηθεί χρόνος, στοργή και γνώση για να παρουσιαστούν, κάποτε, τα κατάλοιπα που άφησε ο Δημήτρης Χατζής.


Χειρόγραφα διαγραμμένα. Σπαράγματα απ’ ό,τι σώθηκε στα ράφια και τα συρτάρια του Τάκη Χατζή. Και απλωμένες μπροστά μας, πλήθος φωτογραφίες από μια ζωή σύντομη, αλλά πυκνή. Προσπαθείς να ανασυνθέσεις το έργο, τη ζωή του, τον άνθρωπο. Δε φτάνεις πουθενά. Έχεις μόνο την εντύπωση πως λεηλατείς κρυμμένους θησαυρούς. Δε συλλαμβάνεις τις τελειωμένες μορφές ούτε και τους μονόλογους του δημιουργού με τον εαυτό του — αυτό δηλώνουν τα ατελείωτα, μουτζουρωμένα χειρόγραφα. Χαρτιά ανάκατα, παλίμψηστα — με γραψίματα στο περιθώριο και το πίσω μέρος του φύλλου— σημειώσεις προσωπικές. Ανάγλυφη η προσπάθεια να βγει η μορφή· και αυτή δεν τελειώνεται. Όσο πιο βαθιά η ευαισθησία και διεισδυτικό το μάτι, τόσο πιο δύσκολο για τον δημιουργό να διατυπώσει την πολυεδρικότητα των φαινομένων που παρατηρεί. Και μεις, σήμερα, δεν επιχειρούμε να δώσουμε λύσεις — μια αφορμή μονάχα για να μιλήσουμε και πάλι για τον συγγραφέα.

Ύστερα πάλι οι φωτογραφίες. Πολλές και που όμως σε ξαφνιάζουν όπως παρατηρείς τη γνώριμη μορφή να αλλάζει σε έκφραση. Βλέπεις τις μεταλλαγές· ξέρεις τον άνθρωπο που με απλότητα αφήνει τα αισθήματά του να βγαίνουν στο βλέμμα και να αποτυπώνονται σε κείνο το λεπτό, αδιόρατα πικραμένο χαμόγελο.


Ο άνθρωπος αυτός ήταν σύντροφός μας. Ο αριστερός, ο φίλος, ο δικός μας. Αγανακτούσαμε μαζί του για τις συγκοινωνίες και συζητούσαμε πολιτικά. Θυμόμαστε τον αδερφό του Άγγελο, τα Γιάννενα των νεανικών του χρόνων, τους έρωτες και τα παθήματα — πειραζόμαστε. Κάναμε σχέδια για εκδόσεις, περιοδικά, ραδιόφωνα, πολιτισμό — το πού το πάει η Αριστερά. Πώς θα κρατήσουμε το ήθος της το στραπατσαρισμένο και σπιλωμένο και θα αναχθούμε στην καθαρή ουτοπία της. Πώς θα ξαναβρούμε τους εαυτούς μας μέσα στα οράματα που έγιναν παίγνιο ή άλλοθι — κατά περίπτωση. Δικό μας αίμα. Οι νεότεροί του καταλαβαίναμε τις ευαισθησίες της γενιάς του και την ίδια στιγμή απορούσαμε για τη γεροσύνη και τις αντοχές του. Οι ήρωές του —αυτοί οι σύνθετοι και ολοκληρωμένοι χαρακτήρες που σπάνια η λογοτεχνία μας έχει αναπαραστήσει όμοιούς τους— έμοιαζαν πότε-πότε ευθύγραμμοι και απλοϊκοί απέναντι σ’ αυτόν τον υπερευαίσθητο άνθρωπο με την πλούσια, ανήσυχη και πολυκύμαντη ζωή. Ίσως γι’ αυτό είναι δύσκολο να μιλήσουν γι’ αυτόν «αποφορτισμένα» όσοι είχαν την τύχη να τον ζήσουν από κοντά. Και όσοι τον γνώρισαν χρωστούνε να πούνε ίσως και σε τόνο προσωπικό τις ανθρώπινες ιδιότητές του αφτιασίδωτα. Ο καθείς —ακόμα και όποιος έχει παραμορφωθεί από τους προβολείς της δημοσιότητας— έχει δικαίωμα να εκθέσει το ανθρώπινο, καθημερινό του πρόσωπο. Και βέβαια, ο τίμιος δημιουργός δεν έχει καθόλου να χάσει από την έκθεση αυτή.

Ο Τάκης Χατζής γελούσε, υπέφερε, θύμωνε πολύ, ήταν σφόδρα επιθετικός και αγαπούσε χωρίς όρους· αγαπούσε συμμετρώντας τα ελαττώματα των φίλων του και αγνοούσε τις αρετές όσων κατέκρινε. Ήταν ανθρώπινος, ευάλωτος στα πειράγματα, αγχωμένος με το έργο του.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Κυττάμε τις φωτογραφίες. Εδώ, παίζει τάβλι όπως κάθε ταβλαδόρος αποκαμωμένος στον μεσημεριανό ήλιο του καλοκαιριού. Εδώ, χωμένος μες στους συνεξόριστούς του. Ύστερα, στο αιγαιοπελαγίτικο τοπίο, αράζει με νωχέλεια πάνω στα φύκια, ξεχασμένος σε σκέψεις που ανιχνεύουν τον φακό και τα εντός του. Άλλοτε ποζάτος, φτασμένος και φημισμένος που μπήκε πια «στων ιδεών την πόλη». Ή, νέος, σε μια πόζα «στημένη» εποχής, όπου το κοφτερό του μάτι υπερβαίνει το «στυλ» και το στήσιμο. Νεαρός κομψευόμενος ανάμεσα σε δεσποινίδες και φίλους της νιότης. Και ύστερα, το βασανισμένο βλέμμα και το πικρό χαμόγελο: αυτό το πορτραίτο, το γνώριμο, το πολυφορεμένο και πολυδημοσιευμένο: στητός, μπροστά μας, ολοζώντανος και γλυκύτατος, ο Τάκης Χατζής μάς καλεί και μας φωνάζει: «ελάτε να κοροϊδέψουμε, ελάτε ν’ απομυθοποιήσουμε τους εαυτούς μας, ελάτε να δείτε πως κάτι καλό θα βγει στο τέλος».


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

«Γλυκέ μου», «καλέ μου», «φίλε μου», «ψυχή μου», «ο καλός μου ο Ανδρέας», «ο καλός μου ο Μέμος», «η καλή μου η Ζιζή» — αυτά ήταν τα λόγια του και αυτές οι προσφωνήσεις του. Πώς να ξεφύγουμε και μεις, που τώρα, τυχαία μέσα στο χρόνο, χωρίς επετείους, ξανασυναντιόμαστε μαζί του; Είναι καλή και γλυκειά η στιγμή, απελευθερωτική, όταν ανακαλείς ένα φίλο — και είναι κρίμα που λείπει. Πέρα από τη λύπη, είναι ο γλυκασμός (σ.σ. γλυκύτητα, απόλαυση, ευχαρίστηση). Είναι ένα αίσθημα βαθειάς ικανοποίησης και χαράς, είναι ένα αίσθημα απελευθερωτικό να ξαναφέρνεις κοντά σου, έτσι ζωντανή, την εικόνα του δικού σου τού φίλου. Ο Τάκης Χατζής χαρίζει σε μας αυτό το αίσθημα και αυτή τη χαρά. Είναι κρίμα να μένουν μόνο τα γραπτά κείμενα από κάποιους ανθρώπους.

*Κείμενο του Χρήστου Γ. Παπουτσάκη (1934-2009), αρχιτέκτονα, δημοσιογράφου και εκδότη.


Ο Χρήστος Παπουτσάκης

Είχε δημοσιευτεί στο υπ’ αριθμόν 297 τεύχος του περιοδικού Αντί, που είχε κυκλοφορήσει τον Αύγουστο του 1985 και ήταν αφιερωμένο στο λογοτέχνη Δημήτρη Χατζή.


Ο Δημήτρης Χατζής γεννήθηκε στα Ιωάννινα το Νοέμβριο του 1913 (στις 13 του μηνός, κατά τις σχετικές πηγές). Ο πατέρας του, Γεώργιος Χατζής, γνωστός λόγιος και αξιόλογος παλαμικός ποιητής με το ψευδώνυμο Πελλερέν, ήταν ο εκδότης της τοπικής εφημερίδας Ήπειρος.

Ο Χατζής ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του για οικονομικούς λόγους.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1930, δημοσιεύοντας ποίημά του με τον τίτλο «Λυτρωμός» στο περιοδικό των Ιωαννίνων Ελλοπία.

Από το 1932 και μετά ήλθε σε επαφή με μαρξιστικούς κύκλους, ακολούθως δε, περί το 1935, προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1936 συνελήφθη από το δικτατορικό καθεστώς του Μεταξά, βασανίστηκε και εξορίστηκε στη Φολέγανδρο.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και ανέβηκε στο βουνό, ενώ συνεργάστηκε με τον αντιστασιακό Τύπο.

Στους κατοπινούς δίσεκτους καιρούς ακολούθησε τις τύχες του αριστερού κινήματος. Εξορίστηκε στην Ικαρία (1947) και ήταν ένας από όσους πύκνωσαν τις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού (1948).


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Μετά το τέλος του Εμφυλίου κατέφυγε ως πολιτικός πρόσφυγας αρχικά στη Ρουμανία και στη συνέχεια στην Ουγγαρία, που έμελλε να γίνει ουσιαστικά η δεύτερη πατρίδα του.

Το καλοκαίρι του 1975 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα, όπου ανέπτυξε έντονη πολιτιστική δραστηριότητα.


Πηγή: «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985)

Στο αξιοπρόσεκτο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται λογοτεχνικά έργα (διηγήματα και μυθιστορήματα) και δοκίμια, δημοσιογραφικά κείμενα πολιτικού και πολιτιστικού περιεχομένου, φιλολογικές μελέτες.

Ο Δημήτρης Χατζής απεβίωσε στη Σαρωνίδα στις 20 Ιουλίου 1981.

Η κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου (ο Χατζής το καλοκαίρι του 1977 στην Αντίπαρο) προέρχεται από το προαναφερθέν τεύχος του περιοδικού «Αντί» (τεύχος 297, Αύγουστος 1985).