Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη: Πάνω από 800 εκατομμύρια ενήλικες ζουν με αυτόν – Το 59% δεν λαμβάνει θεραπεία
Σήμερα 14 Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη - Το παγκόσμιο ποσοστό στους ενήλικες διπλασιάστηκε μεταξύ του 1990 και του 2022, σύμφωνα με νέα έρευνα
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Περισσότεροι από 800 εκατομμύρια ενήλικες σε όλον τον κόσμο ζουν με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2, με το παγκόσμιο ποσοστό διαβήτη στους ενήλικες να διπλασιάζεται μεταξύ του 1990 και του 2022, σύμφωνα με τα ευρήματα ανάλυσης που δημοσιεύεται στο περιοδικό «The Lancet», με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη.
445 εκατομμύρια ενήλικες ηλικίας 30 ετών και άνω με διαβήτη παγκοσμίως δεν έχουν λάβει θεραπεία το 2022
Το παγκόσμιο ποσοστό διαβήτη, τύπου 1 και τύπου 2 μαζί, στους ενήλικες, τόσο τους άνδρες, όσο και τις γυναίκες, αυξήθηκε από περίπου 7% το 1990 σε περίπου 14% το 2022, με τη μεγαλύτερη αύξηση να σημειώνεται στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Πάνω από το ένα τέταρτο των ασθενών (212 εκατομμύρια) το 2022 ζούσαν στην Ινδία, 148 εκατομμύρια στην Κίνα, ενώ ακολουθούν οι ΗΠΑ (42 εκατομμύρια), το Πακιστάν (36 εκατομμύρια), η Ινδονησία (25 εκατομμύρια) και η Βραζιλία (22 εκατομμύρια).
Οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ασθενών με διαβήτη το 2022 (το 25% ή περισσότερο του πληθυσμού είχε διαβήτη) ήταν οι νησιωτικές χώρες του Ειρηνικού, οι χώρες που βρίσκονται στην Καραϊβική, τη Μέση Ανατολή και τη βόρεια Αφρική, όπως επίσης το Πακιστάν και η Μαλαισία. Στις ΗΠΑ τα ποσοστά διαβήτη το 2022 ήταν 11,4% στις γυναίκες και 13,6% στους άνδρες. Σύμφωνα με τη μελέτη, ένας σημαντικός παράγοντας για την αύξηση των ποσοστών διαβήτη τύπου 2 είναι η παχυσαρκία και η κακή διατροφή.
Ποιες είναι οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά
Οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά διαβήτη το 2022 βρίσκονται στη δυτική Ευρώπη και την ανατολική Αφρική και για τα δύο φύλα και στην Ιαπωνία και τον Καναδά για τις γυναίκες. Για παράδειγμα, τα ποσοστά διαβήτη το 2022 ήταν μόλις 2-4% για τις γυναίκες στη Γαλλία, τη Δανία, την Ισπανία, την Ελβετία και τη Σουηδία και 3-5% για τους άνδρες στη Δανία, τη Γαλλία, την Ουγκάντα, την Κένυα, το Μαλάουι, την Ισπανία και τη Ρουάντα.
Κατά την ίδια περίοδο, τα ποσοστά θεραπείας του διαβήτη παρέμειναν στάσιμα και σε χαμηλά επίπεδα σε πολλές από τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, στις οποίες τα ποσοστά της νόσου αυξήθηκαν δραστικά. Το αποτέλεσμα είναι 445 εκατομμύρια ενήλικες ηλικίας 30 ετών και άνω με διαβήτη παγκοσμίως (το 59% των ασθενών) να μην έχουν λάβει θεραπεία το 2022, αριθμός τρεισήμιση φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό του 1990.
Πού παρατηρείται βελτίωση
Αντίθετα, όσοι ζουν στον Καναδά, τη Νότια Κορέα και σε χώρες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης και σε τμήματα της Λατινικής Αμερικής, της ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού είδαν σημαντική βελτίωση στα ποσοστά θεραπείας του διαβήτη από το 1990 ως το 2022. Τα υψηλότερα ποσοστά θεραπείας σημειώνονται στο Βέλγιο, όπου το 86% των γυναικών και των 77% των ανδρών έλαβε θεραπεία. Ως αποτέλεσμα αυτών των τάσεων, το χάσμα μεταξύ των χωρών με την υψηλότερη και τη χαμηλότερη θεραπευτική κάλυψη για τον διαβήτη έχει διευρυνθεί σημαντικά. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε ορισμένες χώρες της υποσαχάριας Αφρικής μόνο το 5-10% των ενηλίκων με διαβήτη έλαβε θεραπεία το 2022.
Οι συγγραφείς της μελέτης επισημαίνουν ότι η ανάλυση υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για χρηματοδότηση φαρμάκων και ολοκληρωμένων προγραμμάτων για τον διαβήτη που επιτρέπουν την έγκαιρη ανίχνευση και την αποτελεσματική θεραπεία του στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν ορισμένους περιορισμούς στη μελέτη τους, μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι τα περισσότερα στοιχεία των ερευνών δεν διαχώριζαν τον διαβήτη τύπου 1 και τον διαβήτη τύπου 2 στους ενήλικες. Επιπλέον, ορισμένες χώρες είχαν πολύ λίγα ή σε ορισμένες περιπτώσεις καθόλου δεδομένα και οι εκτιμήσεις γι’ αυτές ενημερώθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό από δεδομένα άλλων χωρών.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις