Γιατί σιωπήσατε όταν άμαχοι σκοτώνονταν σε σαρωτικούς βομβαρδισμούς, που καταστρέφονταν συστηματικά σχολεία και νοσοκομεία στη Γάζα, που εκμηδενιζόταν το οικιστικό απόθεμα μιας πυκνοκατοικημένης περιοχής που καθίστατο έτσι αβίωτη, που ζώνες προστασίας αμάχων τη μία καθορίζονταν και την άλλη βομβαρδίζονταν;  Γιατί αποδεχτήκατε να θεωρείται «δικαίωμα στην αυτοάμυνα» μια βία με σαφή γενοκτονική πρόθεση και ανεχτήκατε να αντιμετωπίζονται οι νεκροί με δύο μέτρα και δύο σταθμά; Γιατί συμφωνήσατε να συκοφαντούνται όσες και όσοι προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν; Γιατί αρνηθήκατε να πιέσετε για μια πολιτική λύση που θα μπορούσε με όρους δικαιοσύνης να τερματίσει το κακό και να βάλει τις βάσεις για μια βιώσιμη συνύπαρξη; Με άλλα λόγια, γιατί συναινέσατε στο να συνεχιστεί ο αφανισμός;

Θα έρθει μια ώρα που επόμενες γενιές, που θα έχουν την πλήρη εικόνα και την πολυτέλεια της χρονικής απόστασης που δίνει άλλη σαφήνεια στα γεγονότα, θα απευθύνουν αυτά τα ερωτήματα απέναντι σε όλες και όλους εμάς που σήμερα είμαστε σύγχρονοι της συνεχιζόμενης καταστροφής στη Γάζα. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο η εγκληματική σχεδόν απροθυμία των δυτικών κυβερνήσεων να πάρουν πρωτοβουλίες ώστε να σταματήσει η καταστροφή ή το γεγονός ότι μόνο με μεγάλη καθυστέρηση άρχισαν να κάνουν ρητορικούς υπαινιγμούς (χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα) σε ενδεχόμενη διακοπής της ανεπιφύλακτης υποστήριξης που έχουν δώσει στην πολεμική προσπάθεια του Ισραήλ. Το πρόβλημα είναι ότι για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες αυτό δεν συνοδεύτηκε από μια έστω και υποκριτική ρητορική που να καταδικάζει την καταστροφή, αλλά με μια συστηματική προσπάθεια η υποστήριξη στην καταστροφή να παρουσιαστεί ως η μόνη αυτονόητα ηθική επιλογή και η διαμαρτυρία απέναντί της να δεχτεί τον ύψιστο στιγματισμό, δηλαδή την κατηγορία για αντισημιτισμό.

Ακόμη χειρότερα, σε αντίθεση με άλλες εποχές – και άλλα εγκλήματα – όπου απέναντι στον κυνισμό των κυβερνήσεων μπορούσε να αντιπαρατεθεί το ανάστημα των διανοουμένων, ιδίως στην Ευρώπη, είχαμε να κάνουμε με τη σιωπή των διανοουμένων, σε κάποιες περιπτώσεις και με τη μετατόπισή τους στην αντίπερα όχθη, αυτή των απολογητών της καταστροφής. Και δεν ήταν μόνο μια διανοητική αλλά και πρακτική στάση, καθώς υπήρξαν περιπτώσεις όπου ακαδημαϊκά ιδρύματα έφτασαν στο σημείο να αναστέλλουν προσκλήσεις σε διανοουμένους που είχαν εκφράσει αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη ή να καταστέλλουν φοιτητικές διαμαρτυρίες.

Όλα αυτά κάνουν ιδιαίτερα σημαντικό το βιβλίο του Ντιντιέ Φασέν «Για τη συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα. Ο Φασέν είναι σαφής από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου: «Η συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας έχει προκαλέσει μια τεράστια πληγή στην ηθική τάξη του κόσμου». Για να συμπληρώσει: «Αυτή η αποδοχή της ισοπέδωσης της Γάζας και του σφαγιασμού του πληθυσμού της, στα οποία πρέπει να προσθέσουμε και τον διωγμό των κατοίκων της Δυτικής Όχθης θα αφήσει ανεξίτηλο το ίχνος της στη μνήμη των κοινωνιών που φέρουν την ευθύνη της αποδοχής».

Ο Φασέν καταγράφει μεθοδικά τον τρόπο με τον οποίο φτάσαμε σε αυτή τη συνθήκη. Ξεκινά με την άρνηση να γίνει κατανοητή η αιματηρή επίθεση της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου 2023 στο πλαίσιο της ιστορικής διαδρομής αυτού που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «παλαιστινιακό ζήτημα», υπογραμμίζοντας ότι «πρέπει να θυμίσουμε ότι κατανοώ δεν θα πει δικαιολογώ και ότι μπορούμε να προσπαθούμε να αναλύσουμε μια πράξη ακόμα και όταν την απορρίπτουμε» και σημειώνοντας πως εάν αυτή η αναβίωση του παλαιστινιακού ζητήματος «πληρώθηκε με τη σφαγή πολλών εκατοντάδων Ισραηλινών αμάχων και πολλών δεκάδων χιλιάδων αμάχων της Γάζας», αυτό απλώς υπογραμμίζει την αναβλητικότητα και την αδράνεια της «διεθνούς κοινότητας» απέναντι στις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων. Γι’ αυτό και σχολιάζει πώς η χρήση της έννοιας της γενοκτονίας ως περιγραφή του κινδύνου από αυτά που συμβαίνουν στην Γάζα δεν είναι αυθαίρετη ρητορική υπερβολή αλλά προκύπτει από τον ίδιο τον ορισμό της γενοκτονίας, κάτι που υπογραμμίζει και η αναγνώριση αυτού του ενδεχομένου από το Διεθνές Δικαστήριο.

Αντίστοιχα, ο Φασέν στέκεται στον τρόπο που η «συναίνεση στον αφανισμό» νομιμοποιείται μέσα από τη συστηματική σύγχυση της κριτικής στην ισραηλινή πολιτική (ή της κριτικής στον σιωνισμό) και τον αντισημιτισμό, σύγχυση που αξιοποιήθηκε για να περιοριστεί το δικαίωμα λόγου εντός ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, μην παραλείποντας να υπογραμμίσει και την παράλληλη αύξηση των κρουσμάτων ισλαμοφοβικής ρητορικής και πρακτικής.

Υπογραμμίζει, παράλληλα, τον τρόπο για άλλη μια φορά υπογραμμίστηκε η ανισότητα της ανθρώπινης ζωής. Δεν στέκεται μόνο στις μακάβριες στατιστικές που καταδεικνύουν πόσοι περισσότεροι άμαχοι Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί σε σχέση με αμάχους Ισραηλινούς (αναλογία που επιδεινώνεται όσο παρατείνονται οι ισραηλινές πολεμικές επιχειρήσεις στη Γάζα), αλλά και στο πώς ούτως ή άλλως η «εμπειρία πολλών Παλαιστινίων στη σχέση τους με το κράτος και το κράτος του Ισραήλ είναι σε όλη τους την ύπαρξη μια εμπειρία αποκλεισμού, διακρίσεων, υποτίμησης, παρακώλυσης, καταστροφής των χωραφιών και των σπιτιών τους, υποταγής στη βία και την αυθαιρεσία της εξουσίας». Και παρότι δεν είναι καθόλου αισιόδοξος ότι σύντομα θα υπάρξει λύση, πιστεύει ότι μακροπρόθεσμα θα μπορέσει να γραφτεί μια άλλη ιστορία, που «δεν θα εμφορείται από το ψέμα και το μίσος, αλλά από μια αλήθεια και μια ελπίδα, όπως ονειρευόταν ο Παλαιστίνιος ποιητής Ρεφαάτ Αλαρίρ, καθηγητής στο Ισλαμικό πανεπιστήμιο της Γάζας, λίγο πριν σκοτωθεί στις 6 Δεκεμβρίου 2023».

Ο Φασέν επιμένει: «Οι λέξεις θα ξαναβρούν τη σημασία τους. Δεν λέγεται πια “αντισημιτισμός” το αίτημα για δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Δεν θα τολμούν πια κάποιοι να λένε ότι η ζωή των μεν έχει μικρότερη αξία από τη ζωή των δε και ότι ο θάνατος των πρώτων δεν είναι τόσο σοβαρός όσο ο θάνατος των δεύτερων. Θα γίνει κατανοητό ότι η απανθρωποποίηση του εχθρού είναι απώλεια της ανθρωπιάς αυτού που τη διαπράττει».