Μονομάχος 2 εναντίον Αλμοδοβάρ στις νέες ταινίες της εβδομάδας
Το πολυαναμενόμενο sequel του Μονομάχου μπαίνει στην κινηματογραφική αρένα με το βραβευμένο με το Χρυσό Λέοντα στη Βενετία Πέδρο Αλμοδοβάρ να διεκδικεί το δικό του -αφοσιωμένο- κοινό.
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
- Διαρρήκτες «άδειαζαν» το εργαστήριο του γλύπτη Γεώργιου Λάππα στη Νέα Ιωνία
Το πολυαναμενόμενο δεύτερο κεφάλαιο του Μονομάχου, της τεράστιας οσκαρικής επιτυχίας του 2000, δια χειρός και πάλι του βετεράνου Ρίντλεϊ Σκοτ, το «Μονομάχος 2» αναμένεται να γεμίσει τους κινηματογράφους ακόμη και αν έχει κατακριθεί από ιστορικούς για τις πολλαπλές ανακρίβειες του και ο Πολ Μεσκάλ δεν είναι Ράσελ Κρόου.
Στις άλλες πρεμιέρες της εβδομάδας έχουμε το πρώτο αγγλόφωνο δράμα του Πέδρο Αλμοδοβάρ «Το Διπλανό Δωμάτιο», που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, και πέντε ακόμη ταινίες.
Από αυτές ο Χάρης Αναγνωστάκης του Αθηναϊκού Πρακτορείου ξεχωρίζει «Το Γόνατο της Άχεντ» του Νάβαντ Λαπίντ και το ελληνικό δράμα «Με Αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη.
Το καλεντάρι των νέων ταινιώνσυμπληρώνεται με δυο ταινίες που απευθύνονται στο παιδικό κοινό και την επανέκδοση της τελευταίας δημιουργίας του Σεργκέι Παρατζάνοφ «Ασίκ Κερίμπ, ο Φτωχός Ασίκης».
Αυτές είναι οι νέες ταινίες για την εβδομάδα 14/11:
Μονομάχος ΙΙ (Gladiator II)
Περιπέτεια εποχής, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ, με τους Πολ Μεσκάλ, Πέντρο Πασκάλ, Κόνι Νίλσεν, Ντένζελ Ουάσινγκτον, Ντέρεκ Τζάκομπι, Ντζιμόν Χουνσού κα.
Από το 2000, όταν ο Ρίντλεϊ Σκοτ μας παρουσίασε τον «Μονομάχο» του και χάρισε στον Ράσελ Κρόου το Όσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου και άλλα τέσσερα χρυσά αγαλματίδια, μεταξύ των οποίων και εκείνο του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, αλλά και πολλά εκατομμύρια στην Paramount, έχουν περάσει 24 χρόνια και είναι φανερό ότι έχουν αλλάξει πολλά στον χώρο της κινηματογραφικής ψυχαγωγίας.
Το πολυαναμενόμενο σίκουελ μπλοκμπάστερ των 200 εκατομμυρίων δολαρίων, σε μεγάλο βαθμό είναι αυτό που υπόσχεται, δηλαδή μία χορταστική θεαματική περιπέτεια εποχής, που θα διασκεδάσει το ευρύ κοινό που διψά για υπερπαραγωγές κάποιας ποιότητας, καθώς η αντίπερα πλευρά, έχει κεράσει πολλά ποτήρια καλλιτεχνικών και φεστιβαλικών ταινιών. Ωστόσο, αφενός οι συγκρίσεις με το πρώτο φιλμ και αφετέρου οι αιτιάσεις για τη σκηνοθετική ικανότητα του 86χρονου πλέον Ρίντλεϊ Σκοτ, είναι εμφανώς δικαιολογημένες.
Η ταινία του 2000, εκτός από το καλογραμμένο σενάριο, έναν σταρ στα ντουζένια του και μια συγκλονιστικά γυρισμένη εναρκτήρια μάχη που ενθουσίασε το κοινό, διέθετε και μία σειρά από τεχνικά χαρακτηριστικά και παράγοντες που λειτούργησαν υποδειγματικά στην ταινία. Έξοχη η φωτογραφία, όπως και το μοντάζ, μετρημένα και αριστοτεχνικά σπέσιαλ εφέ, επιβλητικά σκηνικά και φυσικά η μουσική του Χανς Ζίμερ.
Εδώ, το υπερβολικό μοντάζ, απευθυνόμενο σε ένα κοινό που έχει εθιστεί στις υπερηρωικές ταινίες και τις δυναμικές περιπέτειες, προκαλεί κόπωση στον θεατή, τα σπέσιαλ εφέ πλέον βγάζουν μάτι, προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν, ενώ η μουσική μοιάζει αντιγραφή της αντιγραφής και μια επιλογή από πιασάρικα σουξέ.
Απ’ την άλλη, ο Σκοτ, παρότι διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του, εμφανίζεται ως φέρελπις σκηνοθέτης, που έχει τον ενθουσιασμό, αλλά έχει απολέσει το μέτρο και τη μαεστρία του να βάζει σε τάξη μία υπερπαραγωγή, να συνθέτει αποτελεσματικά τον μύθο των ταινιών του με τη ρεαλιστική απεικόνισή του, παρασυρμένος από τα «θέλω» των παραγωγών.
Πάνω από δυο δεκαετίες μετά τα γεγονότα του Μονομάχου, ο γιος της Λουσίλα, Λούσιος, που είδε τον αξιοσέβαστο στρατηγό Μάξιμο να πέφτει από το ύπουλο χέρι του θείου του Κόμμοδο, ζει στη Νουμιδία με τη γυναίκα του και τον γιο του. Όταν Ρωμαίοι στρατιώτες θα εισβάλλουν στο δικό του σπίτι με τον χειρότερο τρόπο, σκοτώνοντας τη γυναίκα του, θα αναγκάσουν τον Λούσιο σε σκλαβιά.
Εμπνευσμένος από τον Μάξιμο, ο Λούσιος αποφασίζει να γίνει μονομάχος υπό τη διδασκαλία του Μακρίνου, ενός σκλάβου που σχεδιάζει να ανατρέψει τους αυταρχικούς αυτοκράτορες μπαίνοντας στο Κολοσσαίο ως μονομάχος. Ξεχειλίζοντας από οργή για τους τυραννικούς αυτοκράτορες που κατέκτησαν τη χώρα του, θα πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν για να βρει τη δύναμη να επιστρέψει η δόξα στον λαό της Ρώμης.
Το φιλμ, όπως ήταν αναμενόμενο, διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μίας υπερπαραγωγής, μίας ηρωικής περιπέτειας εποχής, ενός έπους, που περιλαμβάνει όλα αυτά που θα χαρίσουν δυόμιση ώρες διασκέδασης. Ανεξάντλητη δράση, μονομαχίες, ίντριγκες, προδοσίες και ηρωισμοί, έρχονται και ανακυκλώνονται, δίχως, όμως, την αναμενόμενη ιδιαίτερη ματιά του Σκοτ, ενώ το φιλμ ξεφεύγει στα εφέ, καθώς στη σημαντικότερη σεκάνς δράσης, το Κολοσσαίο μετατρέπεται σε μία πισίνα άνευ προηγουμένου, για να διεξαχθεί η τελική μονομαχία – μία ναυμαχία, στην οποία ναυαγεί το όποιο μέτρο σε μία υπερπαραγωγή.
Εντάξει, η αναφορά στους αυταρχικούς ηγέτες και τα τυραννικά καθεστώτα, μένει στον αφρό της πισίνας, καθώς απευθύνεται στο ευρύτερο αμερικάνικο κοινό και ο Σκοτ δείχνει εντελώς αδιάφορος για να ασχοληθεί μαζί του και να εμβαθύνει. Ίσως και πάλι καλά, αφού μπορεί να είχαμε ακόμη μία επανάληψη των τετριμμένων από το Χόλιγουντ.
Συμπαθητικός ο Πολ Μεσκάλ ως Λούσιος, επιβλητικός ο Ντένζελ Ουάσινγκτον, πιο ψαγμένη η ερμηνεία του Πέδρο Πασκάλ, ενώ η πάντα γοητευτική Κόνι Νίλσεν και ο έμπειρος Ντέρεκ Τζάκομπι, επαναλαμβάνουν λίγο πολύ τους χαρακτήρες που ερμήνευσαν και στην πρώτη ταινία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Χρόνια αφότου έγινε μάρτυρας του θανάτου του αξιοσέβαστου Μάξιμου από τα χέρια του θείου του, ο Λούσιος αναγκάζεται να εισέλθει στο Κολοσσαίο, αφού η πατρίδα του κατακτήθηκε από τους τυραννικούς αυτοκράτορες που πλέον ηγούνται της Ρώμης.
Το Διπλανό Δωμάτιο (The Room Next Door)
Δραματική ταινία, ισπανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Πέδρο Αλμοδοβάρ, με τους Τίλντα Σουίντον, Τζούλιαν Μουρ, Τζον Τουρτούρο, Αλεσάντρο Νίβολα, Έσθερ Ρόουζ ΜακΓκρέγκορ κα.
Η πρώτη αγγλόφωνη μεγάλου μήκους ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ, παρότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός δράματος, το οποίο θα μπορούσε να απογειώσει ο Ισπανός σκηνοθέτης, τελικά αρκείται σε χαμηλές πτήσεις, έχοντας ένα αδύναμο, χωρίς αιχμές, περιορισμένης εμβέλειας σενάριο. Ωστόσο, είναι ακόμη ένα αξιόλογο φιλμ – προσθήκη στο συνολικό έργο ενός ξεχωριστού δημιουργού, που πλέον θέλει να μπει στον κύκλο της ωριμότητας.
Ο 75χρονος Αλμοδοβάρ, από τους ικανότερους ανατόμους της γυναικείας ψυχοσύνθεσης, θα φτιάξει ένα συγκινητικό δράμα χαρακτήρων, βασισμένος στις δυο πρωταγωνίστριές του, την Τζούλαν Μουρ και την Τίλντα Σουίντον, αλλά και σε ένα αβανταδόρικο θέμα, όπως είναι η ευθανασία. Εξακολουθώντας να πλέκει το εγκώμιο της γυναικείας φύσης, ως πηγή δύναμης, γεμάτης θάρρος και ενσυναίσθηση απέναντι στις αντιξοότητες, θα συνθέσει έναν ύμνο στη φιλία, αλλά και στο δικαίωμα καθενός-καθεμιάς να ορίζει το πεπρωμένο του.
Η Ίνγκριντ και η Μάρθα ήταν στενές φίλες στα νιάτα τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι περιστάσεις της ζωής τις χώρισαν, αφού η Ίνγκριντ έγινε συγγραφέας μυθιστορημάτων και η Μάρθα πολεμική ανταποκρίτρια. Αποξενωμένη μητέρα μίας ενήλικης κόρης, η Μάρθα θα ζητήσει από τη φίλη της να της συμπαρασταθεί στις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
Έχοντας αγοράσει από τη μαύρη αγορά ένα χάπι ευθανασίας, αδύναμη πλέον από τις χημειοθεραπείες και απογοητευμένη από μία προσπάθεια πειραματικής θεραπείας, νοικιάζει ένα σπίτι στην εξοχή της Νέας Υόρκης και παρακαλάει τη στενή φίλη της να μείνει στο διπλανό δωμάτιο. Οι αμφιβολίες της Ίνγκριντ για την απόφαση της φίλης της σιγά σιγά παραμερίζονται για να στηρίξει την αμετακίνητη απόφαση μίας γυναίκας που θέλει να προλάβει τον καρκίνο.
Έχοντας δυο καλές ηθοποιούς, διαφορετικών υποκριτικών σχολών, που μπορούν να αποκτήσουν την απαραίτητη χημεία μεταξύ τους και ένα αλμοδοβαρικό θέμα, το σενάριο στέκεται κυρίως στη συναισθηματική φόρτιση των δυο γυναικών και όχι στη σχέση τους, αυτά που τους ενώνουν, την εποχή της αποξένωσης και της απελπισμένης μοναξιάς, που θα μας συνέδεαν με τον τελευταίο και καθοριστικό αποχαιρετισμό τους.
Και αυτό παρότι υπάρχουν εκτεταμένες αναδρομές από τη ζωή της Μάρθας, είτε από τα νεανικά της χρόνια είτε από την επαγγελματική της σταδιοδρομία ως πολεμική ανταποκρίτρια, αλλά όχι και από την κοινή ζωή της με την Ίνγκριντ, πριν από την επανασύνδεσή τους.
Βεβαίως, για ακόμη φορά μια ταινία του Αλμοδοβάρ, διαθέτει τη γνώριμη αισθητικά σκηνική παλέτα του, τοποθετώντας τις δυο πρωταγωνίστριες σε ένα ειδυλλιακό μέρος, κόντρα στον επερχόμενο θάνατο, αλλά και στους στοχασμούς για το απαισιόδοξο μέλλον της ανθρωπότητας. Και ταυτόχρονα αντιπαραβάλει στον πεσιμισμό του, το δικαίωμα της επιλογής και της αξιοπρέπειας στον θάνατο, με έναν ξεχωριστά μειλίχιο τρόπο, που ίσως να δικαιολογεί και τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η Ίνγκριντ και η Μάρθα ήταν στενές φίλες στα νιάτα τους, όταν δούλευαν μαζί στο ίδιο περιοδικό. Η Ίνγκριντ έγινε συγγραφέας, ενώ η Μάρθα πολεμική ανταποκρίτρια, και οι δύο απομακρύνθηκαν λόγω των συνθηκών της ζωής. Μετά από χρόνια χωρίς επαφή, συναντιούνται ξανά σε μια ακραία αλλά παράξενα γλυκιά κατάσταση.
Το Γόνατο της Άχεντ (Ahed’s Knee)
Πολιτική σάτιρα, ισραηλινής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Νάβαντ Λαπίντ, με τους Αβσαλόμ Πόλακ, Νουρ Φίμπακ κα.
Η ταινία του Ισραηλινού σκηνοθέτη Νάβαντ Λάπιντ, που προβλήθηκε πριν τρία χρόνια στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Καννών, όπου κέρδισε το βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, έρχεται στη χώρα μας με αρκετή καθυστέρηση, αλλά σε μία δυσάρεστα επίκαιρη εποχή, μετά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Μια πολιτική σάτιρα, που προφανώς προβάλλει μία διαφορετική εικόνα για το Ισραήλ.
Ο δημιουργός με την ευαίσθητη ματιά του, ο οποίος μπορεί να μην έχει στη χώρα του την αποδοχή που έχει στην Ευρώπη – η προηγούμενη ταινία του, «Συνώνυμα», είχε κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο – εμβαθύνει συνεχώς την καυστική του κριτική προς το κράτος του Ισραήλ.
Ο Λάπιντ, για μια ακόμη φορά θα καταπιαστεί με την κοινωνική καταπίεση, τον ρατσισμό, τη λογοκρισία και την επιβολή ενός στρατοκρατικού μηχανισμού, με τόλμη αλλά και με αρκετό χιούμορ.
Βασικός ήρωας της ιστορίας του, είναι ένας αλαζόνας σκηνοθέτης, που δέχεται μία πρόσκληση από το υπουργείο Πολιτισμού να παρουσιάσει την τελευταία του ταινία στους κατοίκους ενός μικρού χωριού σε μια άγονη, άγρια περιοχή στη Νεκρά Θάλασσα, όπου θα ακολουθήσει και συζήτηση. Εκεί τον υποδέχεται η Γιάλομ, μια νεαρή γυναίκα που πολύ γρήγορα κατάφερε να διοριστεί διευθύντρια βιβλιοθηκών στο υπουργείο Πολιτισμού, μια θέση που της δίνει την ευκαιρία να διοργανώνει πολιτιστικά δρώμενα, αλλά της ανατίθεται και ο ρόλος του ελέγχου της συζήτησης που θα ακολουθήσει.
Σε αυτό το άνυδρο και αφιλόξενο φυσικό σκηνικό, ο ήρωας της ιστορίας, θα συναντήσει ανθρώπους που είτε από αδιαφορία, είτε από φόβο και παρασυρμένοι από την προπαγάνδα, έχουν υποκύψει στις πιέσεις του ισραηλινού κράτους. Αυτός θα αντιδράσει ξεσπώντας ενάντια στα ψέματα, την προπαγάνδα, τη μισαλλοδοξία και την ανάλγητη κοινωνική πολιτική του ισραηλινού κράτους, θέλοντας να αφυπνίσει τους φοβισμένους ανθρώπους του χωριού.
Ο Λαπίντ, έχοντας το ταλέντο, θα δημιουργήσει με ένα δικό του στιλ, μια σατιρική ταινία, που φτάνει στα όρια του σουρεαλισμού, με την κάμερά του να είναι σε κίνηση συνεχώς, γύρω από πρόσωπα και φυσικούς χώρους, αυτούς της αχανής ερήμου, που εντάσσει στη δραματουργία του, αναδεικνύοντας ότι οι φωνές απόγνωσης του ήρωά του δεν χάνονται στην ξεραΐλα ενός τόπου, που δύσκολα μπορούν να ανθίσουν στοιχειώδεις ανθρώπινες αξίες.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας επιτυχημένος ισραηλινός σκηνοθέτης ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο χωριό στην έρημο, για να παρουσιάσει την ταινία του. Εκεί θα συναντήσει τη Γιαχαλόμ, μια υπάλληλο του υπουργείου πολιτισμού και θα έρθει αντιμέτωπος με δύο εκ των προτέρων χαμένες μάχες: τον θάνατο της ελευθερίας στην πατρίδα του, και τον θάνατο της μητέρας του, ενώ γρήγορα θα καταλάβει ότι πως η υπάλληλος είναι εκεί για να τον ελέγξει.
Με Αξιοπρέπεια
Δραματική ταινία, ελληνικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κατσιμίρη, με τους Ηλέκτρα Γεννατά, Γιώργο Γερωνυμάκη, Γιάννη Κότσιφα, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου κα.
Με μία οικεία ιστορία, η ταινία εστιάζει στα προβλήματα της τρίτης ηλικίας και στην αντιμετώπισή της από μια οικογένεια, που πλέον έχει χάσει τους δεσμούς της, έχει αποξενωθεί και θέλει να απαλλαγεί από το βάρος ενός ηλικιωμένου.
Ο Δημήτρης Κατσιμίρης, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, που πρωτοπροβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πριν από δύο χρόνια και έκανε ένα μεγάλο κύκλο σε αρκετά φεστιβάλ, μέχρι να βρει διανομή στην χώρα μας, θέτει το ερώτημα κατά πόσο ένα ηλικιωμένο άτομο πρέπει να υφίσταται την απόρριψη και την υποκρισία και να έρχεται αντιμέτωπο με τον εξευτελισμό, λίγο πριν από το τέλος της ζωής του, ακόμη και από τα ίδια του τα παιδιά.
Ένας 80χρονος ηλικιωμένος, μη μπορώντας πλέον να ζει μόνος του στο χωριό έρχεται στην πόλη για να ζήσει με τον ένα γιο του και τη νύφη του. Με αφορμή την ημέρα των γενεθλίων του, ο γιος του καλεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, την αδελφή του με τον σύζυγό της και τον μικρό του αδελφό για να τους ανακοινώσει πως αυτός και η γυναίκα του αδυνατούν πλέον να τον φροντίζουν και θα πρέπει από κοινού τα αδέλφια να βρουν μία άλλη λύση.
Έξι πρόσωπα, σε έναν περιορισμένο χώρο, σχεδόν ασφυκτικό, ένα σαλόνι μικροαστικού σπιτιού και στη διάρκεια ενός «πάρτι», θα βγάλουν τα εσώψυχά τους, θα αποκαλύψουν το πραγματικό τους πρόσωπο, καταδεικνύοντας την κατάρρευση του θεσμού της οικογένειας, αλλά και την επικράτηση της ιδιοτέλειας, της μόδας του ατομικισμού.
Τα τρία αδέλφια, αποξενωμένα και χωρίς καμία αίσθηση του χρέους στον πατέρα τους, θα προσπαθήσουν να δείξουν το καλό τους πρόσωπο αρχικά, με υποκριτικές ευγένειες κι ένα δήθεν ενδιαφέρον, αλλά γρήγορα θα ρίξουν τις μάσκες, θα πατήσουν τους ηθικούς κώδικες ή θα τους χρησιμοποιήσουν εναντίον των άλλων. Η ουσιαστική επικοινωνία έχει χαθεί, ενώ ο μικροαστισμός έχει εμποτίσει τις συνειδήσεις τους και έχει κομματιάσει την όποια ενσυναίσθηση, τη στοιχειώδη ηθική. Το μόνο που τους νοιάζει είναι ο μικρόκοσμός τους και το βόλεμά τους.
Ένα χαμηλού προϋπολογισμού δράμα, που βασίζεται σε ένα θεατρικής καταγωγής κείμενο, έχει το ενδιαφέρον της, αλλά όσο περνά η ώρα, έρχεται και η υπερβολή και κυρίως μία εξόφθαλμη θεατρικότητα, που υπονομεύει το ρεαλισμό του θέματος. Οι χαρακτήρες χάνουν το δέρμα τους και βάζουν ένα θεατρικό προσωπείο, που διογκώνεται στο αποπνικτικό σκηνικό, αλλοιώνοντας το πνεύμα της ταινίας και εγκλωβίζοντας τους ηθοποιούς σε μία αχρείαστη δραματικότητα.
Ο μόνος που δεν εγκλωβίζεται είναι ο σιωπηλός πατέρας, ο οποίος παρατηρεί στωικά τις συμπεριφορές των παιδιών του, δεν ζητά εξηγήσεις ούτε τους κατηγορεί και κρατώντας την ψυχραιμία του διατηρεί και την αξιοπρέπεια, που έχουν χάσει όλοι οι παριστάμενοι σε αυτό το αναθεματισμένο οικογενειακό πάρτι.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας 80χρονος ηλικιωμένος με εγκεφαλικό, έχει αφήσει το χωριό για να μείνει στην πόλη μαζί με τον γιο και τη νύφη του. Με αφορμή την ημέρα των γενεθλίων του, ο γιος του καλεί τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας για να τους ανακοινώσει πως αδυνατεί πλέον να τον φροντίζει.
Προβάλλονται ακόμη:
Τοτό 2: Η Σχολική Εκδρομή (Les Blagues de Toto 2: Classe Verte)
Χοντροκομμένες πλάκες για παιδιά, σε αυτή την περσινή γαλλική-βελγική παραγωγή, που σκηνοθετεί ο Πασκάλ Μπουρντιό. Το σίκουελ της ταινίας του 2020, βασίζεται και πάλι στην ομώνυμη σειρά κόμικ του Τιερί Κοπέ, διατηρεί την αφοπλιστική αφέλεια της πρώτης ταινίας και μπορεί να προκαλέσει γέλια μόνο σε παιδιά κάτω των δέκα ετών. Ακόμη και το όμορφο παιδί που υποδύεται τον Τοτό, ο Ουγκό Τροφαρντί, δεν είναι η «φάτσα» που θα τραβήξει το μάτι του θεατή και θα «ομορφύνει» τις απλοϊκές έως και ανόητες φάρσες.
Ο Τοτό και η τρελοπαρέα του βάζουν πλώρη για μια νέα περιπέτεια, αυτήν τη φορά στο πλαίσιο μιας σχολικής εκδρομής στην εξοχή, με σκοπό να μάθουν περισσότερα για την οικολογία και την προστασία του πλανήτη, τη φύση και τα ζώα. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
Βραδύποδες στην Κουζίνα (The Sloth Lane)
Παιδική – νηπιακή ταινία κινουμένων σχεδίων (2024), από την Αυστραλία και σε σκηνοθεσία της Τάνια Βίνσεντ. Μετά από μια καταστροφική καταιγίδα που διέλυσε το σπίτι τους, η σβέλτη βραδύπους Λόρα μαζί με την παλαβή οικογένεια της και τη σκουριασμένη τους καντίνα μετακομίζουν στη μεγάλη πόλη με την ελπίδα να πλουτίσουν χάρη στις οικογενειακές συνταγές τους. Animation χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις, που προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά.
Ασίκ Κερίμπ, ο Φτωχός Ασίκης (Ashik Kerib)
Η τελευταία ταινία του Σεργκέι Παρατζάνοφ, που γύρισε το 1988, μαζί με τον Γεωργιανό Ντόντο Αμπασίτζε και προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ευδιάκριτη αφηγηματική τόλμη, που συνδέει, με υψηλή εικαστική αρμονία, εθνογραφικά, θρησκευτικά και ηθογραφικά σύμβολα, για μία ιστορία έρωτος και τις περιπέτειές του. Ένας όμορφος λαϊκός οργανοπαίχτης θέλει να παντρευτεί την αγαπημένη του, αλλά ο πατέρας της αντιτίθεται λόγω της οικονομικής του θέσης. Εκείνη ορκίζεται να τον περιμένει για χίλια μερόνυχτα μέχρι να αποκτήσει χρήματα και να πείσει τον πατέρα της και αυτός ξεκινά ένα ταξίδι για αναζήτηση πλούτου. Πρωταγωνιστούν οι Γιούρι Μπγκόγιαν, Σοφίκι Τσιαουρέλι, Ραμάζ Τσικβάτζε κα.
Eισιτήρια για τις προβολές στο inTickets
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις