Κύπρος, καλοκαίρι 1974: Το ελληνικό ραδιόφωνο μετέδιδε εύθυμη μουσική…
Κυνηγώντας το «απόλυτο» χάναμε το «σχετικό»
- Πώς πέθανε στη Σύμη ο παρουσιαστής του BBC Μάικλ Μόσλεϊ - Απεφάνθη ο ιατροδικαστής
- Οι ανακαινίσεις εκτινάσσουν τις τιμές των ενοικίων
- Πληροφοριοδότης κατά της OpenAI βρέθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του στο Σαν Φρανσίσκο
- Οργασμοί ύπνου και μακροχρόνιες σχέσεις: Πέντε facts που μάλλον δεν ήξερες για το σεξ
Χθες, 13 Νοεμβρίου, η ΕΥΠ προέβη στον αποχαρακτηρισμό αρχειακού υλικού της αναφορικά με τα τραγικά για τον ελληνισμό γεγονότα στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των ιθυνόντων της Υπηρεσίας, η κίνηση αυτή —της δημοσιοποίησης των πληροφοριακών δελτίων που είχαν συντάξει τα αρμόδια στελέχη τής τότε ΚΥΠ την περίοδο από την 1η Ιουλίου έως την 31η Αυγούστου 1974— αφενός μεν συμβάλλει στην «καλύτερη κατανόηση των εξελίξεων και συνθηκών του πραξικοπήματος κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και της τουρκικής εισβολής», αφετέρου δε υπηρετεί την υπόθεση της εθνικής αυτογνωσίας.
Έχοντας αυτό ακριβώς κατά νουν, κρίναμε σκόπιμο να ανατρέξουμε στο πολύτιμο αρχείο του Οργανισμού μας, προκειμένου να εντοπίσουμε σημαντικές μαρτυρίες σχετικά με τα σοβαρά λάθη και τις πασιφανείς αδυναμίες της ελληνικής πλευράς στο χειρισμό του Κυπριακού, που έμελλε εντέλει να οδηγήσουν στην τραγωδία του θέρους του 1974.
Μια τέτοια μαρτυρία, εξόχως αποκαλυπτική κατά την αντίληψή μας, συνθέτουν όσα είχε αφηγηθεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» και το διακεκριμένο δημοσιογράφο Γιάννη Καρτάλη ο Νίκος Κρανιδιώτης λίγες μόλις ημέρες μετά την αφυπηρέτησή του από τη διπλωματική υπηρεσία με το βαθμό του Επίτιμου Πρέσβη. Ο εκ Κερύνειας διπλωμάτης, συγγραφέας και ποιητής Νίκος Κρανιδιώτης (1911-1997), ο πατέρας του αειμνήστου διεθνολόγου, διπλωμάτη και πολιτικού Γιάννου Κρανιδιώτη (1947-1999), υπήρξε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, ενώ διετέλεσε επί δεκαεννέα έτη πρεσβευτής της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.1.1979, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το πρώτο μέρος της εκτενούς αφήγησης του Νίκου Κρανιδιώτη είχε δημοσιευτεί στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 1979. Σε αυτό περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα συμβάντα και οι παρασκηνιακές εξελίξεις στην Αθήνα τις παραμονές του πραξικοπήματος του ’74, η δραματική συνομιλία που είχε ο Κρανιδιώτης με το στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως και η ύστατη προειδοποίηση που είχε απευθύνει στον κύπριο διπλωμάτη ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας τις κρίσιμες εκείνες ημέρες.
Από το εν λόγω δημοσίευμα προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα:
Κάθε φορά που επιχειρώ μιαν αναδρομή στο παρελθόν —αφηγείται ο κ. Ν. Κρανιδιώτης— και μια γενικότερη ανασκόπηση του Κυπριακού, διαπιστώνω πως το μεγαλύτερο μειονέκτημα στην αντιμετώπιση του θέματός μας ήταν ίσως ότι αυτή διεμορφώνετο συχνά με βάση το λαϊκό συναίσθημα, και όχι πάντοτε με το κριτήριο της ψυχρής λογικής. Οι Κύπριοι, γενικά, πιστεύαμε πως, επειδή η υπόθεσή μας ήταν πράγματι δίκαιη, και τα αιτήματά μας λογικά και εδραιωμένα στις διεθνείς ηθικές αρχές και τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, θα μπορούσαμε να επιτύχουμε τους στόχους μας με αποκλειστικό όπλο το δίκαιό μας. Εκείνο που συχνά μας διέφευγε ήταν ότι στο διεθνή στίβο κανένας δεν υποστηρίζει το δίκαιο όταν αυτό συγκρούεται με τα συμφέροντα και τις πολιτικές επιδιώξεις του. Και, δυστυχώς, στην περίπτωση της Κύπρου τα δίκαια του κυπριακού λαού δεν συνεβάδιζαν πάντοτε με τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.
Έαν άλλο μειονέκτημα στη μέχρι του 1959-60 πολιτική μας ήταν ότι δεν χειριστήκαμε το Κυπριακό στο στενό διάδρομο Λονδίνου-Λευκωσίας, σαν ένα τυπικό αποικιακό θέμα, που θάβρισκε οριστικά τη λύση του στην αυτοδιάθεση, όπως —ύστερα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο— συνέβηκε με όλες τις βρεταννικές αποικίες. Με το αίτημα της Ενώσεως —που έγινε η πρώτη προσφυγή— και με τη συμμετοχή της Ελλάδος στην Τριμερή Διάσκεψη του Λονδίνου του 1955, πέσαμε στην παγίδα που επιδέξια έστησαν η κυβέρνηση Ήντεν και διαδοχικά οι άλλες βρεταννικές κυβερνήσεις· επεδίωξαν και επέτυχαν έτσι να μεταβάλουν το Κυπριακό, από καθαρό θέμα αυτοδιαθέσεως, σε περίπλοκη ελληνοτουρκική διένεξη, και να το εντάξουν τελικά στα γενικότερα πλαίσια των αλληλοσυγκρουομένων συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων στον ευαίσθητο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Σ’ αυτό ίσως συνετέλεσε και η λογική άλλωστε ευπιστία μας ότι, εφόσον η Τουρκία είχε παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματά της στην Κύπρο, με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, δεν επρόκειτο ποτέ να υπαναχωρήσει και να διεκδικήσει πράγματα που δεν εδικαιούτο. Η πικρή εμπειρία του παρελθόντος δεν μας βοήθησε δυστυχώς στο βαθμό που έπρεπε.
Ίσως θάπρεπε να προσθέσω ακόμη —κρίνοντας, βέβαια, εκ των υστέρων— ότι κυνηγώντας το «απόλυτο» χάναμε το «σχετικό». Υπήρξαν περιπτώσεις, πριν από το 1959, όπου θα μπορούσαμε να επιτύχουμε μια λύση, που πιθανόν να μην ήταν, τη στιγμή εκείνη, το απόλυτο που θέλαμε, η οποία όμως θα μπορούσε να εξελιχθεί στην πλήρη αυτοδιάθεση, που ήταν η βασική μας επιδίωξη. Αναφέρω, συγκεκριμένα, το σχέδιο Χάρντιγκ, που —πιστεύω— ήταν το μόνο από όλα τα σχέδια που μας προσφέρθηκαν που δεν περιείχε διχοτομικά στοιχεία και που οδηγούσε τελικά στην αυτοδιάθεση. Κανένας, βέβαια, δεν μπορεί εκ των υστέρων να κρίνει τις περιπτώσεις αυτές με ακρίβεια, γιατί το κάθε ιστορικό γεγονός θα πρέπει να τοποθετείται και να κρίνεται μέσα στα χρονικά πλαίσια που εξελίσσεται. Γεγονός, όμως, είναι ότι οι προτάσεις και οι λύσεις που μας προσεφέροντο ήταν κάθε φορά χειρότερες από τις προηγούμενες. Υπήρξαν ίσως περιπτώσεις όπου βάλαμε το αμάξι μπροστά από τα άλογα.
— Η θέση σας σαν πρεσβευτή της Κύπρου στην Αθήνα για δεκαεννέα ολόκληρα χρόνια δεν σας πρόσφερε βέβαια μόνο τις τιμές και τη ρουτίνα ενός «ξένου» διπλωμάτη, όπως, ίσως, συμβαίνει με τους άλλους συναδέλφους σας. […] Ποια υπήρξε η συγκλονιστικότερη στιγμή της καρριέρας σας στην Αθήνα;
Τίποτε δεν υπήρξε πιο συγκλονιστικό, πιο οδυνηρό αλλά και πιο ανεπανόρθωτο από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Μια κλιμακωτή πορεία σκοτεινών αντεθνικών ενεργειών […] οδήγησε στο προδοτικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή. Ενθυμούμαι το πρωί της Τετάρτης 3 Ιουλίου 1974, όταν ο Μακάριος μού τηλεφώνησε από τη Λευκωσία ότι μου στέλλει με ειδικόν απεσταλμένο μια επιστολή (σ.σ. με την επιστολή αυτήν ο Πρόεδρος Μακάριος καλούσε απεγνωσμένα την ελληνική κυβέρνηση να σταματήσει την πολιτική της εθνικής μειοδοσίας και να ανακαλέσει τους έλληνες αξιωματικούς που συνωμοτούσαν κατά του κυπριακού κράτους, ενώ της υπενθύμιζε πως οποιαδήποτε παράφρων ενέργεια θα οδηγούσε στη διχοτόμηση) για να την επιδώσω στον πρόεδρο Γκιζίκη. «Σου στέλλω αντίγραφο» μου είπε. «Είναι για το γνωστό θέμα της Εθνικής Φρουράς, αλλά και για την όλην ανατρεπτική δραστηριότητα των Ελλαδιτών αξιωματικών στην Κύπρο. Να την επιδώσεις σήμερα».
Είχαμε συζητήσει επανειλημμένα το θέμα, κι είχα από την πρώτη στιγμή εισηγηθεί την επώνυμη καταγγελία των συνωμοτών και την άμεση αποπομπή τους. Ο Μακάριος όμως ανέβαλλε διαρκώς. Όταν έλαβα το γράμμα και διάβασα το αντίγραφο, τον πήρα αμέσως πίσω στο τηλέφωνο: «Μακαριώτατε», του είπα, «αυτό σημαίνει πόλεμο». «Να το δώσεις», επέμεινε, «να το δώσεις».
Ζήτησα κι έγινα αμέσως δεκτός από τον Γκιζίκη. Καθόταν ανέκφραστος, πίσω απ’ τα σκούρα γυαλιά του, στο ογκώδες γραφείο του μεγάλου θαλάμου που χρησιμοποιεί και σήμερα σαν πολιτικό γραφείο ο πρωθυπουργός. Του εξήγησα το σκοπό της επισκέψεώς μου. Κάθησα απέναντί του, τοποθέτησα το γράμμα στην άκρη του γραφείου και πρόσθεσα: «Κύριε Πρόεδρε, είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε το περιεχόμενο της επιστολής αυτής. Θα μου επιτρέψετε όμως να σας υποβάλω συμπληρωματικά τα εξής, τα οποία επανειλημμένα έχω αναπτύξει στον κ. πρωθυπουργό και τον υπουργό σας επί των Εξωτερικών: κυκλοφορούν έντονα φήμες ότι η κυβέρνησή σας θα ανατρέψει τον Μακάριο. Αυτό δεν θα ήταν απλώς τεράστιο σφάλμα, αλλά πραγματική εθνική συμφορά. Ο Μακάριος είναι η αναγνωρισμένη από εχθρούς και φίλους έκφραση της διεθνούς οντότητας της Κύπρου, ο νόμιμα εκλεγμένος ηγέτης του κυπριακού λαού, ο εθνικός αγωνιστής με τη διεθνή ακτινοβολία και αναγνώριση, και οιαδήποτε απόπειρα εναντίον του θα ήταν απόπειρα εναντίον της Κύπρου. Το δεύτερο που θα ήθελα να σας υποβάλω είναι σχετικό με μερικές αιτιάσεις που εκτοξεύονται από την κυβέρνησή σας εναντίον του Αρχιεπισκόπου, ότι δήθεν απομακρύνει την Κύπρο από την Ελλάδα, ότι είναι εχθρός της Ενώσεως κ.λπ. Οι Έλληνες της Κύπρου, τολμώ να πω, είναι πιο συνειδητοί Έλληνες από τους Έλληνες της Ελλάδος. Η Κύπρος όμως αποτελεί ανεξάρτητο κράτος, και οιαδήποτε απόπειρα ενώσεώς της με την Ελλάδα τη στιγμή αυτή θα οδηγούσε μόνο στη διχοτόμηση».
«Κύριε Κρανιδιώτη», με διέκοψε ο κ. Γκιζίκης, «τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πλήρως την πολιτική του Αρχιεπισκόπου, και αν ανέκυψαν μερικά ζητήματα, ελπίζω ότι σύντομα θα διευθετηθούν».
Πέρασα μια ανήσυχη εβδομάδα. Στις 10 Ιουλίου ανέβηκε βιαστικός και ανήσυχος τις σκάλες της πρεσβείας μας, της οδού Ηροδότου, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, με τον οποίο διατηρούσα στενή φιλική επαφή, σ’ όλο αυτό το διάστημα. «Να ειδοποιήσεις αμέσως τον Μακάριο», μου είπε, «ότι εντός των προσεχών ημερών θα του κάνουν πραξικόπημα. Οι πληροφορίες μου είναι από αρίστην πηγή και δε χωρούν αμφισβήτηση. Η χούντα είναι αποφασισμένη οριστικά αυτή τη φορά να προχωρήσει».
[…]
— Πώς πληροφορηθήκατε την τουρκική εισβολή και ποιες υπήρξαν τότε οι ενέργειές σας;
Η εβδομάδα μετά το πραξικόπημα ήταν εβδομάδα συγκλονιστικής αγωνίας και δοκιμασίας ψυχικής. Όλες οι ενδείξεις έπειθαν ότι οι Τούρκοι θα πραγματοποιούσαν εκείνο που από καιρό παρασκεύαζαν. Το πρωί της 20ής Ιουλίου πληροφορήθηκα από το Μπι Μπι Σι την τουρκική εισβολή. Το ελληνικό ραδιόφωνο μετέδιδε εύθυμη μουσική. Στάθηκε αδύνατο να επικοινωνήσω με την Κύπρο. Αλλά και στο τηλέφωνο του Έλληνος υπουργού των Εξωτερικών δεν απαντούσε κανείς. Έτσι ξεκίνησα από το Ψυχικό, χωρίς άλλη προειδοποίηση. Στις 8.30 π.μ. κτύπησα την πόρτα του γραφείου του υπουργού και μπήκα αμέσως, χωρίς διατυπώσεις. Βρήκα τον Κυπραίο (σ.σ. ο Κωνσταντίνος Κυπραίος ήταν τότε υπουργός Εξωτερικών) τρομερά ταραγμένο να συνομιλεί με τους πρέσβεις Καμπιώτη και Σωσσίδη. Του παρατήρησα —σε ύφος σχεδόν έξαλλο— ότι την ώρα που οι ελληνικοί ραδιοσταθμοί μεταδίδουν εύθυμο πρωινό πρόγραμμα, στην Κύπρο γίνεται εισβολή. Τον ρώτησα ποια μέτρα έχει πάρει η κυβέρνηση, αν έχει σταλεί στρατιωτική βοήθεια στο νησί, αν ο Ελληνικός Στρατός θα χτυπήσει στη Θράκη. Εκείνος μου απάντησε: «Και μεις είμεθα άνω κάτω. Έχουμε τώρα σύσκεψη και θα δούμε τι θα γίνει…» Ύστερα από μια μικρή παύση αμηχανίας ο τελευταίος υπουργός Εξωτερικών της χούντας πήρε ένα ντοσιέ κάτω από την αμασχάλη του κι έφυγε από την πόρτα των γραμματέων. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον συνάντησα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις