Η 14η Νοεμβρίου του 1851 σηματοδότησε την πρώτη ημέρα που το αμερικανικό κοινό μπορούσε να αγοράσει το Μόμπι Ντικ ή Η φάλαινα, το τελευταίο μυθιστόρημα του ελάχιστα επιτυχημένου συγγραφέα Χέρμαν Μέλβιλ, έναντι 1,50 δολαρίου.

Εκείνη την εποχή, ο Μέλβιλ είχε ήδη κυκλοφορήσει πέντε βιβλία. Αρκετά από αυτά, όπως το Typee, το Omoo και το White-Jacket, αντλούσαν έμπνευση από τις εμπειρίες του και τα ταξίδια του στη θάλασσα. Το τρίτο του, το Mardi, φλέρταρε με τον ρομαντισμό και φιλοσοφία, αλλά δεν είχε συνοχή, είπαν οι κριτικοί.

Τα χρωστούμενα και τα λιγοστά αντίτυπα

Το Μόμπι Ντικ, το οποίο ο Μέλβιλ έγραψε στο κτήμα του στο Πίτσφιλντ της Μασαχουσέτης, πάντρεψε αριστοτεχνικά τη βαθιά προσωπική του εμπειρία και την έρευνά του για τις ιστορίες φαλαινοθηρίας με τη φιλοσοφία, την επιστήμη και την πρόζα. Στα τέλη Ιουνίου του 1850, ο συγγραφέας πρότεινε το εν μέρει γραμμένο μυθιστόρημα στον βρετανό εκδότη του, Ρίτσαρντ Μπέντλεϊ, και υποσχέθηκε ότι θα το είχε ολοκληρώσει μέχρι «το ερχόμενο φθινόπωρο».

Αλλά η διαδικασία συγγραφής πήρε πολύ περισσότερο χρόνο από όσο είχε υπολογίσει. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν ο αμερικανικός εκδότης του Μέλβιλ, η Harper & Brothers, αρνήθηκε να του δώσει προκαταβολή επειδή εξακολουθούσε να χρωστάει στην εταιρεία χρήματα από προηγούμενες συμφωνίες για βιβλία.

Ο Μέλβιλ αναζήτησε δάνεια από φίλους για να αντέξει άλλο ένα χρόνο συγγραφής. Για να επιταχύνει την διαδικασία, επέλεξε να επιμεληθεί το «Μόμπι Ντικ» ανεξάρτητα, ενώ εξακολουθούσε να γράφει μεταγενέστερα τμήματα του βιβλίου.

Τελικά, το φθινόπωρο του 1851 – με ένα χρόνο καθυστέρηση – το Μπόμπι Ντικ ήταν έτοιμο για κυκλοφορία. Ο Μπέντλεϊ κυκλοφόρησε την πρώτη βρετανική έκδοση, με τίτλο «Η φάλαινα», στις 18 Οκτωβρίου. Η Harper & Brothers, παρά το χρέος του Μέλβιλ, εξέδωσε την πρώτη αμερικανική έκδοση του Μόμπι Ντικ στις 14 Νοεμβρίου.

Αν και εκδόθηκαν με διαφορά μικρότερη του ενός μήνα, η βρετανική και η αμερικανική έκδοση, παρουσίαζαν περίπου εξακόσιες ουσιαστικές διαφορές. Πολλές αλλαγές αφορούσαν λέξεις ή σύνταξη, αλλά άλλες ήταν περισσότερο σημαντικές και δεν είχαν εγκριθεί από τον Μέλβιλ. Για παράδειγμα, ένα ολόκληρο κεφάλαιο σχετικά με τους βασιλιάδες που άλειφαν το κεφάλι τους με λάδι φάλαινας, αφαιρέθηκε από τη βρετανική έκδοση επειδή υπονοούσε κριτική στα βασιλικά έθιμα. Ο Μπέντλεϊ άφησε επίσης εκτός τον επίλογο, όχι ως πράξη λογοκρισίας, αλλά πιθανώς επειδή τον τοποθέτησε σε λάθος θέση κατά τη μετακίνηση άλλων τμημάτων.

Συνολικά, η βρετανική πρώτη έκδοση ήταν κατά 2.000 λέξεις μικρότερη από την αμερικανική. Ο Μπέντλεϊ παρήγγειλε μόνο πεντακόσια αντίτυπα της «Φάλαινας». Η Harper & Brothers, στο μεταξύ, τύπωσε 2.915 αντίτυπα του «Μόμπι Ντικ». Οι εκτυπώσεις του αμερικανικού εκδότη για τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Μέλβιλ κυμαίνονταν από 3.000 έως περίπου 4.000 αντίτυπα.

«Γραφικό, αν και ενδιαφέρον ύφος»

Η ποιότητα της έκδοσης του τελευταίου βιβλίου του Μέλβιλ προκάλεσε χλευαστικά σχόλια. Η Daily Mercury, η εφημερίδα της γενέτειρας της αμερικανικής φαλαινοθηρικής βιομηχανίας, το χαρακτήρισε «έναν ογκώδη, περίεργο τόμο, που μοιάζει πολύ με φάλαινα, ακόμη και στην εξωτερική του εμφάνιση».

Η ανταπόκριση στο ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν επίσης χλιαρή. Η εφημερίδα Hartford Courant, σε μια κριτική της, έγραψε ότι ο «Μόμπι Ντικ» ακροβατούσε κάπως μπερδεμένα μεταξύ μυθοπλασίας και μη μυθοπλασίας. Παρ’ όλα αυτά, ο κριτικός πρόσθεσε: «Αξίζει να διαβαστεί ως ψυχαγωγικό βιβλίο».

Για πολλούς κριτικούς λογοτεχνίας, ο Μόμπι-Ντικ ήταν απλώς μια ιστορία περιπέτειας, ούτε καν μια εντυπωσιακή αφήγηση και σίγουρα όχι ένα καλό λογοτεχνικό έργο. Μια κριτική στην εφημερίδα Springfield Daily Republican σημείωνε ευγενικά το «γραφικό, αν και ενδιαφέρον ύφος» του Μέλβιλ.

Η απάθεια των κριτικών αντικατοπτρίστηκε στα νούμερα των πωλήσεων του μυθιστορήματος. Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του Μόμπι Ντικ, η πρώτη αμερικανική έκδοση δεν είχε ακόμη εξαντληθεί.

Μόνο μερικές σύγχρονες κριτικές έδιναν μια γεύση της επιτυχίας και του θαυμασμού που θα κέρδιζε το Μόμπι Ντικ τις δεκαετίες μετά τον θάνατο του Μέλβιλ το 1891.

Η ιστορία πίσω από το Μόμπι Ντικ

Η πηγή έμπνευσης για το Μόμπι Ντικ ήταν η ιστορία του φαλαινοθηρικού «Έσσεξ», το οποίο τον Νοέμβριο του 1820 δέχθηκε επίθεση και βυθίστηκε από μια φάλαινα ογδόντα τόνων, περίπου 2.000 μίλια ανοικτά των ακτών της Νότιας Αμερικής. Είκοσι μέλη του πληρώματος διέφυγαν από το βυθιζόμενο φαλαινοθηρικό με τρεις ανοιχτές βάρκες, αλλά μόνο πέντε θα επιβίωναν και θα διασώζονταν σε παράκτια ύδατα 89 ημέρες αργότερα.

Σε ένα φρικιαστικό περιστατικό, οι άνδρες έκαναν κλήρωση για να αποφασίσουν ποιος από αυτούς θα πυροβολούνταν για να προσφέρει τροφή στους υπόλοιπους. Ο καπετάνιος του Έσσεξ, Τζορτζ Πόλαρντ Τζούνιορ, επέστρεψε στο σπίτι του στο Ναντάκετ της Μασαχουσέτης, αλλά αφού το δεύτερο φαλαινοθηρικό το οποίο διοικούσε, το Two Brothers, προσέκρουσε σε κοραλλιογενή ύφαλο, στιγματίστηκε ως «Ιωνάς» (άτυχος ναυτικός) και κανένας ιδιοκτήτης δεν τον προσέλαβε. Ο Πόλαρντ πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια του στη στεριά, δουλεύοντας ως νυχτοφύλακας του χωριού, και ο Μέλβιλ τον συνάντησε αυτοπροσώπως κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Ναντάκετ λίγο μετά τη δημοσίευση του Μόμπι Ντικ.

*Με πληροφορίες από: Smithsonian Magazine | Eli Wizevich | History | Sarah Pruitt | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Library Company of Philadelphia