Ο Luther Vandross είναι ένας τραγικός ήρωας της R&B μουσικής – ένας soulful σολίστας που ήταν πιο δημοφιλής όταν τραγουδούσε back-up για ροκάδες, ένας αθεράπευτα ρομαντικός που πέθανε μόνος, δυστυχισμένος και πολύ νέος.

Πρόκειται για μια λυπητερή ιστορία που αναβιώνει μέσω του «Luther: Never Too Much», ένα νέο ντοκιμαντέρ που αναμένεται να αρχίσει να προβάλλεται στις αρχές του επόμενου έτους. Σε σκηνοθεσία της κινηματογραφίστριας Ντον Πόρτερ και με παραγωγό τον Τζέιμι Φοξ, η ταινία διάρκειας 160 λεπτών υπενθυμίζει τις προκαταλήψεις που καθυστέρησαν την επιτυχία του Vandross και τελικά τον κατέστρεψαν.

Η συνεργασία με τον Ντέιβιντ Μπάουι

O Vandross, τα είχε όλα: ικανότητα στην παραγωγή και μια βελούδινη φωνητική διαύγεια που συναγωνίζεται την Γουίτνεϊ Χιούστον. Αλλά οι υπεύθυνοι της δισκογραφικής αρνήθηκαν να δουν πέρα από το δέρμα του και την σωματική του διάπλαση.

Γεννημένος στη Νέα Υόρκη, ο Vandross έπεισε τους φίλους του να σχηματίσουν ένα συγκρότημα – αλλά ο ίδιος έμεινε τελικά εκτός προσκηνίου. Παρόλα αυτά, δεν έλειψε από κανέναν όταν το γκρουπ εμφανίστηκε στην πρώτη σεζόν του «Σουσάμι άνοιξε», όπου ο Vandross βοήθησε να οριστεί το groovy πρότυπο για τα παιδικά τραγούδια.

Η κωδικοποιημένη γλώσσα, εξηγεί ο καταξιωμένος μουσικός δημοσιογράφος Ντανιέλ Σμιθ, ήταν χαρακτηριστική μιας βιομηχανίας που έβλεπε τη μουσική ως ένα φυλετικά προσαρμοσμένο εμπόρευμα και την παρουσίαζε με αυτόν τον τρόπο

Παρά τη συνεχή απόρριψη από τις δισκογραφικές εταιρείες, ο Vandross εγκατέλειψε το κολέγιο για να ακολουθήσει το μουσικό του όνειρο. Από ένα τυχαίο γεγονός, βρέθηκε στο στούντιο για ενα session για το Young Americans και ήταν τόσο ενθουσιασμένος με το πρότζεκτ, ώστε ο Ντέιβιντ Μπάουι τον προσέλαβε για να τραγουδήσει back up και να ενορχηστρώσει τα φωνητικά.

Η συμμετοχή του Vandross στο ρεφρέν του τραγουδιού θα έπρεπε να είχε κάνει τους μεγαλοπαράγοντες της βιομηχανίας να τον ξανασκεφτούν ως πρωταγωνιστή. Αντ’ αυτού, τον οδήγησε σε πιο προσοδοφόρες δουλειές στη διαφήμιση.

Στο πρώτο του διαφημιστικό σποτ, για την Gino’s Pizza, ο Vandross επινόησε ένα φανταστικό βιμπράτο που έκανε την αίθουσα ελέγχου να παραληρεί από έξαψη. «Αυτό θα γίνει τελικά το φόρτε του», θυμάται στο ντοκιμαντέρ η Ντέμπορα ΜακΝτάφι, η παραγωγός της διαφήμισης.

Ρατσισμός και χοντροφοβία

Τα στελέχη της δισκογραφικής εταιρείας δεν κωλυόταν να δούν το ταλέντο του Vandross αποκλειστικά και μόνο λόγω της εμφάνισής του. Στα αυτιά τους, ο ήχος του δεν ταίριαζε με την R&B: την εποχή που προσπαθούσε να κάνει σόλο καριέρα – στα τέλη της δεκαετίας του ’70 -, το είδος κυριαρχούνταν από τους Gamble and Huff και άλλα αδιανόητα macho acts.

Χρειάστηκε η Ρομπέρτα Φλακ να απολύσει τον Vandross από την περιοδεία της, εξαιτίας της επιθυμίας της να τον δει να εκπληρώνει το όνειρο του ως σόλο καλλιτέχνης, για να καταφέρει να ορθοποδήσει ως καλλιτέχνης.

«Μόλις άρχισα να δουλεύω για τον Luther, μπορούσα να δω ότι η απόγνωση που περιγράφεται σε αυτό το τραγούδι ήταν πραγματική. Και μισούσα αυτό το τραγούδι μετά από αυτό, επειδή πάντα μου θύμιζε ότι δεν αναζητούσε τον έρωτα. Αναζητούσε οποιοδήποτε είδος αγάπης»

Με το να επενδύσει ένα μεγάλο μέρος των κερδών του και με το να ζητήσει χάρες από τη μητέρα της Γουίτνεϊ, Σίσι Χιούστον, τον βραβευμένο με Γκράμι συνθέτη Μάρκους Μίλερ και άλλους εξαιρετικά ταλαντούχους φίλους, κατάφερε τελικά να ηχογραφήσει το Never Too Much – που ουσιαστικά άλλαξε τον ήχο της R&B μουσικής.

Αλλά ακόμα και όταν οι επιτυχίες συνέχισαν να πληθαίνουν, ο Vandross μπήκε στην κατηγορία R&B – ή «Αφροαμερικανός» (οι μαύροι καλλιτέχνες διαχωρίζονταν στις σκηνές, στα δισκοπωλεία, ανά είδος), όπως λέει ο Κλάιβ Ντέιβις στο ντοκιμαντέρ.

Η κωδικοποιημένη γλώσσα, εξηγεί ο καταξιωμένος μουσικός δημοσιογράφος Ντανιέλ Σμιθ, ήταν χαρακτηριστική μιας βιομηχανίας που έβλεπε τη μουσική ως ένα φυλετικά προσαρμοσμένο εμπόρευμα και την παρουσίαζε με αυτόν τον τρόπο.

Η Epic Records, η δισκογραφική εταιρεία του Vandross, τον προωθούσε αποκλειστικά στο μαύρο κοινό- δεν είχε σχεδόν καμία σημασία ότι και οι λευκές γυναίκες των προαστίων τρελαινόταν γι’ αυτόν.

Ο Vandross διατήρησε την dreamboat περσόνα του, ενώ οι μεγάλες αυξομειώσεις του βάρους του τον ταλάνιζαν. Επρόκειτο για καμια δημόσια πάλη που έγινε τροφή για κωμωδία, από το Delirious του Έντι Μέρφι μέχρι το Kings of Comedy του Σπάικ Λι. Και όταν ο κόσμος δεν κορόιδευε το βάρος του Vandross, έκανε εικασίες για το αν ήταν γκέι.

«Αγαπούσα, αγαπούσα, αγαπούσα το τραγούδι Any Love πριν δουλέψω για τον Luther», λέει ο Max Szadek, προσωπικός βοηθός του Vandross. «Αλλά μόλις άρχισα να δουλεύω για τον Luther, μπορούσα να δω ότι η απόγνωση που περιγράφεται σε αυτό το τραγούδι ήταν πραγματική. Και μισούσα αυτό το τραγούδι μετά από αυτό, επειδή πάντα μου θύμιζε ότι δεν αναζητούσε τον έρωτα. Αναζητούσε οποιοδήποτε είδος αγάπης».

Το τέλος του Luther Vandross

Ο Vandross ήταν υποψήφιος για Grammy εννέα φορές πριν κερδίσει ένα για το Here and Now το 1991. Όταν η ραπ μουσική κατέκλυσε τα ποπ τσαρτς στο γύρισμα του αιώνα και μια νέα γενιά μαύρων ανδρών τραγουδιστών της R&B υιοθέτησε πιο σκληρές περσόνες ως απάντηση, φάνηκε ότι το όνειρο ζωής του Vandross να κερδίσει ένα Grammy και να βρεθεί στην κορυφή των αμερικανικών ποπ τσαρτς δεν θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα.

Τότε, το 2003, αφού εγκατέλειψε την Epic για την J Records του Κλάιβ Ντέιβις, ο Vandross σημείωσε την πρώτη του επίσημη mainstream επιτυχία με το Dance with My Father.

Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του τραγουδιού, ο Vandross υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που τον καθήλωσε για λίγο σε αναπηρικό αμαξίδιο.

Δύο χρόνια αργότερα, το 2005, πέθανε σε ηλικία 54 ετών.

*Με πληροφορίες από: Guardian | Andrew Lawrence