Η πολιτική ηθική και η βούληση ανάληψης πολιτικού κόστους ως κληριδικές παρακαταθήκες

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βεβαίως, παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο ο Γλαύκος Κληρίδης επιχειρεί τη ρήξη με την κυρίαρχη αυτή κουλτούρα πολιτικού ρομαντισμού (σ.σ. σύμφωνα με την οποία ο δίκαιος αγώνας των Ελληνοκυπρίων θα ευοδωθεί κάποια στιγμή, έστω και έπειτα από ένα μακρότατο χρονικό διάστημα). Και εδώ είναι που αναδεικνύονται τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ηγεσίας Κληρίδη και πιο συγκεκριμένα η ηθική της ευθύνης. Κατά κανόνα, οι πολιτικοί ακολουθούν το λαϊκό ρεύμα και τις δημοσκοπήσεις για να διασφαλίσουν τη δημοφιλία τους. Ο Γλαύκος Κληρίδης επιλέγει να κινηθεί ενάντια στο ρεύμα, διαχωρίζοντας τη θέση του από την ακολουθητέα γραμμή Μακαρίου στο Κυπριακό, αναλαμβάνοντας, έτσι, τεράστιο πολιτικό κόστος. Το να διαχωρίσει τη θέση του τότε από τον Μακάριο σήμαινε στην πράξη ότι ο Γλαύκος Κληρίδης αποποιείτο συνειδητά την εξουσία προκειμένου να υπερασπιστεί αυτό που θεωρούσε ότι επέβαλλε το
εθνικό συμφέρον, μέσα από μια ρεαλιστική πολιτική στο Κυπριακό. Από πρόεδρος της Βουλής και δυνάμει «φυσιολογικός» διάδοχος του Μακαρίου στην προεδρία, θα περνούσε, έτσι, στην πολιτική απομόνωση κατηγορούμενος για ενδοτισμό, ακόμα και για προδοσία της Κύπρου.


Δεν αναλογίστηκε καθόλου πώς να προστατεύσει το πολιτικό του κεφάλαιο, ούτε και επικαλέστηκε την ιδιότητα του Διαπραγματευτή ως «εντολοδόχου», προκειμένου να αποσείσει από πάνω του τις όποιες ευθύνες. Αντιθέτως, το βάρος της ευθύνης μετά την καταστροφή που επέφερε το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή οδηγεί τον Γλαύκο Κληρίδη σε μια ειλικρινή έκφραση κριτικής και αυτοκριτικής για τους εσφαλμένους χειρισμούς της προεισβολικής περιόδου, που δεν επέτρεψαν στην ελληνοκυπριακή πλευρά να καταλήξει σε έναν έντιμο συμβιβασμό με τους Τουρκοκύπριους. Στην «Κατάθεσή» του (σ.σ. Γλαύκος Κληρίδης, Η Κατάθεσή μου, εκδόσεις «Αλήθεια»), με πολιτική γενναιότητα, αναγνωρίζει τη δική του ευθύνη και λέει ένα μεγάλο mea culpa για το γεγονός ότι δεν είχε διαχωρίσει τη θέση του από τον Μακάριο ενωρίτερα και δεν είχε καταθέσει την άποψή του ενώπιον του λαού:


«Δεδομένου ότι η διαφωνία μου με τον Μακάριο αφορούσε ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας για το μέλλον της Κύπρου και του λαού της, ήταν καθήκον μου να παραιτηθώ και να γνωστοποιήσω δημοσίως τη διαφωνία μου και τους λόγους […]. Ό,τι αποτέλεσε δίλημμα για μένα τότε, τώρα αποτελεί αίτηση χάριτος. Δεν αποτελεί άρνηση της ενοχής μου στην κατηγορία ότι διέπραξα ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα».


Η πολιτική πράξη του mea culpa του Γλαύκου Κληρίδη, για ένα ζήτημα για το οποίο, ποτέ και κανείς, δεν είχε αναζητήσει την όποια ευθύνη από τον ίδιο, θέτει ανεξίτηλα την κληριδική σφραγίδα στην έννοια της πολιτικής ηθικής. Η δε πράξη του να αποποιηθεί την εξουσία και να περάσει για χρόνια στην αντιπολίτευση προκειμένου να υπερασπιστεί αυτό που θεωρούσε ότι υπηρετούσε το εθνικό συμφέρον, και όχι αυτό που υπηρετούσε τον ίδιο προσωπικά, συνιστά φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση, σε μια εποχή ειδικά όπου η ιδιοτέλεια στην πολιτική αποτελεί τον κανόνα. Τόσο η πολιτική ηθική του mea culpa όσο και η ανάληψη προσωπικού πολιτικού κόστους για να υπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον εγγράφονται ως δύο από τις πλέον σημαντικές κληριδικές παρακαταθήκες.


Οι χαμένες ευκαιρίες στο Κυπριακό και η παράδοση του κληριδικού ρεαλισμού

Το mea culpa Κληρίδη αφορούσε κυρίως τη χαμένη ευκαιρία για λύση του Κυπριακού το 1972, όταν κατά τις διακοινοτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Κληρίδη – Ντενκτάς η τουρκοκυπριακή πλευρά είχε αποδεχθεί το σύνολο σχεδόν των 13 σημείων που είχε υποβάλει το 1963 ο πρόεδρος Μακάριος για αναθεώρηση του Συντάγματος, με αντάλλαγμα παραχώρηση τοπικής αυτοδιοίκησης με διευρυμένες αρμοδιότητες για τους Τουρκοκύπριους. Είναι προφανές ότι η πεποίθηση ότι τότε χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία, που θα μπορούσε να αποτρέψει τα όσα επακολούθησαν, στιγματίζει κατά τρόπο καθοριστικό τη μετέπειτα πολιτική διαδρομή του Γλαύκου Κληρίδη. Από τις πρώτες κιόλας ομιλίες του ως πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού, προειδοποιεί μάλιστα πως «αν επικρατήσουν οι έξαλλοι και οι αχαλίνωτοι συνθηματολόγοι, η ιστορία των χαμένων ευκαιριών πιθανώς να επαναληφθεί». Ανακεφαλαιώνοντας το τετράτομο βιβλιογραφικό
του έργο (σ.σ. την «Κατάθεση»), ο Γλαύκος Κληρίδης συνοψίζει με σαφήνεια τη θέση του:

«Αν κατά την περίοδο 1968-1974 ο Μακάριος και η αντιπολίτευσή του έκαμναν ρεαλιστική εκτίμηση τού τι μπορούσε να ήταν μια δυνατή λύση […], θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την καταστροφή του 1974».

[…]


Η συζήτηση περί χαμένων ή όχι ευκαιριών στο Κυπριακό είναι, χωρίς αμφιβολία, απόλυτα συνυφασμένη με τις διαφορετικές σχολές σκέψης ως προς την επίλυση του προβλήματος. Μια αντίληψη που δίνει περισσότερη έμφαση στους εξωτερικούς παράγοντες για λύση του Κυπριακού προσδίδει σαφώς λιγότερα περιθώρια κινήσεων στην ελληνοκυπριακή ηγεσία, και ασφαλώς λιγότερη ή και καμιά ευθύνη για τη μη λύση. Η παράδοση του κληριδικού ρεαλισμού δομείται στον αντίποδα μιας τέτοιας αντίληψης. Για την αποτυχία μας να κλείσουμε μια συμφωνία, με βάση τα αποτελέσματα της περιόδου 1968-1974, όπως υπογραμμίζει ο Κληρίδης, «τους εαυτούς μας πρέπει να αιτιόμαστε, που είχαν αποδειχθεί οι χειρότεροι εχθροί μας».

*Τα ανωτέρω συνιστούν ένα απόσπασμα από άρθρο γνώμης του δρος Χριστόφορου Φωκαΐδη, που έφερε τον τίτλο «Ο ΔΗΣΥ, οι κληριδικές παρακαταθήκες στο Κυπριακό και οι προεδρικές εκλογές» και είχε δημοσιευτεί πριν από δύο έτη, το Νοέμβριο του 2022 (πηγή: ispd.org.cy).


O Χριστόφορος Φωκαΐδης

Ο πολιτικός Χριστόφορος Φωκαΐδης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής και Δημοκρατίας, που εδρεύει στην Έγκωμη Λευκωσίας.

Ο Γλαύκος Κληρίδης, εξέχουσα προσωπικότητα της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, απεβίωσε σε κλινική της Λευκωσίας, στις 18:20 της Παρασκευής 15 Νοεμβρίου 2013.


Ο γεννημένος στην κυπριακή πρωτεύουσα (στις 24 Απριλίου 1919) Γλαύκος, γιος του επιφανούς δικηγόρου και πολιτικού Ιωάννη Κληρίδη και της οικοκυράς Έλλης Αργυρίδου, σπούδασε νομικά στο Λονδίνο.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως στέλεχος της Βρετανικής Βασιλικής Αεροπορίας, αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς, ενώ κατά τη διάρκεια του κυπριακού απελευθερωτικού αγώνα των ετών 1955-1959 υπήρξε ενεργό μέλος της ΕΟΚΑ και υπερασπίστηκε συναγωνιστές του στα δικαστήρια.


Μετά τον τερματισμό της βρετανικής κυριαρχίας στη Μεγαλόνησο (1960) ο Κληρίδης διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το 1968 ορίστηκε εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής πλευράς στις διακοινοτικές συνομιλίες, ενώ μετά το ολέθριο πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974, ανέλαβε προσωρινά (έως την επάνοδο του Μακαρίου στην εξουσία) την προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας υπό την ιδιότητα του προέδρου της Βουλής.


Ίδρυσε το «Δημοκρατικό Συναγερμό» στις 4 Ιουλίου 1976 και διετέλεσε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1993 έως το 2003 (δύο συνεχείς θητείες). Επί προεδρίας Κληρίδη ξεκίνησαν και ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (η Συνθήκη Προσχώρησης επικυρώθηκε στις 14 Ιουλίου 2003 και η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε πλήρες κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 1η Μαΐου 2004).