Τα γεγονότα της τελευταίας τριακονταετίας (1953-1983) δεν έχουν περάσει, βέβαια, από τα φίλτρα της ιστορίας. Επομένως κάθε αναδρομή σ’ αυτά σήμερα έχει, όπως και άλλοτε τόνισα, το χαρακτήρα της χρονογραφίας και όχι της ιστορικής συγγραφής. Αν αποφασίζω την καταγραφή τους, τούτο γίνεται γιατί υπήρξα απ’ τη μια μεριά αυτόπτης των όσων συνέβησαν στην πολιτική μας κονίστρα από τη δημοσιογραφική επαγγελματική μου σκοπιά (αλλά και από τη συμμετοχή μου στη δραστηριότητα της Αριστεράς όλα αυτά τα χρόνια) κι απ’ την άλλη από την αίσθηση του χρέους ενός πολιτικοποιημένου επί μισόν αιώνα πνευματικού ανθρώπου να παίρνει θέση σε όσα συνέβησαν και να διατυπώνει ευθέως και ευθαρσώς την προσωπική του κρίση για καταστάσεις, γεγονότα και πρόσωπα που καθόρισαν το κοινωνικό και το πολιτικό μέλλον της πατρίδας μας ανάμεσα στις συμπληγάδες της ξενοκρατίας, αλλά και των απαράμιλλων λαϊκών αγώνων για την απαλλαγή του τόπου μας από τα δεσμά που χάλκευσαν σκοτεινές δυνάμεις σε βάρος της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, πότε υπό τη μορφή μιας ανοικτής στρατοκρατίας υπό το προσωπείο του διαβόητου ΙΔΕΑ, ευθέως εξαρτημένου από ξένα εξουσιαστικά κέντρα, και πότε υπό τη μορφή μιας πολιτικής ηγεσίας που σιτιζόταν όχι μόνο στους προθαλάμους των υπουργείων Εξωτερικών των ιμπεριαλιστών, αλλά συχνά και στα υπόγεια των μυστικών υπηρεσιών τους, όπως απέδειξε η ανάδειξη στην ηγεσία τυχοδιωκτικών τύπων, σε καιρούς αυταρχικής εξουσίας, όπως συνέβη με τους ένοπλους επιβήτορες της αρχής, όσο και τους γνωστούς πλέον, επώνυμους ή ανώνυμους τότε συνεργάτες τους, που επάνδρωσαν το μηχανισμό της βίας και υπήρξαν, υπό το προκάλυμμα του στιγμιαίου εγκλήματος, οι βαστάζοι των στρατοκρατών, παρέχοντάς τους το αναγκαίο εκείνο έδαφος επάνω στο οποίο μπόρεσαν να σταθούν έστω και παραπαίοντας επί μια επταετία, αγκιστρωμένοι με τα σπηρούνια τους, και να κινούν τα νήματα της εξουσίας, με όλους τους πολύπλοκους μηχανισμούς της.


Όπως επισημάνθηκε και στον προηγούμενο τόμο με τον υπότιτλο «Ο εμφύλιος», το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού εσήμανε την οριστική επιβολή της Αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα, η οποία και επισημοποιείται με την ένταξη της χώρας στο NATO το Σεπτέμβριο του 1951. Η αντανάκλαση των αμερικανικών συμφερόντων υπήρξε πλέον κυριαρχική και αγχώδης όχι μόνο στα πολιτικά ήθη της Δεξιάς, αλλά και αυτός ο αμερικάνικος τρόπος ζωής άρχισε να εισχωρεί στην Ελλάδα και να εκτοπίζει βαθμηδόν από τον πολιτικό χώρο την εθνική μας παράδοση. Σ’ αυτή την άνευ όρων υποταγή μια μόνη πολιτική δύναμη ύψωσε το ανάστημά της, η τραυματισμένη και ανασκολοπισμένη Αριστερά, η οποία σαν το μυθικό Φοίνικα προσπαθούσε ν’ αναγεννηθεί από την τέφρα της, έχοντας όμως να αντιπαλέψει με την κακή κληρονομιά ενός δογματικού παρελθόντος που δεν ήταν εύκολο να αλλάξει τρόπο σκέψης και δράσης. Στην ουσία δεσμευμένη από τη μεταφυσική της ήττας, η Αριστερά στην Ελλάδα οδηγούνταν και πάλι, όπως στο παρελθόν, από σφάλματος σε σφάλμα, ενώ ο αντίπαλος προετοίμαζε το έμψυχο εκείνο υλικό που θα στήριζε το καθεστώς της ξενοκρατίας. Ένας πόλεμος, βίαιος και κάποτε αιματηρός, που διεξαγόταν με αφάνταστη σκληρότητα εναντίον της Αριστεράς αποτελούσε πλέον τη συνέχεια του εμφυλίου, με στόχο να μην μπορεί να ορθοποδήσει στον τόπο η παράταξη εκείνη που αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη της Αντίστασης και προμάχησε υπέρ των ελευθεριών της χώρας και της ανεξαρτησίας της. Ο άγριος και ύπουλος αυτός πόλεμος της Δεξιάς (επικουρούμενος από την ξενοκρατία) κατά της Αριστεράς κλιμακώθηκε σε διαφορετική κάθε φορά έκταση και με διαφορετική ένταση ως την ημερομηνία της μεταπολίτευσης (24 Ιουλίου 1974), οπότε αποκαταστάθηκε και πάλι η δημοκρατία στην Ελλάδα, αφού στο μεταξύ η Κύπρος υπέστη την τρομερή επιδρομή του Αττίλα και μερικούς μήνες πριν η οιστρηλατημένη δημοκρατική νεότητα της χώρας έδινε εκείνη τη μεγαλειώδη μάχη του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου 1973) και τις παρεμφερείς μάχες της στα άλλα μεγάλα διδακτικά κέντρα της Ελλάδας. Το αίμα των νέων Ελλήνων και των Κυπρίων αδελφών ήρθε να επισφραγίσει τους ανυποχώρητους λαϊκούς αγώνες ολόκληρων δεκαετιών οδύνης και μεγαλείου.

[…]


Οι πολιτικοί άνδρες στην Ελλάδα υπήρξαν κατά κανόνα σκεύη εκλογής των ξένων και όχι του ελληνικού λαού στα κρίσιμα εκείνα χρόνια, και δεν είναι δίκαιο να κατηγορούνται μονομερώς ως διορισμένοι από το κέντρο του υπαρκτού σοσιαλισμού οι Γραμματείς και τα Πολιτικά Γραφεία του Κ.Κ. Ένα από τα σπουδαιότερα μειονεκτήματα του πολιτικού μας βίου είναι το γεγονός ότι δεν ανέδειξε πολιτικούς άνδρες εκ των κάτω· και όσες φορές υπήρξε η υποψία ότι θα ήταν δυνατό να προβάλει μέσα από την πάλη των μαζών κάποια χαρισματική προσωπικότητα, ή υπονομεύτηκε ή χτυπήθηκε ανελέητα ή και εξοντώθηκε φυσικά, όπως συνέβη στην περίπτωση του Βελουχιώτη ή του Κώστα Καραγιώργη στο χώρο της Αριστεράς. Τη συνέχεια της τακτικής αυτής ανιχνεύουμε ενίοτε και υπό το άπλετο δημοκρατικό φως μέσα στους κόλπους κομμάτων, όπου διεξάγεται ένας βουβός πόλεμος ομάδων, συμφερόντων, και τη φανερή διασταύρωση του πολιτικού ξίφους διαδέχεται η διαβολή και ο προσωπικός διασυρμός, μέσω των αχρείων ψιθύρων.

*Αποσπάσματα από το προλογικό σημείωμα του Τάσου Βουρνά στο βιβλίο του που τιτλοφορείται «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας: Από τα πρώτα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια ως την ημέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος των συνταγματαρχών» (τόμος Ε’ του συγγραφικού του έργου «Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας», εκδόσεις Πατάκη, Ιανουάριος 1999).

Ο Τάσος Βουρνάς, αξιόλογος δημοσιογράφος, πολυγραφότατος συγγραφέας και μεταφραστής, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της νεοελληνικής ιστορίας, έφυγε από τη ζωή στις  15 Νοεμβρίου 1990.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.5.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πνεύμα φωτεινό και άνθρωπος μορφωμένος, ο μεσσηνιακής καταγωγής Βουρνάς, υπερασπιστής ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, διώχθηκε για τις αριστερές πεποιθήσεις του, αλλά παρέμεινε πιστός στις αρχές και τα πιστεύω του. Με τη δυνατή πένα του, φρόντιζε να αφυπνίζει συνειδήσεις, να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα σε όλους τους χώρους, να διδάσκει την πίστη στις μεγάλες αξίες της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.