Στον διαρκή πειρασμό του εθνικισμού υποκύπτει ο Μητσοτάκης
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εργαλειοποιήσει εθνικιστικές αναφορές πιο πολλές φορές από όσες θέλει να παραδεχτεί
Το όχι και τόσο μακρινό 2019 η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχε εξαγγείλει, δια στόματος του τότε αρμοδίου υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά ότι σχεδίαζε να επεκτείνει τα χωρικά ύδατα σε πρώτη φάση μόνο στο Ιόνιο, χωρίς να δηλώνει ότι παραιτείται από κάποια κυριαρχικά δικαιώματα σε σχέση με το Αιγαίο. Η αντίδραση της ΝΔ, που τότε ήταν αξιωματική αντιπολίτευση και αρχηγός της ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ήταν να καταγγείλει την κυβέρνηση, υποστηρίζοντας ότι ήταν μια καταστροφική επιλογή. «Μεγάλη ζημιά που ξεχώρισε ο Κοτζιάς το Ιόνιο από το Αιγαίο για τα 12 μίλια», ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Άδωνι Γεωργιάδη.
Στις 26 Αυγούστου 2020, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως πρωθυπουργός πια, ανακοίνωσε την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο από τα 6 στα 12 μίλια, πανηγυρίζοντας ότι «η Ελλάδα μεγαλώνει». Κάνοντας αυτό ακριβώς που ένα χρόνο πριν το κόμμα του είχε καταγγείλει..
Στην πορεία προς τις εκλογές του 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε καταγγείλει με τον πιο σκληρό τρόπο τη Συμφωνία των Πρεσπών: «Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί εθνική ήττα, που έχει ήδη ακυρωθεί στη συνείδηση του λαού. Και εθνικό λάθος, που προσβάλλει την αλήθεια και την Ιστορία της χώρας».
Σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην πράξη εγκαλεί την κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας επειδή δεν εφαρμόζει πλήρως τη συμφωνία που τότε κατήγγειλε και στη συνέχεια ουδέποτε προσπάθησε να αναιρέσει.
Παρ’ όλα αυτά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ούτε στη συνέχεια θα διστάσει να χρησιμοποιήσει αρκετές φορές σκληρή εθνικιστική ρητορική, ιδίως όταν απευθυνόταν στην αντιπολίτευση. Για απουσία πατριωτισμού και «εθνική εξαίρεση» είχε κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί και άλλες επιλογές «υψηλών τόνων», αν αναλογιστεί τον τρόπο που έχει αναφερθεί συχνά στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, τον τρόπο που έχει χρησιμοποιήσει ως εργαλείο πολιτικής τον φράχτη του Έβρου ή ακόμη και τις αναφορές για τη Θράκη.
Την ίδια στιγμή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επιλέξει μια τακτική κατευνασμού με την Τουρκία. Ως ένα βαθμό έχει ρίξει τους τόνους και η πλευρά Ερντογάν, αν και χωρίς να έχει μετατοπιστεί επί της ουσίας από τις αναθεωρητικές θέσεις της και τις μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας.
Θα μπορούσε, βεβαίως, κανείς να έχει δεύτερες σκέψεις εάν αυτή η τακτική είναι αυτή τη στιγμή η καλύτερη, δεδομένης της απουσίας απτών εγγυήσεων από τη μεριά της Τουρκίας και αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνει. Και κάποιος θα μπορούσε με ασφάλεια να υποθέσει ότι θα υπάρχουν αρκετές τοποθετήσεις επικριτικές. Όχι μόνο από την αντιπολίτευση, αλλά και από το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας.
Γιατί στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας πάντα υπήρχαν και φωνές που ήθελαν μια πιο «αποφασιστική» στάση στα «εθνικά θέματα». Μπορεί κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί μαζί τους, αλλά αυτό δεν μειώνει το δικαίωμα τους να διατυπώνονται, ούτε αμφισβητεί το γεγονός ότι εκφράζουν μια υπαρκτή άποψη που συμμερίζονται αρκετοί.
Όλα αυτά μας φέρνουν στην ουσία του ζητήματος. Και αυτή είναι ότι κάποια στιγμή πρέπει να μάθουμε να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην ρητορική, για λόγους κυρίως επικοινωνιακούς, και την ουσία.
Ναι, είναι θεμιτό και αναγκαίο να συζητάμε για τα «εθνικά θέματα». Μπορούμε να διαφωνούμε. Μπορούμε να διατυπώνουμε θέσεις πιο «ενδοτικές» ή «πιο αποφασιστικές». Και σε αυτή τη βάση να βρίσκουμε σε κάθε στιγμή αυτό που είναι καταλληλότερο για κάθε συγκυρία.
Υπό μία προϋπόθεση: ότι αυτό που λέμε το εννοούμε. Ότι λέμε, δηλαδή, αυτό που πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει και όχι αυτό που θα «χαϊδέψει αυτιά».
Γιατί «εθνικό το αληθές», δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από την πατριδοκαπηλία. Από την εργαλειοποίηση του «πατριωτισμού». Από την υποκριτική καταγγελία όλων των άλλων ως «μειοδοτών», ακόμη και εάν στο τέλος τη δική τους πολιτική εφαρμόζεις.
Γιατί αυτό διαλύει την πολιτική συζήτηση. Δεν επιτρέπει στην κοινωνία να κατανοήσει τα πραγματικά επίδικα. Και βέβαια συντηρεί έναν εθνικισμό που στο τέλος μόνο την ακροδεξιά ευνοεί, στοιχίζοντας ακριβά στην πατρίδα.
Και σε τελική ανάλυση στην κριτική, ακόμη και τη σκληρή ή την άδικη, πάντα καλό είναι να απαντά κανείς με τις δικές του θέσεις και να την αντικρούει με τη δική του επιχειρηματολογία. Όχι με διαγραφές.
Εκτός και εάν θέλει ταυτόχρονα να «επιδείξει πυγμή» προς το εσωκομματικό ακροατήριο, αλλά και να διατηρήσει τη δυνατότητα να καταφεύγει όποτε χρειάζεται στην ίδια εθνικιστική ρητορική.
Ιδίως όταν προσπαθεί να κάνει «στροφή προς τα δεξιά» για να περιορίσει τις απώλειες προς την ακροδεξιά.
- 17 Κλωστές: Συγκλονιστικές οι εξελίξεις στο αποψινό επεισόδιο στο MEGA
- Θεσσαλονίκη: «Η πόλη θέλει να σε ξεχάσει – Ντροπή σας!» – Ξέσπασε η μητέρας της Έμμας κατά του δήμου
- Μητσοτάκης: Αφωνία για Σαμαρά στην κυριακάτικη ανασκόπηση
- Η Παπαδοπούλου πάει Ουάσιγκτον – Συνομιλίες για τη θητεία της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας και όχι μόνο
- Φοιτητές: Αποκαταστάθηκε η λειτουργία της πλατφόρμας αιτήσεων μετεγγραφών – Πώς να κάνετε αίτηση
- Όταν ο παραλογισμός της Χούντας λογόκρινε την Αλίκη Βουγιουκλάκη