Ξεκίνησε με στιγμές έντασης την Δευτέρα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Έδεσσας η δίκη για τη δολοφονία της 41χρονης Γεωργίας, που τον περασμένο Ιανουάριο βρήκε φρικτό θάνατο, στην Θεσσαλονίκη.

Υπενθυμίζεται ότι η γυναίκα, που βρισκόταν στον δεύτερο μήνα της εγκυμοσύνης της, είχε εντοπιστεί μέσα σε μπαούλο.

Στο εδώλιο κάθισαν ο 39χρονος σύντροφος της 41χρονης και ο 34χρονος φίλος του που αντιμετωπίζουν κατηγορίες για ανθρωποκτονία με δόλο, διακοπή κύησης και ληστεία, καθώς και για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία.

Οι δύο άνδρες φέρεται πως έστησαν ενέδρα στην 41χρονη, που ήταν μητέρα ενός 13χρονου κοριτσιού, μέσα στο σπίτι του συντρόφου της στην Καλαμαριά.

Το θύμα και ο 39χρονος επέστρεψαν στο διαμέρισμά του στις 22:50 το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, όπου ήδη βρισκόταν ο 34χρονος.

Την έδεσαν και την δολοφόνησαν

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δύο κατηγορούμενοι επιτέθηκαν από πίσω στην άτυχη γυναίκα, την οποία ακινητοποίησαν στο κρεβάτι και την έδεσαν, ενώ της κατάφεραν τρεις μαχαιριές, αφαιρώντας της τη ζωή.

Όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, πριν τη βάλουν σε μπαούλο και πετάξουν τη σορό της στην δύσβατη περιοχή, αφαίρεσαν από πάνω της το πόσο των 80 ευρώ.

Ερωτώμενοι για τη θέση τους αφού άκουσαν τα όσα τους καταλογίζονται, ο 39χρονος σύντροφος της Γεωργίας αποκρίθηκε πως «δεν έχω καμία σχέση με τις κατηγορίες», ενώ ο 34χρονος φίλος του είπε «δεν έχω κάνει τον φόνο. Τέλεσα κάποια αδικήματα αλλά δεν εμπλέκομαι στον φόνο».

«Ημασταν βέβαιοι ότι εμπλέκονται»

Πρώτος στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε αστυνομικός από το τμήμα της Καλαμαριάς, από όπου άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι της υπόθεσης.

Ο αστυνομικός κατέθεσε πως η μητέρα της Γεωργίας δήλωσε στις 2 Ιανουαρίου την εξαφάνισή της, δείχνοντας αρκετά ταραγμένη, καθώς όπως μετέφερε η γυναίκα σε αυτόν και τους συναδέλφους του η 41χρονη δεν συνήθιζε να μη δίνει σημάδια ζωής αλλά ούτε και να μην πηγαίνει στη δουλειά της.

«Είχε προγραμματισμένο ραντεβού στις 3 Ιανουαρίου για διακοπή της κύησης. Είχαμε σοβαρές υπόνοιες ότι οι ανησυχίες της μητέρας ισχύουν», ανέφερε μεταξύ άλλων ο αστυνομικός και πρόσθεσε πως στελέχη της ΕΛΑΣ μετέβησαν στο σπίτι του συντρόφου της, όπου αναμενόταν να διανυκτερεύσει εκείνο το βράδυ.

«Ο σύντροφος είπε ότι έφυγε το πρωί χωρίς να την αντιληφθεί παίρνοντας μαζί της και 5.000 ευρώ από την αποταμίευσή τους. Αποτυπώματα του 34χρονου βρέθηκαν στη ντουλάπα του διαμερίσματος. Οι δύο κατηγορούμενοι είχαν καθημερινές συνομιλίες. Ο χώρος ήταν συμμαζεμένος και δεν υπήρχαν αίματα. Βίντεο από γειτονική κάμερα δείχνει το ζευγάρι να γυρίζει σπίτι χέρι-χέρι στις 22:50. Ελέγξαμε να δούμε τι ώρα βγαίνει η 41χρονη από το σπίτι.

»Αντίθετα, αυτό που είδαμε ήταν μια έντονη κινητικότητα. Οι δύο κατηγορούμενοι έμπαιναν και έβγαιναν από το σπίτι, κουβαλούσαν σακούλες και άλλα αντικείμενα. Σε μια στιγμή φαίνεται να κατεβάζουν από το σπίτι μία βαλίτσα-κυτίο που δυσκολεύονταν να το σηκώσουν. Δεν το είδαμε να μπαίνει στο σπίτι, παρά μόνο να βγαίνει. Το έβαλαν στο πορτμπαγκάζ και το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε για 3,5 ώρες. Μετά κατέβασαν ένα στρώμα και έπειτα από μισή ώρα επέστρεψαν με άλλο στρώμα. Μέχρι τις 10 το πρωί καταγραφόταν αυτή η κινητικότητα. Τις σακούλες δεν τις βρήκαμε, το στρώμα όμως ήταν επιμελώς τυλιγμένο με ένα σεντόνι δίπλα από έναν κάδο και είχε καφέ κηλίδες», είπε στην κατάθεσή του ο αστυνομικός.

«Τις κάμερες τις είδαμε στις 6 Ιανουαρίου και ήμασταν βέβαιοι ότι εμπλέκονται. Ήμασταν σίγουροι ότι πρόκειται για δολοφονία γιατί αρχικά δεν βγήκε η 41χρονη από το σπίτι και δεύτερον από το πολύ αίμα. Φαινόταν ότι είχε γίνει κάτι κακό γιατί είχε ποτίσει το στρώμα, δεν άνοιξε απλά μία μύτη», σημείωσε χαρακτηριστικά ο μάρτυρας.

Γυναικοκτονία στη Θεσσαλονίκη: Πώς έδρασαν οι δολοφόνοι

«Ο 39χρονος προσπαθούσε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως θύμα σε αυτήν την υπόθεση. Έπαιρνε τηλέφωνα σε συγγενείς, έβγαινε σε κανάλια. Ο 34χρονος ήρθε στις 8 Ιανουαρίου και ανέφερε πως έχει να πει κάποια πράγματα. Ότι είχαν προσχεδιάσει από πριν να κάνουν ληστεία σε βάρος της 41χρονης γιατί θα έφερε -όπως είπε- περίπου 7.000 ευρώ πάνω της. Είπε ακόμα πως είχε μπει ήδη στο σπίτι και θα της έστηναν ενέδρα. Μας μετέφερε πως με το που μπήκαν σπίτι και άνοιξε η γυναίκα το φως, της όρμηξαν, την ακινητοποίησαν, την έδεσαν, την πέταξαν πάνω στο κρεβάτι και επειδή αυτή αντιστάθηκε, ο 39χρονος της κατάφερε ένα τραύμα στον λαιμό. Είναι βέβαιο ότι τους είδε. Μετά παραδέχθηκε ότι την έβαλαν στο κυτίο-βαλίτσα και την πήγαν σε αγροτική περιοχή στα Βασιλικά Θέρμης μέσα σε κάτι θάμνους. Αν δεν μας υποδείκνυε το σημείο δεν θα το βρίσκαμε ποτέ. Από την πρώτη στιγμή ο 34χρονος είπε ότι το έκανε ο πρώτος κατηγορούμενος. Από την πλευρά του αυτός έλεγε «αφήστε με ελεύθερο να πάω να τη βρω». Η βαλίτσα δεν βρέθηκε ποτέ», είπε χαρακτηριστικά.

«Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η αιτία. Πάντως δεν κάνεις έτσι ληστεία», σημείωσε στο τέλος της κατάθεσής του.

«Πιστεύω ότι η Γεωργία ήθελε να φύγει»

Δεύτερος μάρτυρας που κλήθηκε να καταθέσει ήταν ο αδερφός της 41χρονης, που πριν ξεκινήσει η δίκη ξέσπασε στη θέα των κατηγορούμενων.

«Τον 39χρονο τον γνώρισα μέσα από την αδερφή μου. Είχαν τρία χρόνια σχέση. Τον είχα δει ελάχιστες φορές αλλά της είχα πει ότι δεν μου άρεσε. Η αδερφή μου άρχισε να απομακρύνεται. Ήθελε να την κάνει πέρα από όλους. Ήταν πολύ σκεπτική και στεναχωρημένη. Δεν ήταν η Γεωργία που ξέραμε όταν ήταν μαζί του», είπε σε έντονο τόνο και φανερά φορτισμένος ο αδερφός του θύματος.

«Όταν την αναζητούσαμε, εγώ υποψιαζόμουν. Το κίνητρο δεν ήταν η ληστεία γιατί και η αδερφή μου με έναν μισθό ήταν. Πιστεύω ότι η Γεωργία ήθελε να φύγει και αυτός ήταν κτητικός και χειριστικός. Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει η αδερφή μου και να αφήσει το παιδί της. Ακόμα και από τα μηνύματα που λάβαμε από το κινητό της μετά τον φόνο, καταλάβαμε ότι κάτι πάει λάθος», πρόσθεσε ο μάρτυρας.

Στο δικαστήριο κατέθεσε και η γυναικολόγος που είχε επισκεφτεί η 41χρονη με τον 39χρονο στις 22 Δεκεμβρίου προκειμένου να προγραμματίσουν τη διακοπή της κύησης.

«Με ενημέρωσε ότι ήταν ανεπιθύμητη η κύηση και συναίνεσε και ο σύντροφος. Όταν μείναμε μόνες μας την ξαναρώτησα και μου είπε πως δεν θα ήθελε άλλο παιδί. Έτσι κλείσαμε ραντεβού στις 3 Ιανουαρίου», είπε η μάρτυρας στην κατάθεσή της και συμπλήρωσε πως ο σύντροφός της την πήρε τηλέφωνο μία μέρα πριν για να τη ρωτήσει αν ξέρει πού είναι η Γεωργία. «Του απάντησα πως την περιμένω την επόμενη ημέρα αλλά τελικά δεν ήρθε. Μετά έμαθα κι εγώ τις εξελίξεις», ανέφερε η γιατρός.

«Ήταν βίαιος άνθρωπος»

Για έναν βίαιο άνθρωπο έκαναν λόγο η αδερφή και η πρώην σύζυγος του 39χρονου, με τον οποίον είχε μάλιστα δύο παιδιά.

«Τον είδα στην τηλεόραση και δεν μου έδινε την εντύπωση ότι ανησυχούσε για την κοπέλα του. Δεν την ήξερα καν, αλλιώς θα την προστάτευα. Μίλησα ξεκάθαρα στις αρχές ότι φοβάμαι. Θέλω να μάθω γιατί σκότωσαν τη Γεωργία», είπε η αδερφή του 39χρονου, σημειώνοντας πως δεν μεγάλωσαν μαζί και δεν έχουν σχέσεις γιατί υπήρξε επιθετικός μαζί της.

«Έχω κάνει 13 μηνύσεις, η μία για απόπειρα βιασμού. Όσον αφορά στους δύο κατηγορούμενους, ήταν κολλητοί. Σαν αδέρφια. Ό,τι και να του ζητούσε ο αδερφός μου ο άλλος το έκανε», είπε η μάρτυρας.

Από την πλευρά της η πρώην σύζυγος του 39χρονου είπε πως, ενώ χώρισαν το 2018, φιλοξενούσε στο σπίτι της τον κατηγορούμενο γιατί έκανε συχνά επίκληση σε θέματα υγείας και το ζητούσαν τα παιδιά.

«Έκλεβε χρήματα, συσκευές και χρυσαφικά. Τον έδιωξα και από τότε δεν είχε επαφή με τα παιδιά. Έχασα τα ίχνη του, δεν ήξερα τίποτα για τη Γεωργία. Εμένα με χτυπούσε γιατί ζήλευε. Ήταν βίαιος άνθρωπος. Ενώ δεν έφερνε λεφτά στο σπίτι ήθελε τα δικά του δικά του και τα δικά μου δικά του. Είναι χρόνια φίλοι οι δυο τους. Όταν έχει ο ένας προβλήματα θα τον βοηθήσει ο άλλος», κατέθεσε.

«Πιστεύω ότι το κίνητρο ήταν η ζήλια και όχι τα λεφτά. Στη θέση της θα μπορούσα να είμαι κι εγώ», είπε η μάρτυρας.

Η δίκη συνεχίζεται με τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης.