Το επίπεδο των ερωτικών λόγων του Συμποσίου ανυψώνεται ακόμα περισσότερο χάρη στη μεγαλοφυΐα του Αριστοφάνη, ο οποίος αναφέρεται στο μύθο των στρογγυλόμορφων ερμαφρόδιτων ανθρώπων, που οι θεοί τούς έκοψαν κάποτε στη μέση. Αυτοί, οι κομμένοι στα δύο, αποζητούν το άλλο τους μισό, το ταίρι τους, τη χαμένη τους ολότητα και πληρότητα. Έτσι ρίζωσε ο έρωτας στον άνθρωπο από τη μακρινή εκείνη εποχή, και χάρη σε αυτόν ξαναβρίσκει την ενότητά της και γιατρεύεται η ανθρώπινη φύση.

Στο σημείο αυτό, και πριν λάβει το λόγο ο Σωκράτης, παρεμβάλλεται ο οικοδεσπότης, ο Αγάθων, ο οποίος εγκωμιάζει το θεό Έρωτα, εξυμνεί τη φύση του και τις δωρεές του. Κι αυτό το πράττει με έναν άψογα δομημένο και υφολογικά περίτεχνο λόγο, που τον στολίζει με γοργίεια σχήματα, γεγονός που ενθουσιάζει τους συνδαιτυμόνες.

Ο λόγος του Σωκράτη, ο οποίος σηματοδοτεί τη μετάβαση από τον σοφιστικό στο φιλοσοφικό έπαινο του έρωτα, χαρακτηρίζεται από ένα πλατωνικό εύρημα: η φύση του Έρωτα παρουσιάζεται ως διανοητική σύλληψη της Διοτίμας, μιας σοφής γυναίκας από τη Μαντίνεια της Αρκαδίας, με την οποία είχε συνομιλήσει κάποτε ο Σωκράτης. Κατά τη Διοτίμα, λοιπόν, ο Έρωτας είναι κάτι το ενδιάμεσο ανάμεσα στο θνητό και το αθάνατο, ένας μέγας δαίμονας, που μεσολαβεί αιώνια ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Η ίδια τον ερμηνεύει ως πόθο του ανθρώπου να έχει κτήμα του για πάντα το καλό.

Ο δρόμος που ανοίγεται εδώ οδηγεί, κλιμακωτά, από το σωματικά στο ψυχικά ωραίο, και στη συνέχεια ακόμα ψηλότερα, στο βέλτιστο σημείο της γνώσης του φαινομένου του έρωτα. Από εκεί είναι πλέον ορατό το απόλυτο κάλλος, το άφθαρτο και αιώνιο Ωραίο, το Ωραίο αυτό καθαυτό.

Ο τελευταίος λόγος είναι εκείνος του Αλκιβιάδη, ο οποίος εμφανίζεται ξαφνικά στο συμπόσιο, τελώντας ολοφάνερα υπό την επήρεια μέθης. Αυτός αναλαμβάνει να πλέξει το εγκώμιο όχι του Έρωτα, όπως οι προλαλήσαντες, αλλά του Σωκράτη. Φιλοτεχνώντας ουσιαστικά το πορτρέτο του, τον επαινεί πρώτιστα ως τον πολίτη-παιδαγωγό που, αξιοποιώντας την ομορφιά της δικής του ψυχής και τον ερωτικό θαυμασμό των μαθητών του προς εκείνον, έχει την ικανότητα να γεννά το Ωραίο μέσα στην ψυχή τους, να συντελεί στην ηθική και πνευματική τους βελτίωση.

Εν κατακλείδι, το Συμπόσιον χαρακτηρίζεται ως η αρχή της διαδρομής που ακολούθησε η Δυτική σκέψη προς την κατανόηση και την ερμηνεία του πολύπλοκου φαινομένου του έρωτα στις ποικίλες μορφές και εκφάνσεις του.

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, το «Συμπόσιον»  του Πλάτωνος (αγγλόφωνη έκδοση του 1952).

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Α’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Β’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Γ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Δ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ε’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΣΤ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ζ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Η’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Θ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Ι’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΑ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΒ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΓ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΔ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΕ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΣΤ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΖ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΗ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος ΙΘ’)

Πλάτων: Η ιδέα του αγαθού (Μέρος Κ’)