Δύο στους τρεις Έλληνες δεν εμπιστεύονται το κράτος στις υγειονομικές κρίσεις
Η Ελλάδα καλύπτει μόνο το 60% των διεθνών προδιαγραφών προστασίας της δημόσιας υγείας – 2η σε μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
Μόνο το 30% των Ελλήνων εμπιστεύεται τις κρατικές δομές στη διαχείριση υγειονομικών κρίσεων μετά την πανδημία, φέρνοντας τη χώρα μας στην τελευταία θέση της Ευρώπης σε ότι αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος για την αντιμετώπιση κρίσεων δημόσιας υγείας.
Ακολουθούν στα ίδια επίπεδα δυσπιστίας οι Πορτογάλοι και οι Λετονοί με ποσοστά 33% και 35%, ενώ το υψηλότερο επίπεδο εμπιστοσύνης απολαμβάνουν οι κρατικές δομές της Φινλανδίας, Ολλανδίας και Δανίας, με ποσοστά 82%, 68% και 66%, αντίστοιχα, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φτάνει το 52%
Η εμπιστοσύνη ή η δυσπιστία έχουν ως βάση και την τήρηση του Διεθνούς Κανονισμού Υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο οποίος θέτει προδιαγραφές για την προετοιμασία και ανταπόκριση σε διεθνείς υγειονομικές κρίσεις. Βάσει του κανονισμού αυτού, η χώρα μας βαθμολογείται με 60 μονάδες από τις 100, όταν ο μέσος όρος των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών φτάνει τις 75 από 100 μονάδες. Την πρωτιά στην ικανοποίηση των προδιαγραφών ασφαλείας του ΠΟΥ κρατούν κατά σειρά η Δανία με 95%, η Σουηδία με 90% και η Γαλλία με 85%, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται η Σλοβακία με 50% και η Ρουμανία με 61%, μόλις μια μονάδα πάνω από την Ελλάδα.
Σημαντική παράμετρος για την εμπιστοσύνη των πολιτών είναι η ισχύς των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας των χωρών, η ικανοποίηση από τις βασικές δημόσιες υπηρεσίες υγείας, η αξιολόγηση των δυνατοτήτων της χώρας στην αντιμετώπιση απειλών δημόσιας υγείας όπως περιστατικά ακτινοβολίας, μετάδοσης ζωονόσων και επείγουσες καταστάσεις υγείας από την κλιματική κρίση.
Σχεδόν το 70% των μικροβιακών λοιμώξεων στην Ελλάδα προέρχονται από μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά
Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνονται στην έκθεση της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ «Η υγεία με μια ματιά 2024», σύμφωνα με την οποία, η ετοιμότητα για την αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων στις χώρες της ΕΕ έχει βελτιωθεί σταδιακά, όμως είναι απαραίτητη η οικοδόμηση εμπιστοσύνης του κοινού και η καταπολέμηση της μικροβιακής αντοχής.
Η βελτίωση αφορά την παρακολούθηση ασθενειών, τις δυνατότητες των εργαστηρίων και του ανθρώπινου δυναμικού, ενώ κενά εντοπίζονται στην επικοινωνία σε ότι αφορά θέματα κινδύνου, καθώς και στην ετοιμότητα για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης από ακτινοβολία και χημικά.
Ανθεκτικά μικρόβια
Η μικροβιακή αντοχή παραμένει σημαντική δημόσια απειλή, καθώς οι λοιμώξεις από μικρόβια ανθεκτικά στα αντιβιοτικά εμφανίζονται στην ΕΕ με αποτέλεσμα περίπου 35.000 θανάτους κάθε χρόνο και το άμεσο κόστος που εκτιμάται σε 6,6 δις. ευρώ.
Το 2022-2023, το 32% των επιβεβαιωμένων εργαστηριακά βακτηριακών λοιμώξεων αφορούσαν μικρόβια ανθεκτικά σε βασικά αντιβιοτικά.
Μάλιστα, στη Ρουμανία, την Ελλάδα, την Κύπρο και τη Βουλγαρία το αντίστοιχο ποσοστό ξεπέρασε το 50%.
Η κατανάλωση αντιβιοτικών στην κοινότητα – βασική αιτία της μικροβιακής αντοχής – αυξάνεται μέχρι και τέσσερις φορές πάνω σε κάποιες χώρες της ΕΕ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για καλύτερη διαχείριση αντιμικροβιακών και αντιβιοτικών.
Εμβόλια
Ο εμβολιασμός παραμένει ζωτικής σημασίας για την προστασία των πληθυσμών, ιδιαίτερα των ηλικιωμένων, από μολυσματικές ασθένειες.
Μέχρι τα τέλη του 2021, σχεδόν το 90% των ατόμων άνω των 60 ετών στην ΕΕ είχαν ολοκληρώσει τον αρχικό εμβολιασμό κατά της COVID-19, με τις περισσότερες χώρες να ξεπερνούν το 75% της κάλυψης. Ωστόσο, οι διαφορές εμβολιασμού για την πρώτη αναμνηστική δόση στις αρχές του 2022 ήταν επταπλάσιες μεταξύ των χωρών, ενώ για τη δεύτερη αναμνηστική δόση η ανισότητα ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς η κάλυψη ήταν πάνω από 75% στην Ιρλανδία και τη Δανία, αλλά και λιγότερο από 5% στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Λιθουανία. Τα ποσοστά εμβολιασμού κατά της γρίπης αρχικά αυξήθηκαν κατά το πρώτο έτος της πανδημίας, αλλά μειώθηκαν το 2021-2022, αν και παρέμειναν πάνω από τα προ-πανδημικά επίπεδα. Η διστακτικότητα και η πρόσβαση στον εμβολιασμό παραμένουν σημαντικά εμπόδια, με τις αντιλήψεις του κοινού για την ασφάλεια των εμβολίων να ποικίλλουν από 94% έως 60% στις χώρες της ΕΕ.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις