Η προειδοποίηση της ΕΚΤ ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα κρίση χρέους ήρθε να επιβεβαιώσει ότι σε πείσμα των κατά καιρούς ενέσεων αισιοδοξίας, οι ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται σε τροχιά αβεβαιότητας.

Τα προβλήματα για τα οποία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου είναι πρωτίστως το χρέος που τροφοδοτείται από τα υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα στο έδαφος χλιαρών ρυθμών ανάπτυξης.

Το πρόβλημα δεν είναι τωρινό. Σε πείσμα της ρητορικής για «λιγότερο κράτος», οι δημόσιες δαπάνες δεν έχουν υποχωρήσει, ούτε και μπορούν να υποχωρήσουν. Επειδή, όμως, δεν μπορούν να καλυφθούν από αύξηση της φορολογίας, ο μόνος τρόπος είναι τα ελλείμματα, που με τη σειρά τους οδηγούν σε αυξημένο δανεισμό και τελικά σε αύξηση του δημοσίου χρέους.

Την ίδια ώρα ο βασικός μηχανισμός που θα μπορούσε να λειτουργήσει αντισταθμιστικά, δηλαδή το να υπάρχουν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, ακυρώνεται στην πράξη αφού βρισκόμαστε σε εποχές αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης.

Σε όλα αυτά προστίθενται και άλλες παράμετροι αβεβαιότητας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία παρατείνεται, ιδίως μετά τις αποφάσεις ΗΠΑ και Βρετανίας να επιτρέψουν τη χρήση πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, την ώρα που η κατάσταση στη Μέση Ανατολή ενέχει τον κίνδυνο συνολικής ανάφλεξης. Όλα αυτά αντικειμενικά ασκούν αρνητική επίδραση στην οικονομία.

Σε όλα αυτά προστίθεται ο κίνδυνος ενός νέου γύρου προστατευτισμού, με αφετηρία και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ενός Προέδρου που πιστεύει στον προστατευτισμό και είναι πολύ πιθανό να πυροδοτήσει ένα νέο γύρο εμπορικού πολέμου με την Κίνα πρωτίστως, που όμως θα έχει αντίκτυπο και στην Ευρώπη.

Όμως, θα ήταν λάθος να πούμε ότι τα προβλήματα στις γερασμένες ευρωπαϊκές οικονομίες είναι κατεξοχήν εξωγενή. Ο πυρήνας του προβλήματος είναι το ίδιο το οικονομικό μοντέλο. Η εμμονή με τη λιτότητα και τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, ακόμη και μετά την πανδημία, η απροθυμία πραγματικού ευρωπαϊκού συντονισμού και εμβάθυνσης της οικονομικής ένωσης, η απόρριψη της αναδιανομής και μια εμπιστοσύνη, στα όρια υποταγής, στην αγορά ως υποκατάστατο των κρατικών πολιτικών δεν αποτελούν συνταγή για αναπτυξιακά άλματα.

Αντιθέτως, επιτείνουν τις περιφερειακές ανισότητες και δεν επιτρέπουν εκείνου του είδους τη δημόσια επένδυση που θα μπορούσε να ενισχύσει την καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας. Ούτε βοηθά ο διαρκής πειρασμός ακόμη και σε χώρες με ισχυρή βιομηχανική παραγωγή για μεγαλύτερη στροφή στις υπηρεσίες, την ώρα που η ηγεμονία της Ακροδεξιάς στα ζητήματα της μεταναστευτικής πολιτικής δεν επιτρέπει να αντιστραφεί η τάση για γήρανση του πληθυσμού. Και βέβαια η κρίση ηγεσίας που μαστίζει αυτή τη στιγμή την Ευρώπη δεν γεννά κάποια ελπίδα ότι θα υπάρξει κάποια τομή ως προς τις πολιτικές που ασκούνται.

Όλα αυτά αναδεικνύουν και ένα πραγματικό πολιτικό κενό στην Ευρώπη σήμερα, κενό όχι απλώς ως προς την πολιτική εκπροσώπηση αλλά ως προς την ικανότητα να υπάρχουν φορείς που να επεξεργάζονται εναλλακτικές δημοκρατικές πολιτικές που απαντούν και στη στασιμότητα και στην αβεβαιότητα, αποτρέποντας ταυτόχρονα τα σχέδια να μεταφερθεί το κόστος των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων στις πλάτες των εργαζομένων, αλλά και εξασφαλίζοντας ότι μερίδιο στην όποια ανάπτυξη θα έχουν όλοι.

Ένα κενό που στη χώρα μας το βιώνουμε με ακόμη πιο οδυνηρό τρόπο.